ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
"ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ & ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ"

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑΤΟΣ "ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ"
Πίσω Aρχική σελίδα

 ΘΕΜΑ:  
’ρειος Πάγος Απόφαση 961/2014 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, που απορρέει από το άρθρο 288 ΑΚ και βρίσκει έρεισμα στα άρθρα 4 παρ. 1 και 2 και 2 παρ. 1 του Συντάγματος και 141 της Συνθ. Ε.Κ., προκύπτει ότι στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης δεν επιτρέπεται η άνιση μεταχείριση από τον εργοδότη των μισθωτών της αυτής εκμετάλλευσης, που έχουν τα ίδια προσόντα και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Εξάλλου, …

Από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, που απορρέει από το άρθρο 288 ΑΚ και βρίσκει έρεισμα στα άρθρα 4 παρ. 1 και 2 και 2 παρ. 1 του Συντάγματος και 141 της Συνθ. Ε.Κ., προκύπτει ότι στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης δεν επιτρέπεται η άνιση μεταχείριση από τον εργοδότη των μισθωτών της αυτής εκμετάλλευσης, που έχουν τα ίδια προσόντα και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Εξάλλου, …

… ο κανονισμός εργασίας που εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας" πριν από την έναρξη ισχύος του άρθρου 12 παρ. 4 του ν. 1767/1988 "περί συμβουλίων εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις" καταρτίζεται από τον επιχειρηματία - εργοδότη και ελέγχεται από ορισμένα όργανα της δημόσιας διοίκησης, ως προς τη νομιμότητα και τη σκοπιμότητά του, εφόσον δε εγκριθεί από αυτά, αναρτάται σε σημεία των εργασιακών χώρων, που είναι εμφανή και προσιτά για τους μισθωτούς. Η παραπάνω έγκριση του κανονισμού συνιστά πράξη διοικητική και όχι νομοθετική. Δεν δύναται δε να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις του κανονισμού αυτού έχουν χαρακτήρα κανονιστικό, διότι, σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες, που αφορούν στη συλλογική αυτονομία, στην ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας και στο κοινωνικό δικαίωμα εργασίας, δεν επιτρέπεται στον εργοδότη να επιβάλλει κανόνες δικαιϊκού χαρακτήρα, χωρίς τη σύμπραξη των εργαζομένων στην επιχείρηση, ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη. Για το λόγο αυτό ο παραπάνω Κανονισμός δεν έχει κανονιστικό χαρακτήρα, αλλά, εφόσον γίνει αποδεκτός από τους εργαζομένους, με τις ατομικές συμβάσεις εκάστου, αποκτά συμβατικό χαρακτήρα.

Απόφαση 961 / 2014 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 961/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕ", που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Πήτα.

Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Γ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Τσιώστα.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-6-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2666/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2447/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22-11-2011 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 21-2-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, δεύτερος, τρίτος, όγδοος (στο σύνολό τους) και δέκατος (κατά το πρώτο μέρος του) λόγοι αναίρεσης, να απορριφθούν δε οι υπόλοιποι.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του KΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών (άρθ. 173 και 200 του Α.Κ.). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Περαιτέρω, από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, που απορρέει από το άρθρο 288 ΑΚ και βρίσκει έρεισμα στα άρθρα 4 παρ. 1 και 2 και 2 παρ. 1 του Συντάγματος και 141 της Συνθ. Ε.Κ., προκύπτει ότι στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης δεν επιτρέπεται η άνιση μεταχείριση από τον εργοδότη των μισθωτών της αυτής εκμετάλλευσης, που έχουν τα ίδια προσόντα και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Εξάλλου, ο κανονισμός εργασίας που εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας" πριν από την έναρξη ισχύος του άρθρου 12 παρ. 4 του ν. 1767/1988 "περί συμβουλίων εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις" καταρτίζεται από τον επιχειρηματία - εργοδότη και ελέγχεται από ορισμένα όργανα της δημόσιας διοίκησης, ως προς τη νομιμότητα και τη σκοπιμότητά του, εφόσον δε εγκριθεί από αυτά, αναρτάται σε σημεία των εργασιακών χώρων, που είναι εμφανή και προσιτά για τους μισθωτούς. Η παραπάνω έγκριση του κανονισμού συνιστά πράξη διοικητική και όχι νομοθετική. Δεν δύναται δε να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις του κανονισμού αυτού έχουν χαρακτήρα κανονιστικό, διότι, σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες, που αφορούν στη συλλογική αυτονομία, στην ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας και στο κοινωνικό δικαίωμα εργασίας, δεν επιτρέπεται στον εργοδότη να επιβάλλει κανόνες δικαιϊκού χαρακτήρα, χωρίς τη σύμπραξη των εργαζομένων στην επιχείρηση, ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη. Για το λόγο αυτό ο παραπάνω Κανονισμός δεν έχει κανονιστικό χαρακτήρα, αλλά, εφόσον γίνει αποδεκτός από τους εργαζομένους, με τις ατομικές συμβάσεις εκάστου, αποκτά συμβατικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, με το άρθρο 16 του ισχύοντος κανονισμού εργασίας της αναιρεσείουσας, είχε εισαχθεί για το προσωπικό της η ρήτρα εξομοίωσης των αποδοχών τους με τις αποδοχές των εργαζομένων στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Ειδικότερα, στην παρ. 1 του άρθρου 16 του ως άνω κανονισμού ορίζεται ότι οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές κάθε υπαλλήλου, συνεπεία βαθμολογικών ή μισθολογικών ρυθμίσεων, δεν θα πρέπει να υπολείπονται εκείνων οι οποίες θα χορηγούνται από της υπογραφής του παρόντος στο προσωπικό της ΑΤΕ. Από τον παραπάνω όρο του συμβατικού κανονισμού προκύπτει, με σαφήνεια, ότι οι μόνιμοι υπάλληλοι της αναιρεσείουσας πρέπει να αμείβονται, όπως και οι συνάδελφοί τους, μόνιμοι υπάλληλοι της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, που έχουν αντίστοιχους βαθμούς την υπαλληλική ιεραρχία και τον ίδιο χρόνο υπηρεσίας. Η ισότητα αμοιβής των αναφέρεται στις συνολικές αποδοχές, στις οποίες περιλαμβάνονται ο οργανικός μισθός, τα επιδόματα και οι λοιπές παροχές. Ακόμα, για την καταβολή των αποδοχών, που αναφέρονται στον οργανικό βαθμό των υπαλλήλων, δεν υπάρχει άμεση υποχρέωση της εταιρείας για εφαρμογή της εξομοιωτικής αρχής, απλά και μόνο με βάση τη βαθμολογική αντιστοιχία, αλλά σε συνδυασμό πάντοτε με το χρόνο υπηρεσίας, τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα κ.λπ. Τούτο είναι εύλογο, αφού οι οργανισμοί προσωπικού των δύο εταιρειών είναι διάφοροι και η βαθμολογική εξέλιξη γίνεται σε διάφορους χρόνους και με διαφορετικές διαδικασίες, έτσι ώστε υπάλληλοι με τα αυτά χρόνια υπηρεσίας και τα αυτά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα να έχουν διαφορετικό βαθμό στην υπαλληλική ιεραρχία. Ειδικότερα, με βάση τους οργανισμούς προσωπικού των δύο εταιρειών, είναι δυνατό υπάλληλος της ΑΤΕ με πολύ περισσότερα χρόνια υπηρεσίας και τα αυτά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα με συνάδελφό του της Αγροτικής Ασφαλιστικής να κατέχει μικρότερο βαθμό της υπαλληλικής ιεραρχίας, από τον αντίστοιχο που κατέχει ο συνάδελφός του στη δεύτερη εταιρεία. Εάν δεν ληφθεί, ως βάση υπολογισμού της εξομοιωτικής ρήτρας, ο ίδιος χρόνος υπηρεσίας, αλλά μόνο η αντιστοιχία βαθμού της υπαλληλικής ιεραρχίας, θα συμβεί το παράλογο ο νεώτερος υπάλληλος της αναιρεσείουσας εταιρείας, που λόγω του Κανονισμού της έχει ταχύτερη βαθμολογική εξέλιξη, να λαμβάνει μεγαλύτερες αποδοχές από το συνάδελφό του της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, του οποίου ο οργανισμός προσωπικού προβλέπει βραδύτερη υπηρεσιακή και βαθμολογική εξέλιξη. Επομένως, εφόσον οι συνολικές αποδοχές υπαλλήλων της αναιρεσείουσας δεν υπολείπονται εκείνων που καταβάλλονται σε υπαλλήλους της Αγροτικής Τράπεζας, που έχουν αντίστοιχο βαθμό στην υπαλληλική ιεραρχία, τον ίδιο χρόνο υπηρεσίας και ασκούν τα ίδια καθήκοντα, δεν υπάρχει υποχρέωση της αναιρεσείουσας να καταβάλει στους υπαλλήλους της τις ειδικότερες παροχές (επιδόματα ευθύνης, κίνησης, εξυπηρέτησης πελατείας, παραγωγικότητας κ.λπ.) τις οποίες η ΑΤΕ καταβάλλει, για την καλύτερη άσκηση των καθηκόντων των υπαλλήλων της, εξαρτώμενες από την κατεχόμενη θέση ή την πολιτική αμοιβών της, με μόνο το γεγονός, ότι η ΑΤΕ καταβάλλει αυτές σε υπαλλήλους της. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, μεταξύ των άλλων και τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος) προσελήφθη από την εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα) στις 7.2.1985 με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και παρείχε τις υπηρεσίες του στη θέση του Υποδιευθυντή της Διεύθυνσης Αυτοκινήτων της εναγομένης. Στις 7.2.1988 προήχθη στο βαθμό του Διευθυντή και άσκησε τα καθήκοντά του, ως Διευθυντής πλέον, στην ίδια ως άνω Διεύθυνση, έως το έτος 1997, οπότε τοποθετήθηκε στη θέση του Συντονιστή Διευθυντή των Περιφερειακών Μονάδων Αττικής της εναγομένης, έως την 29.7.2003. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στη θέση του Διευθυντή Περιφερειακής Διεύθυνσης Αθήνας, θέση την οποία κατείχε μέχρι την 16.9.2004, οπότε καταργήθηκε η εν λόγω Διεύθυνση. Μετά την κατάργησή της, στα πλαίσια του νέου οργανογράμματος της εναγομένης, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής τοποθετήθηκε ως Υποδιευθυντής Ελεγκτής στη Διεύθυνση Ελέγχου. Από τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας του των μηνών Ιανουαρίου και Απριλίου 2004 προκύπτει ότι ελάμβανε το επίδομα διοικητικών καθηκόντων που αναλογούσε στο βαθμό και τη θέση που κατείχε, ήτοι αυτή του Διευθυντή. Μετά, όμως, την τοποθέτησή του στη θέση του Υποδιευθυντή της Διεύθυνσης Ελέγχου, η εναγομένη δεν του κατέβαλε πλέον το ως άνω επίδομα του βαθμού του Διευθυντή, αλλά αυτό του Υποδιευθυντή, παρόλο που κατείχε οργανικά το βαθμό του Διευθυντή. Με το άρθρο 16 του ισχύοντος κανονισμού εργασίας της εναγομένης, είχε εισαχθεί για το προσωπικό της η ρήτρα εξομοίωσης των αποδοχών τους με τις αποδοχές των εργαζομένων στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Στην παρ. 1 του άρθρου 16 ορίζεται ότι οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές κάθε υπαλλήλου, συνεπεία βαθμολογικών ή μισθολογικών ρυθμίσεων, δεν θα πρέπει να υπολείπονται εκείνων οι οποίες θα χορηγούνται από της υπογραφής του παρόντος στο προσωπικό της ΑΤΕ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, με σαφήνεια, ότι στις "συνολικές μηνιαίες αποδοχές" συμπεριλαμβάνονται και τα πάσης φύσεως επιδόματα τα οποία καταβάλλονται στους υπαλλήλους της ΑΤΕ. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την 119/12.7.2004 υπηρεσιακή εγκύκλιο της ΑΤΕ στους Προϊστάμενους Υποδιευθύνσεων με το βαθμό του Διευθυντή καταβάλλεται επίδομα διοικητικών καθηκόντων (ευθύνης), το οποίο από 1.7.2004 ανέρχονταν στο ποσό των 1.077,67 ευρώ μηνιαίως, από 1.1.2005 στο ποσό των 1.110,46 ευρώ και από 1.9.2005 στο ποσό των 1.141,82 ευρώ. Ο ενάγων κατείχε οργανικά το βαθμό του Διευθυντή.

Συνεπώς, δικαιούτο, εφόσον κατείχε θέση Υποδιευθυντή (προϊσταμένου) σε Υποδιεύθυνση της εναγομένης, όπως είναι η Διεύθυνση Ελέγχου, στην οποία υπηρετούσε, το επίδομα ευθύνης, που αναλογούσε στο βαθμό του Διευθυντή και όχι του Υποδιευθυντή, που του καταβαλλόταν, το οποίο προβλέπεται από τη ίδια ως άνω εγκύκλιο για τους κατέχοντες τον οργανικό βαθμό του Υποδιευθυντή, οι οποίοι ασκούσαν καθήκοντα Προϊσταμένων Υποδιευθύνσεων και το οποίο ανέρχονταν το έτος 2004 στο ποσό των 862,20 ευρώ μηνιαίως, από 1.1.2005 στο ποσό των 888,43 ευρώ και από 1.9.2005 στο ποσό των 913,52 ευρώ και η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα τη διαφορά που προκύπτει από τα ανωτέρω ποσά, και ειδικότερα: για το διάστημα από 10.10.2004 έως 10.11.2004 το ποσό των 215,47 ευρώ, για το διάστημα από 1.4.2005 έως 17.5.2005 το ποσό των 333,04 ευρώ, για το διάστημα από 15.11.2005 έως 31.12.2005 το ποσό των 342,45 ευρώ, για τη διαφορά δώρου Χριστουγέννων 2005 το ποσό των 61,82 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 31.1.2006 το ποσό των 256,50 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.218,28 ευρώ. Περαιτέρω δέχθηκε ότι οι διαφορές μεταξύ του δικαιουμένου και του καταβληθέντος ως άνω επιδόματος, από 215,47, 222,03 και 287,37 ευρώ, αντίστοιχα, δεν προσμετρήθηκαν στο επίδομα αδείας των ετών 2004, 2005, 2006, στα δώρα εορτών των ετών 2004 και 2005, καθώς και στο επίδομα ισολογισμού των ετών 2004 και 2005 και γι' αυτό η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, ως προσαύξηση επιδόματος αδείας για τα έτη 2004 - 2006, συνολικά, το ποσό 2.107,26 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές επιδίκασε στον ενάγοντα τα παραπάνω ποσά. Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο, παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις (288 ΑΚ, 4 παρ. 1 και 2, 2 παρ. 1 του Συντάγματος και 141 της Συνθ. Ε.Κ.), διότι η διατύπωση του Κανονισμού της αναιρεσείουσας, για εξομοίωση των αποδοχών των υπαλλήλων της ΑΤΕ με τους υπαλλήλους, αντίστοιχων βαθμίδων της ιεραρχίας της αναιρεσείουσας, αναφέρεται, σαφώς, στις συνολικές μισθολογικές παροχές των παραπάνω υπαλλήλων, που συνδέονται με βαθμολογικές ή μισθολογικές ρυθμίσεις και την πραγματική άσκηση καθηκόντων και όχι μόνο με την κατεχόμενη θέση ευθύνης και τα συγκεκριμένα επιδόματα, που συνδέονται με αυτήν, εφόσον δε στην απόφαση δεν υπάρχει παραδοχή ότι οι συνολικές αποδοχές του ενάγοντος υπολείπονται εκείνων που καταβάλλονται σε υπαλλήλους της Αγροτικής Τράπεζας, που έχουν αντίστοιχο βαθμό στην υπαλληλική ιεραρχία, τον ίδιο χρόνο υπηρεσίας και ασκούν τα ίδια καθήκοντα, δεν θεμελιώνεται υποχρέωση της αναιρεσείουσας να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο τα παραπάνω ποσά. Επομένως, οι, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, δεύτερος, όγδοος (στο σύνολό τους), και δέκατος (κατά το πρώτο μέρος του) λόγοι αναίρεσης, είναι βάσιμοι, παρελκούσης δε της έρευνας των λοιπών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της που αναφέρεται στην επιδίκαση του παραπάνω επιδόματος, τις, εξαιτίας αυτού, προσαυξήσεις δώρων εορτών, αδείας και επιδόματος ισολογισμού και τη δικαστική δαπάνη, που επιβλήθηκε σε βάρος της αναιρεσείουσας - εκκαλούσας.

Σύ΅φωνα ΅ε το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013 "Αν ο ’ρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, ΅πορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί ΅ε την εκδίκασή της, ιδίως αν, κατά την κρίση του, δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, ο ενάγων εκθέτει ότι, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, είχε το βαθμό του Διευθυντή και ασκούσε καθήκοντα Υποδιευθυντή σε υποδιεύθυνση της αναιρεσείουσας, και ότι με την 119/12.7.2004 υπηρεσιακή εγκύκλιο της ΑΤΕ στους Προϊστάμενους Υποδιευθύνσεων με το βαθμό του Διευθυντή καταβάλλεται επίδομα διοικητικών καθηκόντων (ευθύνης). Με βάση και μόνο αυτά, δίχως δε να αναφέρει σ' αυτήν, τον οργανικό μισθό του, τα επιδόματα που ελάμβανε και γενικά, ότι οι συνολικές αποδοχές, που αναγκαίως συνδέονται με το βαθμό ιεραρχίας και το χρόνο υπηρεσίας του, υπολείπονται των αποδοχών (που και αυτές δεν προσδιορίζει) των κατεχόντων τον οργανικό βαθμό του Υποδιευθυντή της Αγροτικής Τράπεζας, ζητεί την επιδίκαση του παραπάνω επιδόματος ευθύνης, που καταβάλλεται σε Διευθυντή της Αγροτικής Τράπεζας, και τις, εξαιτίας αυτού, προσαυξήσεις δώρων εορτών, αδείας και επιδόματος ισολογισμού. Όμως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η αγωγή δεν είναι νόμιμη, η υπόθεση δεν απαιτεί περαιτέρω έρευνα και, ΅ετά την αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης, πρέπει ο ’ρειος Πάγος να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί με την εκδίκαση της.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 2666/2008 απόφασή του, έκρινε την αγωγή, νόμιμη και στη συνέχεια τη δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της, κατά το αντίστοιχο μέρος της. Κατ' αυτής άσκησε έφεση η αναιρεσείουσα, προβάλλοντας τις σχετικές πλημμέλειες, οι οποίες είναι βάσιμες. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή, κατά το ίδιο μέρος. Ο αναιρεσίβλητος -εφεσίβλητος - ενάγων πρέπει να καταδικαστεί, ως ηττώμενος, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί, την 2447/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Κρατεί την υπόθεση.

Δέχεται, κατ' ουσίαν, την από 29-12-2008 και με αρ. 12082/ 2008 έφεση της αναιρεσείουσας.

Εξαφανίζει την 2666/2008 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το παραπάνω μέρος της.

Απορρίπτει την αγωγή, κατά το ίδιο μέρος. Και

Καταδικάζει τον ενάγοντα - εφεσίβλητο - αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας - εναγομένης - εκκαλούσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2014. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

       Εκτύπωση σελίδας
Πίσω Αρχή Aρχική σελίδα


ΓΡΑΦΕΙΑ: ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 1, ΜΑΡΟΥΣΙ, Τ.Κ. 151 22. ΤΗΛ. 210 3217721, 210 3310096, 210 3240557, FAX: 210 3216671