Απόφαση 680 / 2011 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη:
Αν από την εκτίμηση της αγωγής προκύψει, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του πραγματικούς ισχυρισμούς, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αν και δεν περιλαμβάνονταν στο δικόγραφο αυτής ή αντίθετα, δεν έλαβε υπόψη τέτοιους ισχυρισμούς, αν και περιλαμβανόταν, ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 (και όχι 8) του ΚΠολΔ. Αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα εργαζόμενο ο πλουτισμός του εργοδότη, εξαιτίας της ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας, Θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητά της. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (αρθρ. 219 ΚΠολΔ), αρκεί για την πληρότητά της να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως.
Αριθμός 680/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Nικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Ασπασία Καρέλλου (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Παναγιώτη Κομνηνάκη), Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Απριλίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Β. συζ. Δ. Λ., το γένος Γ. Ζ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ζερδελή.
Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Ζ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Μπήινα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-2-2003 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κοζάνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 226/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 192/2006 μη οριστική και 237/2009 οριστική του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21-4-2010 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 21-3-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί, οι πρώτος, δεύτερος (κατά το πρώτο μέρος του), τρίτος και πέμπτος (κατά το δεύτερο μέρος του) και να απορριφθούν οι υπόλοιποι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ επιτρέπεται αναίρεση όταν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που έκανε δεκτά το δικαστήριο της ουσίας και τα οποία πρέπει, για το παραδεκτό του λόγου αναιρέσεως, να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής. Εξάλλου, το άρθρο 559 ΚΠολΔ, καθορίζει περιοριστικά τους λόγους αναιρέσεως και δεν περιλαμβάνει σ' αυτούς και την εσφαλμένη εκτίμηση δικογράφων, μεταξύ των οποίων και η αγωγή, το δε άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ δεν καθιερώνει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, αλλά επιτρέπει την εξέταση, αν από την εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου διαδικαστικού εγγράφου, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από τους αναφερομένους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ. Έτσι, αν από την εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής προκύψει, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του πραγματικούς ισχυρισμούς, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αν και δεν περιλαμβάνονταν στο δικόγραφο αυτής ή αντίθετα, δεν έλαβε υπόψη τέτοιους ισχυρισμούς, αν και περιλαμβανόταν, ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 (και όχι 8) του ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι το δικαστήριο ή αξίωσε για την εφαρμογή της διατάξεως που εφάρμοσε, περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά τη διάταξη αυτή ή αρκέστηκε σε λιγότερα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 16 παρ. 3 του π.δ. της 27.6/4.7.1932 "περί κωδικοποιήσεως και συμπληρώσεως των περί οκταώρου εργασίας διατάξεων", ο εργοδότης δεν επιτρέπεται ν' απασχολήσει μέσα στην ίδια ημέρα εργάτες ή υπαλλήλους που εργάσθηκαν σε άλλο εργοστάσιο ή σε άλλο τόπο εργασίας καθ' όλο το νόμιμο χρόνο ημερήσιας εργασίας. Μπορεί μόνο ν' απασχολήσει εργάτες που εργάσθηκαν την ίδια ημέρα σε άλλους εργοδότες, επί ολιγότερες ώρες από αυτές που καθορίζει το παραπάνω διάταγμα, αλλά μόνο για το χρόνο που απαιτείται προς συμπλήρωση του νόμιμου ανώτατου ορίου ημερήσιας εργασίας. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 180 του Αστικού Κώδικα, του άρθρου 3 της από 26.2.1975 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας "περί της εφαρμογής των αρχών ίσης αμοιβής αρρένων και θηλέων, αυξήσεως των ημερών αδείας αναπαύσεως των εργατών κ.λπ." και του άρθρου 6 της από 14.2.1984 ομοίας, που δημοσιεύθηκαν νόμιμα και κυρώθηκαν, σαφώς, προκύπτει ότι απαγορεύεται η απασχόληση του μισθωτού την ίδια ημέρα, δηλ. μέσα στο ίδιο 24ωρο, στον ίδιο ή σε άλλον εργοδότη, μετά την παροχή εργασίας του σ' όλο τον νόμιμο ανώτατο χρόνο ημερήσιας απασχόλησης του, για να μην επέρχεται έτσι περαιτέρω καταπόνηση των σωματικών του δυνάμεων και επομένως η σύμβαση εργασίας για την παροχή εργασίας, πέρα από το νόμιμο ωράριο, αφού είναι αντίθετη με απαγορευτική διάταξη νόμου, είναι άκυρη, η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη και εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από την αιτία. Τέτοια έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, εξαιτίας απαγορευτικής διατάξεως νόμου. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα εργαζόμενο ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου εργοδότη, εξαιτίας της ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (αρθρ. 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως αυτής από τη σύμβαση εργασίας, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσεως να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο, διότι στην τελευταία περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση εργασίας κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της συμβάσεως για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ' ένσταση του εναγομένου εργοδότη, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και πληρούται έτσι ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσεως της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον εργαζόμενο του λόγου ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας που διαγνώστηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος, κατά την εξέταση της ως άνω επικουρικής βάσεως (Ολ.ΑΠ.22/2003), επιβάλλεται όμως, με ποινή το απαράδεκτο, για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσεως, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της, από 28-2-2003, αγωγής, προκύπτει ότι ο αναιρεσίβλητος - ενάγων επικαλείται με αυτήν, ότι το Μάιο του 1996 προσλήφθηκε από την αναιρεσείουσα - εναγόμενη, που διατηρεί κατάστημα πώλησης Κουζινών - παιδικών επίπλων και συναφών ξυλοκατασκευών στην ..., με άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως τεχνίτης ξυλουργός, αντί του μηνιαίου μισθού των 200.000 δραχμών δηλαδή 586,94 ευρώ. Ότι παρείχε την εργασία του επί σαράντα ώρες την εβδομάδα σε ημερήσια βάση, μη εξαιρουμένων των αργιών και εορτών, ανάλογα και με το ωράριό του στην ΔΕΗ και μάλιστα με το σύστημα της εναλλασσόμενης βάρδιας. Ότι η εναγόμενη, αν και αποδέχθηκε την εργασία του, δεν του κατέβαλε τις αποδοχές του μέχρι τον Νοέμβριο του 2002, οπότε και αποχώρησε από τη δουλειά, ούτε και την αναλογία των επιδομάτων αδείας και δώρου εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα για τα έτη 1998 έως 2002. Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενος τη σύμβασή του, άλλως, τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (δίχως όμως την επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας), ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 41.940,33 ευρώ νομιμοτόκως. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 226/2004 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, με την οποία, αφού κρίθηκε νόμιμη και η επικουρική βάση της αγωγής του αδικαιολόγητου πλουτισμού (πλην όμως, λόγω της επικουρικότητας της, δεν ερευνήθηκε στην ουσία), υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το αιτηθέν ποσό, δυνάμει της εργασιακής σύμβασης, που τους συνέδεε. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση η εναγομένη και το εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, με βάση τα παραπάνω, έκρινε ως ορισμένη την αγωγή και κατά την επικουρική της βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεχόμενο ότι η αγωγή περιείχε και την επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας και συνεπώς ήταν ορισμένη. Στη συνέχεια δέχθηκε, ότι με σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων τον Μάιο του έτους 1996 η εναγομένη προσέλαβε τον ενάγοντα για να απασχοληθεί ως τεχνίτης ξυλουργός στην ως άνω επιχείρησή της, αντί του μηνιαίου συμφωνημένου μισθού των 200.000 δραχμών, ότι παρείχε την εργασία του επί σαράντα ώρες την εβδομάδα σε ημερήσια βάση, σε ώρες που δεν απασχολούνταν στην άλλη του εργασία, ως υπάλληλος της ΔΕΗ, πλην όμως η απασχόληση του ενάγοντος στην επιχείρηση της εναγομένης πραγματοποιείτο καθ' υπέρβαση του νομίμου χρόνου ημερήσιας εργασίας του στην ΔΕΗ και, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 3 Π.Δ 27/6/4.7.1932 "περί κωδικοποιήσεως και συμπληρώσεως των περί οκταώρου εργασίας διατάξεων", των άρθρων 3, 174, 180 Α.Κ., του άρθρου 6 της από 14-2-1984 ομοίας, η σύμβαση εργασίας που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων είναι άκυρη και συνεπώς οι επί της βάσεως αυτής θεμελιούμενες αξιώσεις του είναι απορριπτέες. Στη συνέχεια δέχθηκε, κατ' ουσία, την επικουρική βάση της αγωγής, επιδίκασε δε στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 41.940,33 ευρώ. Με την κρίση του όμως αυτή το εφετείο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και ειδικότερα δέχθηκε ότι ο ενάγων με την αγωγή του επικαλέστηκε την ακυρότητα της συμβάσεως εργασίας, δίχως να γίνεται τέτοια επίκληση. Κατ' ακολουθίαν ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι, αληθώς, από το άρθρο 559 αριθ.1 (και όχι 8 και 14) ΚΠολΔ, πλημμέλειες είναι βάσιμος. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή του παραπάνω λόγου αναίρεσης, από το άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ως βάσιμου, παρελκούσης δε της έρευνας των λοιπών, ν' αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο Δικαστήριο, που την εξέδωσε, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθ. 580 § 3 ΚΠολΔ), και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 237/2009 απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο, ως άνω, Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 2011. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Μαΐου 2011.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
