ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
"ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ & ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ"

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑΤΟΣ "ΝΟΜΟΙ - NOMOI Π.Δ."
Πίσω Aρχική σελίδα

 ΘΕΜΑ:  
ΝΟΜΟΣ 3259/2004 (ΦΕΚ Α΄ 149/4.8.2004)

Περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, ρύθμιση ληξιπρόθεσμων χρεών και άλλες διατάξεις

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΠΕΡΑΙΩΣΗ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

αρθρο 1 - Εισαγωγή

Με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου καθορίζεται προαιρετικός, ειδικός τρόπος επίλυσης των φορολογικών διαφορών που προκύπτουν από τις ανέλεγκτες φορολογικές υποθέσεις, με σκοπό την περαίωση τους.

αρθρο 2 - Βασικές έννοιες

Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου οι παρακάτω όροι νοούνται ως εξής:

1. Μοναδικός Συντελεστής Καθαρών Κερδών (Μ.Σ.Κ.Κ.):

θεωρείται ο συντελεστής καθαρού κέρδους που προβλέπεται από τους οικείους πίνακες ή ο μέσος όρος των συντελεστών της κατηγορίας του Πίνακα στην οποία εντάσσεται ο επιτηδευματίας εφόσον δεν προβλέπεται γι΄ αυτόν μοναδικός συντελεστής. Προκειμένου για επιχειρήσεις που εφαρμόζουν περισσότερους του ενός Μ.Σ.Κ.Κ., ως μοναδικός συντελεστής θα λαμβάνεται ο μέσος σταθμικός συντελεστής που προκύπτει από τη διαίρεση των συνολικών καθαρών κερδών που προκύπτουν με την εφαρμογή των Μ.Σ.Κ.Κ. κατά κατηγορία εσόδου δια των συνολικά δηλωθέντων ακαθάριστων εσόδων της κάθε χρήσης, ανεξάρτητα αν πρόκειται για αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις ή μικτές.

2. Δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα:

Θεωρούνται αυτά που προκύπτουν από το έντυπο Ε3 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος μετά την αφαίρεση:

α) Εσόδων από συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις.

β) Εσόδων από μισθώματα ακινήτων.

Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, ως δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα θεωρούνται αυτά που έχουν προσδιοριστεί με την πρωτόδικη απόφαση.

3. Αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη:

α) Η διαφορά μεταξύ των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων και αυτών που έχουν προσδιοριστεί με Έκθεση Ελέγχου Φόρου Εισοδήματος ή με το Ειδικό Σημείωμα Ελέγχου της Απόφασης του Υπουργού Οικονομικών 1144/98, εφόσον έχουν κοινοποιηθεί στην επιχείρηση μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης του παρόντος και δεν έχει υπογραφεί Διοικητική Επίλυση Διαφοράς.

β) Όταν δεν έχει κοινοποιηθεί στην επιχείρηση έκθεση ελέγχου φόρου Εισοδήματος ή Σημείωμα της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ. 1144/98, το συγκεκριμένο ποσό που προκύπτει από Έκθεση Ελέγχου Κ.Β.Σ. ή Απόφαση Επιβολής Προστίμου Κ.Β.Σ. ή Δελτίο Πληροφοριών της αρμόδιας ή άλλης Δ.Ο.Υ. ή του Σ.Δ.Ο.Ε. ή άλλης αρχής και αφορά:

αα) την απόκρυψη ποσού εσόδων ή αγορών (εμπορεύσιμων ή πάγιων περιουσιακών στοιχείων), από παράλειψη έκδοσης ή λήψης φορολογικού στοιχείου,

ββ) την απόκρυψη ποσού εσόδων ή αγορών από έκδοση ή λήψη ανακριβούς ως προς την αξία φορολογικού στοιχείου,

γγ) την έκδοση πλαστού ή εικονικού φορολογικού στοιχείου ή τη λήψη εικονικού φορολογικού στοιχείου για πώληση, αγορά ή δαπάνη.

Όταν για κάποια από τις πιο πάνω περιπτώσεις απόκρυψης έχει διενεργηθεί ήδη Προσωρινός Έλεγχος Φ.Π.Α. και έχει εκδοθεί Φύλλο Ελέγχου για το οποίο έχει υπογραφεί Διοικητική Επίλυση Διαφοράς, τότε για τις ανάγκες του παρόντος κεφαλαίου η περίπτωση αυτή θεωρείται μόνο ως παράβαση Κ.Β.Σ. σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση 5.

4. Δηλούμενα καθαρά κέρδη:

Είναι αυτά που προκύπτουν από το έντυπο Ε1 ή Ε5 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για τις επιχειρήσεις που τηρούν Βιβλία Α΄ και Β΄ Κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, π.δ. 186/1992, για δε τους τηρούντες Βιβλία Γ΄ Κατηγορίας είναι τα καθαρά κέρδη του ισολογισμού, όπως διαμορφώθηκαν μετά τη φορολογική τους αναμόρφωση στη δήλωση φόρου εισοδήματος.

Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, θεωρούνται αυτά που έχουν προσδιοριστεί με την πρωτόδικη απόφαση.

5. Παραβάσεις Κ.Β.Σ. που επαυξάνουν το συντελεστή φόρου:

α) Μη τήρηση ή μη διαφύλαξη οποιουδήποτε θεωρημένου βιβλίου Κ.Β.Σ. είτε βασικού είτε πρόσθετου.

β) Μη επίδειξη των θεωρημένων Βιβλίων στον Τακτικό ή Προληπτικό Έλεγχο.

γ) Ανακριβής τήρηση Βιβλίων ως προς τα έσοδα ή μη καταχώρηση εσόδων.

δ) Ανακριβής τήρηση Βιβλίων ως προς τις Αγορές ή μη καταχώρηση αγορών.

ε) Ανακριβής τήρηση Πρόσθετων Βιβλίων ή μη καταχώρηση δεδομένων που επηρεάζουν τα έσοδα ή τις αγορές.

στ) Τήρηση Βιβλίων κατώτερης της προβλεπόμενης από τον Κ.Β.Σ. Κατηγορίας.

ζ) Ανακρίβεια Απογραφής ως προς την ποσότητα ή την αξία.

η) Μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση στοιχείου του Κ.Β.Σ. ή υπουργικών αποφάσεων.

θ) Έκδοση αθεώρητου στοιχείου Κ.Β.Σ. μη καταχωρημένου στα Βιβλία.

ι) Μη διαφύλαξη εκδοθέντος ή ληφθέντος φορολογικού στοιχείου.

ία) Έκδοση πλαστού ή εικονικού φορολογικού στοιχείου ή νόθευση φορολογικού στοιχείου.

ιβ) Λήψη εικονικού φορολογικού στοιχείου.

ιγ) Καταχώρηση στα Βιβλία ανύπαρκτων αγορών ή εξόδων.

ιδ) Έκδοση ή σήμανση στοιχείου από μη νόμιμο φορολογικό μηχανισμό μη καταχωρημένου στα Βιβλία.

ιε) Μη αναγραφή του είδους των αγαθών.

ιστ) Μη σύνταξη Απογραφής ή Ισολογισμού.

αρθρο 3 - Υπαγόμενες υποθέσεις

Στη ρύθμιση που καθορίζεται με τα άρθρα 1 έως και 11 υπάγονται οι εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων επιτηδευματιών οι οποίες αφορούν διαχειριστικές περιόδους που έκλεισαν μέχρι και τις 31.12.2002.

Για την υπαγωγή στη ρύθμιση ως εκκρεμείς υποθέσεις νοούνται εκείνες που, μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης του παρόντος :

α) Δεν έχει αρχίσει ο έλεγχος ή έχει αρχίσει και δεν έχει περατωθεί.

β) Έχει εκδοθεί Φύλλο Ελέγχου ή Πράξη Αποτελεσμάτων, αλλά δεν έχει οριστικοποιηθεί.

γ) Εκκρεμούν στα Διοικητικά Δικαστήρια Α΄ και Β΄ Βαθμού δικαιοδοσίας και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου.

αρθρο 4 - Εξαιρούμενες υποθέσεις

Από τις υποθέσεις του προηγούμενου άρθρου εξαιρούνται και δεν υπάγονται στη ρύθμιση:

α) Οι υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2003 εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος ή εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις.

β) Οι υποθέσεις επιτηδευματιών φυσικών προσώπων με εισοδήματα από γεωργικές επιχειρήσεις για τις οποίες είτε δεν έχουν τηρηθεί βιβλία είτε έχουν τηρηθεί βιβλία του Κ.Β.Σ., αλλά κατηγορίας κατώτερης της τρίτης και μόνον όσον αφορά τα συγκεκριμένα εισοδήματα.

γ) Οι υποθέσεις για τις οποίες έχει υποβληθεί συμπληρωματική δήλωση σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2753/1999, με εξαίρεση τις ανέλεγκτες προηγούμενες ή επόμενες χρήσεις αυτών.

δ) Από κάθε υπόθεση, η ανέλεγκτη χρήση στην οποία τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα είναι μεγαλύτερα του ποσού των τριών (3) δισ. δρχ. ή οκτώ εκατομμυρίων οκτακοσίων τεσσάρων χιλιάδων (8.804.000) ευρώ και όλες οι επόμενες αυτής χρήσεις.

ε) Οι ανέλεγκτες υποθέσεις για τις οποίες υπάρχουν κατασχεμένα ανεπίσημα βιβλία ή στοιχεία, εκτός αν αυτά έχουν τύχει επεξεργασίας και έχουν εκδοθεί πράξεις επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ., οι οποίες είτε έχουν κοινοποιηθεί είτε θα κοινοποιηθούν μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κατάθεση του παρόντος.

στ) Οι υποθέσεις φορολογίας πλοίων, ακίνητης περιουσίας, μεγάλης ακίνητης περιουσίας, μεταβίβασης ακινήτων και κληρονομιών - δωρεών - προικών - γονικών παροχών.

ζ) Οι υποθέσεις που αφορούν επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.

αρθρο 5 - Προϋποθέσεις και αποτελέσματα περαίωσης

Η κατά τις παρούσες διατάξεις περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων γίνεται με τους πιο κάτω όρους και προϋποθέσεις:

1. Περαιώνεται υποχρεωτικά η πρώτη κατά σειρά ανέλεγκτη και οι συνεχόμενες με αυτή ανέλεγκτες υποθέσεις που υπάγονται στη ρύθμιση του νόμου αυτού.

2. Περαιώνονται υποχρεωτικά όλες οι υπαγόμενες στη ρύθμιση ανέλεγκτες υποθέσεις, μη επιτρεπομένης της περαίωσης ορισμένων από αυτές.

3. Μαζί με την περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων φόρου εισοδήματος και λοιπών φορολογιών, ο επιτηδευματίας πρέπει να αποδεχθεί και την περαίωση των εκκρεμών Πράξεων Προστίμων Κ.Β.Σ. που αφορούν τις υποθέσεις αυτές σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8.

4. Ο ενδιαφερόμενος αποδέχεται τη βεβαίωση και καταβολή της συνολικής οφειλής φόρου που προκύπτει από το ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ του άρθρου 9, χωρίς να συμψηφίζεται ή να εκπίπτεται ο φόρος που βεβαιώθηκε με βάση τις οικείες δηλώσεις που υποβλήθηκαν ή τα ποσά κύριου και πρόσθετου φόρου που βεβαιώθηκαν με βάση Απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Απεναντίας συμψηφίζεται το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της διαφοράς κύριου και πρόσθετου φόρου που τυχόν έχει βεβαιωθεί σε περίπτωση άσκησης προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου.

5. Με την υπογραφή της προβλεπόμενης από την παράγραφο 4 του άρθρου 9 πράξης, καταβάλλεται υποχρεωτικά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) της συνολικής οφειλής φόρου εισοδήματος, Φ.Π.Α. και προστίμων Κ.Β.Σ. που περαιώνονται με τις παρούσες διατάξεις.

6. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στο Δημόσιο κατ΄ εφαρμογή του νόμου αυτού δεν αναζητούνται ούτε συμψηφίζονται πλην της περίπτωσης εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του ν. 2238/1994.

αρθρο 6 - Περαίωση υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος

1. Η περαίωση καθεμιάς ανέλεγκτης υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος πραγματοποιείται με τη βεβαίωση φόρου επιπλέον εκείνου που τυχόν βεβαιώθηκε με βάση τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος που υποβλήθηκε. Ο επιπλέον αυτός φόρος υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων.

2. Προκειμένου για επιτηδευματία που δεν τήρησε βιβλία ή τήρησε βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. το ποσό του βεβαιωτέου φόρου υπολογίζεται ως εξής:

Τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται με συντελεστή λογιστικών διαφορών δύο τοις εκατό (2%). Το ποσό αυτό των λογιστικών διαφορών προσαυξάνεται με τη θετική διαφορά που προκύπτει μεταξύ των προσδιοριζόμενων εξωλογιστικά καθαρών κερδών με τη χρήση του μοναδικού συντελεστή καθαρού κέρδους και των δηλούμενων καθαρών κερδών. Αν τα δηλούμενα καθαρά κέρδη είναι μεγαλύτερα των εξωλογιστικών καθαρών κερδών, η διαφορά αυτών μειώνει το ποσό των λογιστικών διαφορών. Στο τελικό ποσό που προκύπτει από τους ως άνω υπολογισμούς επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%).

Εάν από τον παραπάνω υπολογισμό δεν προκύπτει φόρος ή προκύπτει:

α) Ποσό μικρότερο από διακόσια (200) ευρώ για επιτηδευματία που δεν τήρησε βιβλία ή τήρησε βιβλία πρώτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του βεβαιωτέου φόρου ορίζεται στα διακόσια (200) ευρώ.

β) Ποσό μικρότερο των τριακοσίων (300) ευρώ για ελεύθερο επαγγελματία, όπως η έννοια αυτού καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 2238/1994, το ποσό του βεβαιωτέου φόρου ορίζεται στα τριακόσια (300) ευρώ.

γ) Ποσό μικρότερο από πεντακόσια (500) ευρώ για κάθε άλλο επιτηδευματία που τήρησε βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του βεβαιωτέου φόρου ορίζεται στα πεντακόσια (500) ευρώ.

3. Προκειμένου για επιτηδευματία που τήρησε βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. το ποσό του βεβαιωτέου φόρου υπολογίζεται ως εξής:

Τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται με συντελεστή λογιστικών διαφορών δύο τοις εκατό (2%). Το ποσό αυτό των λογιστικών διαφορών προσαυξάνεται με τη θετική διαφορά που προκύπτει μεταξύ των προσδιοριζόμενων εξωλογιστικά καθαρών κερδών με τη χρήση του μοναδικού συντελεστή καθαρού κέρδους μειωμένου κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) και των δηλούμενων καθαρών κερδών. Αν τα δηλούμενα καθαρά κέρδη είναι μεγαλύτερα των εξωλογιστικών καθαρών κερδών, η διαφορά αυτών μειώνει το ποσό των λογιστικών διαφορών. Στο τελικό ποσό που προκύπτει από τους ως άνω υπολογισμούς επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), για όλες τις περιπτώσεις, εκτός Α.Ε. και Ε.Π.Ε. στις οποίες επιβάλλεται φόρος με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%).

Το ποσό του φόρου που προκύπτει από τον παραπάνω υπολογισμό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από δύο τοις χιλίοις (2%ο) του ποσού των ακαθάριστων εσόδων συνολικά (δηλωθέντων και τυχόν αποκρυβέντων).

4. Για τον υπολογισμό του ποσού του βεβαιωτέου φόρου, στην περίπτωση που υπάρχει Απόφαση Επιβολής Προστίμου Κ.Β.Σ. ή Έκθεση Ελέγχου Κ.Β.Σ. από την οποία προκύπτει απόκρυψη ακαθάριστων εσόδων συγκεκριμένου ύψους ή Δελτίο Πληροφοριών για έκδοση πλαστών ή εικονικών στοιχείων ή λήψη εικονικών στοιχείων με συγκεκριμένα ποσά απόκρυψης, τα ποσά αυτά προσαυξάνουν τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα του οικονομικού έτους που αφορούν και ο συντελεστής υπολογισμού του φόρου γίνεται:

α) Είκοσι οκτώ τοις εκατό (28%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και είκοσι τρία τοις εκατό (23%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν τα αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα είναι μέχρι πέντε τοις εκατό (5%) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων.

β) Τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε και τριάντα τοις εκατό (30%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν τα αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα είναι πάνω από το πέντε τοις εκατό (5%) και μέχρι το δέκα τοις εκατό (10%) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων.

γ) Σαράντα πέντε τοις εκατό (45%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και σαράντα τοις εκατό (40%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν τα αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα είναι πάνω από το δέκα τοις εκατό (10%) και μέχρι το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων.

δ) Πενήντα δύο τοις εκατό (52%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και σαράντα εφτά τοις εκατό (47%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν τα αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα είναι πάνω από το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) και μέχρι το είκοσι τοις εκατό (20%) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων.

ε) Εξήντα τοις εκατό (60%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν τα αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα είναι πάνω από το είκοσι τοις εκατό (20%) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων.

στ) Είκοσι οκτώ τοις εκατό (28%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και είκοσι τρία τοις εκατό (23%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις που υπάρχει κάποια από τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 πλην όμως δεν προσδιορίζεται το ύψος της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης.

Για την εφαρμογή των προηγούμενων περιπτώσεων λαμβάνονται υπόψη οι παραβάσεις του Κ.Β.Σ. οι οποίες:

α) έχουν οριστικοποιηθεί, β) εκκρεμούν για διοικητική επίλυση της διαφοράς στη Δ.Ο.Υ. ή στα Διοικητικά Δικαστήρια Α΄ και Β΄ βαθμού δικαιοδοσίας και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, γ) προκύπτουν από Έκθεση Ελέγχου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή άλλης Δ.Ο.Υ. ή του Σ.Δ.Ο.Ε. και δεν έχει εκδοθεί ή έχει εκδοθεί και δεν έχει κοινοποιηθεί η σχετική απόφαση επιβολής προστίμου, δ) προκύπτουν αναμφισβήτητα από δελτίο πληροφοριών ή άλλο έγγραφο στοιχείο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή άλλης Δ.Ο.Υ. ή του Σ.Δ.Ο.Ε. ή άλλης αρχής ή από την αντιπαραβολή των δεδομένων έγγραφων στοιχείων της Γ.Γ.Π.Σ. με τα αντίστοιχα δεδομένα της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή των εντύπων που τη συνοδεύουν, αλλά δεν έχει ακόμη συνταχθεί η σχετική έκθεση ελέγχου. Για τις περιπτώσεις του εδαφίου αυτού (δ΄) πριν από την περαίωση της υπόθεσης θα συντάσσεται σχετική Πράξη Προστίμου, ώστε να περαιώνεται αυτή ταυτόχρονα με την υπόθεση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8.

5. Το ποσό του οφειλόμενου φόρου στην περίπτωση που δεν υπάρχει παράβαση Κ.Β.Σ. ή Αποκρυβείσα Φορολογητέα Ύλη δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) των ακαθάριστων εσόδων, τηρουμένων σε κάθε περίπτωση των κατώτατων ορίων των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

6. Η ζημιά που τυχόν περιλαμβάνεται σε κάθε περαιούμενη ανέλεγκτη υπόθεση φορολογίας εισοδήματος συμψηφίζεται με το ποσό των λογιστικών διαφορών που υπολογίζεται κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους του παρόντος και το τυχόν ακάλυπτο ποσό αυτής δεν μεταφέρεται για συμψηφισμό με τα θετικά εισοδήματα των επόμενων ετών σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

Στις περιπτώσεις αυτές επιβάλλεται το ελάχιστο ποσό βεβαιωτέου φόρου σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού.

αρθρο 7 - Περαίωση υποθέσεων λοιπών φορολογικών αντικειμένων

1. Η περαίωση καθεμιάς ανέλεγκτης υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος συνεπάγεται αυτοδίκαια και την περαίωση ως ειλικρινών των ανέλεγκτων υποθέσεων των λοιπών φορολογικών αντικειμένων.

2. Για την περαίωση κάθε ανέλεγκτης υπόθεσης Φ.Π.Α. εξετάζεται:

α) Εάν σε κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις υφίσταται περίπτωση επαύξησης των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 6, επί των επιπλέον ακαθάριστων εσόδων υπολογίζεται Φ.Π.Α. με την εφαρμογή ως συντελεστή του μέσου σταθμικού που προκύπτει από τη σχέση συνολικών φορολογητέων εκροών προς συνολικό φόρο της εκκαθαριστικής δήλωσης στη συγκεκριμένη χρήση, προσαυξημένου κατά είκοσι τοις εκατό (20%).

β) Εάν το πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. έχει επαναπροσδιοριστεί είτε στην τελευταία κλεισμένη χρήση μετά από οριστικό έλεγχο είτε σε κάποια από τις ανέλεγκτες μετά από προσωρινό έλεγχο χωρίς να έχει γίνει αντίστοιχη αναπροσαρμογή στις περιοδικές ή την εκκαθαριστική δήλωση, η διαφορά πιστωτικού υπολοίπου προσαυξάνει την οφειλή του Φ.Π.Α. της χρήσης αυτής.

3. Εάν δεν έχει αποδοθεί ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας με έκτακτη δήλωση από επιτηδευματίες φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι απαλλασσόμενα ή εκτός πεδίου εφαρμογής Φ.Π.Α., ο οποίος προκύπτει από Δελτίο Πληροφοριών ή άλλο έγγραφο ημεδαπής ή αλλοδαπής αρχής, τότε αυτός προσαυξάνει την οφειλή Φ.Π.Α. της χρήσης αυτής.

αρθρο 8 - Περαίωση παραβάσεων του Κ.Β.Σ.

1. Απαραίτητη προϋπόθεση για την περαίωση κάθε υπόθεσης είναι η ταυτόχρονη περαίωση και των πράξεων επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. που αφορούν την υπόθεση αυτή και εκκρεμούν στη Δ.Ο.Υ. ή ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων Α΄ ή Β΄ Βαθμού δικαιοδοσίας και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου.

2. Οι εκκρεμείς αυτές πράξεις προστίμου περαιώνονται με περιορισμό στο ένα τέταρτο (1/4) οποιουδήποτε επιβληθέντος προστίμου.

3. Με την κατά το παρόν άρθρο περαίωση συντάσσεται επί της Απόφασης Επιβολής Προστίμου Κ.Β.Σ. σχετική πράξη Διοικητικής Επίλυσης της Διαφοράς υπογραφόμενη από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. και τον επιτηδευματία. Η υπογραφή της πράξης αυτής επιφέρει κατάργηση της τυχόν εκκρεμούς φορολογικής δίκης, για την επέλευση δε του αποτελέσματος αυτού αρκεί η προσαγωγή στο Διοικητικό Δικαστήριο προ ή κατά τη δικάσιμο απλού αντιγράφου της παραπάνω απόφασης από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή επικυρωμένου αντιγράφου από τον επιτηδευματία.

αρθρο 9 - Διαδικασία περαίωσης

1. Για την υλοποίηση της περαίωσης των εκκρεμών υποθέσεων ο προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, συντάσσει Απογραφικό Δελτίο στο οποίο περιέρχονται όλα τα κατά περίπτωση αναγκαία δεδομένα για την εφαρμογή του παρόντος νόμου. Στη συνέχεια με βάση τα δεδομένα αυτού του σημειώματος εκδίδεται εις διπλούν Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα, το οποίο περιέχει για καθεμία υπόθεση και τα ακόλουθα στοιχεία:

α) την αρμόδια Δ.Ο.Υ. και τον κωδικό της Δ.Ο.Υ. στην οποία υπεβλήθη η τελευταία ανέλεγκτη χρήση,

β) τα οικονομικά έτη που εκκρεμούν,

γ) τη νομική μορφή της επιχείρησης και την κατηγορία βιβλίων,

δ) τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα,

ε) την αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη ή άλλη παράβαση Κ.Β.Σ. από τις αναφερόμενες στην περίπτωση 5 του άρθρου 2,

στ) τα δηλούμενα καθαρά κέρδη,

ζ) τον προβλεπόμενο μοναδικό Σ.Κ.Κ.,

η) το μέσο σταθμικό Συντελεστή Φ.Π.Α.,

θ) τη βάση υπολογισμού του φόρου,

ι) το Συντελεστή του φόρου περαίωσης,

ια) το ποσό του φόρου περαίωσης,

ιβ) τη διαφορά του Φ.Π.Α. με βάση την αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη,

ιγ) τη διαφορά του Φ.Π.Α. από τυχόν επαναπροσδιορισμό του Πιστωτικού Υπολοίπου ή τον μη αποδοθέντα Φ.Π.Α. (παράγραφος 3 άρθρου 7),

ιδ) το σύνολο του φόρου περαίωσης κατά χρήση και το σύνολο της οφειλής,

ιε) το ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) της συνολικής οφειλής που πρέπει να καταβληθεί με την υπογραφή της πράξης περαίωσης.

2. Εάν μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ανέλεγκτης χρήσης παρεμβάλλονται περισσότερες από μία Δ.Ο.Υ., το ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ εκδίδεται από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για την τελευταία ανέλεγκτη χρήση. Σε αυτήν αποστέλλεται από τις άλλες Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδιες για τις προηγούμενες χρήσεις σχετικό ΑΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ μαζί με αντίγραφο τυχόν εκκρεμούς Πράξης Επιβολής Προστίμου Κ.Β.Σ. που αφορά τη χρήση αυτή.

3. Το ένα αντίτυπο του Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος αποστέλλεται ταχυδρομικώς στον επιτηδευματία και το άλλο παραμένει στην αρμόδια για την τελευταία ανέλεγκτη χρήση Δ.Ο.Υ. που αναγράφεται σε αυτό. Κατ΄ εξαίρεση στον προϊστάμενο της ίδιας Δ.Ο.Υ. παραμένουν και τα δύο αντίτυπα του Σημειώματος αυτού προκειμένου για επιτηδευματία φυσικό πρόσωπο ή επιτηδευματία μη φυσικό πρόσωπο που μέχρι και το έτος 2002 είχε διακόψει τις εργασίες του ή είχε λυθεί κατά περίπτωση.

4. Ο επιτηδευματίας, εφόσον επιθυμεί να περαιώσει τις ανέλεγκτες υποθέσεις του, προσέρχεται στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που αναγράφεται στο Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα, συμπληρώνει τις οικείες ενδείξεις και επί του Σημειώματος αυτού συντάσσεται σχετική πράξη, η οποία υπογράφεται από τον ίδιο και τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ.. Κατά την υπογραφή της πράξης καταβάλλεται υποχρεωτικώς το δέκα τοις εκατό (10%) του οφειλόμενου φόρου εισοδήματος, Φ.Π.Α. και τυχόν προστίμου Κ.Β.Σ.. Η υπογραφή από τον επιτηδευματία αυτής της πράξης συνεπάγεται την ανεπιφύλακτη και αμετάκλητη αποδοχή του περιεχομένου του Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος, καθώς και όλων όσα ορίζονται με τον παρόντα νόμο σχετικά με την περαίωση των παραπάνω υποθέσεων του. Η κατά τα παραπάνω προθεσμία προσέλευσης και υπογραφής δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος.

Σε περίπτωση που δεν παραλήφθηκε αυτό ταχυδρομικά η προθεσμία προσέλευσης και υπογραφής δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από χρονικό διάστημα δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση του επί αποδείξει.

5. Η αποδοχή από τον επιτηδευματία του Εκκαθαριστικού Σημειώματος συνεπάγεται την αυτόματη περαίωση όλων των δηλώσεων εισοδήματος και λοιπών φόρων που αφορούν τις χρήσεις αυτές και επιφέρει όλα τα αποτελέσματα της Διοικητικής Επίλυσης της Διαφοράς, τα δε καταβληθέντα στο Δημόσιο χρηματικά ποσά κατ΄ εφαρμογή της ρύθμισης αυτής δεν αναζητούνται.

Κατ΄ εξαίρεση των αναφερομένων στο προηγούμενο εδάφιο, σε περίπτωση που μετά την υπογραφή από τον επιτηδευματία της πράξης αποδοχής του Εκκαθαριστικού Σημειώματος περιέλθουν σε γνώση του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. νέα στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του ν. 2238/1994, εκδίδεται σύμφωνα με αυτά συμπληρωματικό φύλλο ελέγχου και συμψηφίζεται ο καταβληθείς φόρος εισοδήματος και Φ.Π.Α..

6. Ο επιτηδευματίας του οποίου υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων και δεν έχει συζητηθεί στο ακροατήριο, του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, εάν επιθυμεί την περαίωση της μαζί με όλες τις επόμενες ανέλεγκτες χρήσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, θα πρέπει να υποβάλει το αργότερο μέσα σε διάστημα δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου αίτηση στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για την υπόθεση που εκκρεμεί στο Δικαστήριο, με την οποία θα ζητεί την έκδοση σχετικού ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ, προσκομίζοντας ταυτόχρονα Βεβαίωση από το αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο ότι η υπόθεση του δεν έχει ακόμη συζητηθεί στο ακροατήριο.

Εάν αρμόδια Δ.Ο.Υ. για την έκδοση του ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ είναι διαφορετική από εκείνη στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση, η τελευταία διαβιβάζει την αίτηση μαζί με τη βεβαίωση του Δικαστηρίου και το σχετικό Απογραφικό Δελτίο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. για την έκδοση του ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ. Επίσης διαβιβάζεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ταυτόχρονα και αντίγραφο τυχόν εκκρεμών πράξεων επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ.. Για την υπογραφή της σχετικής πράξης αποδοχής ισχύει το αναφερόμενο στην παράγραφο 4 χρονικό διάστημα.

7. Ο επιτηδευματίας φυσικό πρόσωπο του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου που επιθυμεί να περαιώσει τις ανέλεγκτες υποθέσεις του προσέρχεται το αργότερο μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την κατάθεση του παρόντος νόμου στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ όπου βρίσκεται το Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα που τον αφορά και ακολουθείται η διαδικασία της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού. Προκειμένου για επιτηδευματία μη φυσικό πρόσωπο του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, η περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων του μπορεί να ζητηθεί από οποιοδήποτε μέλος ή εταίρο ή διευθύνοντα ή εντεταλμένο σύμβουλο ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου του κατά περίπτωση, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου. Σε αυτήν την περίπτωση το μέλος ή ο εταίρος ή ο διευθύνων ή ο εντεταλμένος σύμβουλος ή το μέλος του διοικητικού συμβουλίου αναλαμβάνει και όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την κατά τον παρόντα νόμο περαίωση των υποθέσεων, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την εξάλειψη των συναφών υποχρεώσεων των άλλων συνυποχρέων.

8. Το Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα αμέσως μετά τη σύνταξη επ΄ αυτού της σχετικής πράξης και την υπογραφή της καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο, στο οποίο αναγράφονται ο αύξων αριθμός, το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία του επιτηδευματία, ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.), το επάγγελμα, η διεύθυνση του, τα περαιούμενα οικονομικά έτη και τα ποσά των φόρων ανά Κωδικό Αριθμό.

αρθρο 10 - Βεβαίωση των φόρων

1. Ο φόρος εισοδήματος, τα πρόστιμα του Κ.Β.Σ. και οι λοιποί φόροι, τέλη και γενικά οι λοιπές φορολογικές υποχρεώσεις που προκύπτουν με βάση τις διατάξεις του παρόντος νόμου βεβαιώνονται στο όνομα του υπόχρεου. Κατ΄ εξαίρεση, στην περίπτωση που η περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων επιτηδευματία μη φυσικού προσώπου ζητήθηκε με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 9 από το μέλος ή τον εταίρο του ή τον διευθύνοντα ή τον εντεταλμένο σύμβουλο ή το μέλος του διοικητικού συμβουλίου του, ο φόρος εισοδήματος, ο φόρος προστιθέμενης αξίας, οι πρόσθετοι φόροι και τα πρόστιμα βεβαιώνονται στο όνομα του προσώπου το οποίο υπέγραψε την προβλεπόμενη από το ίδιο άρθρο πράξη.

2. Η βεβαίωση ενεργείται από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που έχει εκδώσει το ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ, τόσο για το σύνολο της οφειλής που προκύπτει απ΄ αυτό, όσο και για τα πρόστιμα του Κ.Β.Σ. από τυχόν εκκρεμείς πράξεις που περαιώθηκαν μαζί με αυτό, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

3. Για τη βεβαίωση των οφειλόμενων ποσών ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. συντάσσει χρηματικό κατάλογο σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

4. Παράλληλα, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. που ενήργησε τη βεβαίωση αποστέλλει στις άλλες Δ.Ο.Υ. που τυχόν είναι αρμόδιες για κάποια από τις χρήσεις που περαιώθηκαν σύμφωνα με τον παρόντα νόμο:

α) Επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ μετά της επ΄ αυτού πράξης αποδοχής από τον επιτηδευματία.

β) Επικυρωμένο φωτοαντίγραφο της Πράξης Επιβολής Προστίμου Κ.Β.Σ. μετά της επ΄ αυτής Διοικητικής Επίλυσης της Διαφοράς που περαιώθηκε με τον παρόντα νόμο και έχει εκδοθεί από άλλη Δ.Ο.Υ.

5. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις.

αρθρο 11 - Τρόπος καταβολής των φόρων

1. Τα υπόλοιπα ποσά φόρου εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας που περιλαμβάνονται στο Ειδικό Εκκαθαριστικό Σημείωμα, όπως και των τυχόν προστίμων Κ.Β.Σ. που αφορούν τις περαιούμενες ανέλεγκτες υποθέσεις του επιτηδευματία, καταβάλλονται ως ακολούθως:

α) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής αυτών είναι μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, σε δώδεκα (12), κατ΄ ανώτατο όριο, ίσες μηνιαίες δόσεις, και χωρίς το ποσό της κάθε δόσης να υπολείπεται των πεντακοσίων (500) ευρώ.

β) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής αυτών είναι πάνω από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, σε δεκαοκτώ (18) ίσες μηνιαίες δόσεις.

2. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον εντός του οποίου υπογράφηκε η σχετική πράξη επί του Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των αντίστοιχων επόμενων μηνών, χωρίς να απαιτείται σχετική ειδοποίηση του υπόχρεου.

Σε περίπτωση που ολόκληρο το οφειλόμενο κατά την παράγραφο 1 ποσό καταβληθεί μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται έκπτωση ποσοστού πέντε τοις εκατό (5%).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΡΥΘΜΙΣΗ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΧΡΕΩΝ

αρθρο 12 - Τρόπος ρύθμισης

1. Χρέη προς το Δημόσιο, βεβαιωμένα στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα Τελωνεία του Κράτους, καθώς και χρέη υπέρ τρίτων που εισπράττονται μέσω των Δ.Ο.Υ, τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), μέχρι 29 Φεβρουαρίου 2004, ρυθμίζονται με τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που τα επιβαρύνουν μέχρι 2 Ιουνίου 2004 και καταβάλλονται ως ακολούθως:

α. σε μία δόση με απαλλαγή ποσοστού ογδόντα τοις εκατό (80%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

β. μέχρι έξι (6) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού εβδομήντα επτά τοις εκατό (77 %) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

γ. μέχρι δέκα (10) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

δ. μέχρι είκοσι (20) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού εβδομήντα τοις εκατό (70%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

ε. μέχρι είκοσι τέσσερις (24) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού εξήντα οκτώ τοις εκατό (68%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

στ. μέχρι τριάντα (30) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

ζ. μέχρι σαράντα (40) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού εξήντα τοις εκατό (60%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

η. μέχρι σαράντα οκτώ (48) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού πενήντα έξι τοις εκατό (56%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

θ. μέχρι πενήντα τέσσερις (54) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού πενήντα τρία τοις εκατό (53%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

ι. μέχρι εξήντα (60) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής.

Όσοι οφειλέτες επιλέξουν την εξόφληση των ανωτέρω ληξιπρόθεσμων οφειλών τους με δόσεις και θελήσουν, κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δόσης της ρύθμισης, να εξοφλήσουν το υπόλοιπο της οφειλής τους εφάπαξ, τους παρέχεται ποσοστό έκπτωσης επί των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, που αναλογούν στο ποσό αυτό, ίσο με το οριζόμενο ανωτέρω, ανάλογα με τον αριθμό των μηνιαίων δόσεων που τελικά διαμορφώνεται. Το ποσό που καταβάλλεται εφάπαξ για την εξόφληση της οφειλής θεωρείται ως η τελευταία μηνιαία δόση.

2. Η αίτηση του οφειλέτη για την υπαγωγή στη ρύθμιση πρέπει να κατατεθεί μέχρι 31 Αυγούστου 2004 στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείο, όπου είναι βεβαιωμένα τα Χρέη.

3. Η καταβολή της πρώτης δόσης, καθώς και η εφάπαξ εξόφληση γίνεται την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση. Η δεύτερη δόση θα καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και οι επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη ειδοποίηση του οφειλέτη.

Το συνολικό ποσό κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

αρθρο 13 - Υπαγόμενες οφειλές

1. Στη ρύθμιση υπάγονται όλες οι ληξιπρόθεσμες, μέχρι 29.2.2004, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., οφειλές, του ίδιου οφειλέτη, που είναι βεβαιωμένες στην υπηρεσία όπου υποβάλλεται η αίτηση για υπαγωγή στη ρύθμιση, χωρίς δικαίωμα του να ζητήσει την εξαίρεση μέρους αυτών.

2. Στην ίδια ρύθμιση υπάγονται, μόνο εάν ζητηθεί από τον οφειλέτη:

α) οι οφειλές που τελούν σε αναστολή είσπραξης με απόφαση αρμόδιου δικαστηρίου,

β) οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 έως 21 του ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α΄), καθώς και οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε άλλη ρύθμιση, που τηρείται κατά την υποβολή του αιτήματος.

3. Από τη ρύθμιση αυτή εξαιρούνται οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε πτωχευτικό ή εξωπτωχευτικό συμβιβασμό που δεν έχει ανατραπεί, τα χρέη υπέρ των κρατών -μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα χρέη υπέρ ξένων κρατών.

αρθρο 14 - Αποτελέσματα ρύθμισης

1. Στον οφειλέτη που είναι συνεπής στη ρύθμιση:

α) Χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας των χρεών του προς το Δημόσιο μηνιαίας διάρκειας, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 26 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄).

β) Δεν λαμβάνονται σε βάρος του τα προβλεπόμενα μέτρα κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄), του άρθρου 22 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄), όπως αυτά ισχύουν σήμερα, και των άρθρων 231 έως 243 του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄), αναστέλλονται δε τα τυχόν ληφθέντα ως άνω μέτρα.

γ) Αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης για προσωποκράτηση ή αν αυτή έχει αρχίσει διακόπτεται, καθώς και η ποινική δίωξη που προβλέπεται από το άρθρο 25 του ν. 1882/1990 και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε ή εφόσον άρχισε η εκτέλεση της διακόπτεται.

δ) Αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο χρέη που ρυθμίζονται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφόσον δεν συμψηφίζονται με άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί.

Αν ο οφειλέτης απολέσει το ευεργέτημα της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.

2. Η υπαγωγή και η συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση αυτή δεν εμποδίζει το Δημόσιο:

α) Να λαμβάνει όλα τα προβλεπόμενα από τις ισχύουσες διατάξεις μέτρα για την είσπραξη των χρεών που καθίστανται ληξιπρόθεσμα από την 1η Μαρτίου 2004 και μετά, καθώς και των χρεών που δεν έχουν υπαχθεί για οποιονδήποτε λόγο στη ρύθμιση αυτή.

β) Να επιβάλλει κατασχέσεις σε περιουσιακά στοιχεία ή να λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα, για τη διασφάλιση της εξόφλησης των οφειλών.

γ) Να αρνείται τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας για μεταβιβάσεις ακινήτων, εφόσον δεν διασφαλίζονται τα συμφέροντα του Δημοσίου ή να ορίζει ποσοστό παρακράτησης μέρους ή του συνόλου του εισπραττόμενου τιμήματος.

δ) Να δίδει εντολή παρακράτησης μέρους και μέχρι ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) της χρηματικής απαίτησης του οφειλέτη κατά τρίτων προσώπων, για την είσπραξη της οποίας πρέπει να κατατεθεί αποδεικτικό ενημερότητας.

ε) Να συμψηφίζει τις απαιτήσεις του οφειλέτη κατά του Δημοσίου, κατά το μέρος που καλύπτεται ολόκληρη η οφειλή.

στ) Να απαιτεί την καταβολή του συνόλου συγκεκριμένης οφειλής, εφόσον η καταβολή αυτή είναι υποχρεωτική από τις ισχύουσες διατάξεις για τη διενέργεια ορισμένων πράξεων ή συναλλαγών.

3. Η παραγραφή των χρεών, για τα οποία υποβάλλεται σχετική αίτηση υπαγωγής τους στη ρύθμιση, αναστέλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αυτής και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση, ανεξάρτητα καταβολής οποιουδήποτε ποσού και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα (1) έτος από τη λήξη της τελευταίας δόσης αυτής.

αρθρο 15 - Ειδικά θέματα

1. Πρόσωπα που ευθύνονται, μαζί με τον οφειλέτη, για την καταβολή μέρους οφειλής δεν δικαιούνται να ρυθμίσουν μόνο το μέρος αυτό της οφειλής με τις παρούσες διατάξεις.

2. Οι οφειλές που θα υπαχθούν στη ρύθμιση με καταβολή μηνιαίων δόσεων και οι οφειλέτες που θα είναι συνεπείς σε αυτή δεν επιβαρύνονται περαιτέρω με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής μέχρι την εξόφληση τους.

3. Η καθυστέρηση πληρωμής μιας δόσης έχει ως συνέπεια την επιβάρυνση του συνόλου της, με τις κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.

4. Ο οφειλέτης εκπίπτει του δικαιώματος της ρύθμισης εάν δεν καταβάλει δύο συνεχείς μηνιαίες δόσεις αυτής ή δεν είναι ενήμερος σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 26 του ν. 1882/1990 για χρέη που καθίστανται ληξιπρόθεσμα μετά την 1η Μαρτίου 2004 για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών. Στην περίπτωση αυτή το υπόλοιπο της οφειλής που είχε ρυθμιστεί επιβαρύνεται με όλες τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής με βάση τα στοιχεία της βεβαίωσης και επιδιώκεται η είσπραξη του με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα.

αρθρο 16 - Τροποποίηση του ν. 2960/2001

Στο άρθρο 178 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄) προστίθεται παράγραφος 3, που έχει ως ακολούθως:

«3. α) Σε όσες περιπτώσεις έχει ασκηθεί νόμιμα προσφυγή κατά καταλογιστικής πράξης με την οποία επιβάλλονται πολλαπλά τέλη και η δικαστική απόφαση επί της προσφυγής κατέστη τελεσίδικη πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, με αποτέλεσμα να έχουν επιδικαστεί κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου Τελωνειακού Κώδικα (ν.1165/1918) αλλά να μην έχουν ακόμα εισπραχθεί εν μέρει ή εν όλω πολλαπλά τέλη, το ύψος των οποίων υπερβαίνει το τριπλάσιο των προβλεπόμενων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, το ποσό των πολλαπλών τελών πέραν του τριπλασίου διαγράφεται, ανεξαρτήτως ταμειακής βεβαιώσεως αυτών από το αρμόδιο Τελωνείο. Η είσπραξη των ανωτέρω πολλαπλών τελών θα περιοριστεί συνολικά, λαμβανομένων υπόψη και κατόπιν συμψηφισμού των ήδη εισπραχθέντων, στο τριπλάσιο των ανωτέρω επιβαρύνσεων.

β) Τυχόν νόμιμες προσαυξήσεις, τέλη εκπρόθεσμης καταβολής και λοιπές επιβαρύνσεις επί των ανωτέρω πολλαπλών τελών περιορίζονται και εισπράττονται υπολογιζόμενα με βάση το ύψος των συνολικώς καταβαλλόμενων πολλαπλών τελών, όπως αυτό θα διαμορφωθεί μετά την εφαρμογή της ανωτέρω υπό α΄ διάταξης. Οι προσαυξήσεις πέραν του ανωτέρω ύψους διαγράφονται.

γ) Σε περίπτωση που το ήδη εισπραχθέν ποσό υπερβαίνει το τριπλάσιο των προβλεπόμενων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, το Ελληνικό Δημόσιο δεν υποχρεούται σε επιστροφή του υπερβάλλοντος.

δ) Η απαλλαγή χορηγείται μετά από αίτηση του οφειλέτη στο Τελωνείο ή την αρμόδια Δ.Ο.Υ. στην οποία ανήκει η είσπραξη των πολλαπλών τελών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 152 παρ. 7 εδάφ. 2 του παρόντος νόμου.»

αρθρο 17 - Ειδικές περιπτώσεις

1. Οι υφιστάμενες απαιτήσεις του Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ. Α.Ε. που εκχωρήθηκαν στο Δημόσιο, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 4 του ν. 2702/1999, καταβάλλονται εφάπαξ χωρίς τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και τους οφειλόμενους τόκους της βασικής οφειλής μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2004.

2. Οφειλές προς το Δημόσιο από δάνεια που χορηγήθηκαν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (πρώην ΕΚΤΕ) με βάση τις διατάξεις του ν.δ. 1138/1972 (ΦΕΚ 63 Α΄) και του ν. 1641/1986 (ΦΕΚ 122 Α΄), εκχωρήθηκαν στο Δημόσιο κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 21 του ν. 2198/1994 (ΦΕΚ 43 Α΄), 32 του ν. 2224/1994 (ΦΕΚ 112 Α΄) και 30 παρ. 11 του ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α΄), βεβαιώθηκαν στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες ως δημόσια έσοδα και δεν έχουν εξοφληθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, μπορεί να εξοφληθούν μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2004 χωρίς τις αναλογούσες κατά τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.) προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και με παροχή έκπτωσης κατά ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) επί του βεβαιωμένου ληξιπρόθεσμου και μη ποσού σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής.

3. Οι υφιστάμενες στις Δ.Ο.Υ. οφειλές γουνοποιητικών επιχειρήσεων των Νομών Καστοριάς, Φλώρινας, Γρεβενών και Κοζάνης από δάνεια που χορηγήθηκαν με την εγγύηση του Δημοσίου και είχαν υπαχθεί στη ρύθμιση της παραγράφου 4 του άρθρου 12 του ν. 3052/2002 (ΦΕΚ 221 Α΄), μπορεί το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή της διάταξης αυτής να εξοφληθεί μέχρι 30 Δεκεμβρίου 2004 με όλα τα ευεργετήματα της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ

αρθρο 18 - Υπαγόμενες περιπτώσεις

1. Υπόχρεοι φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων οι οποίοι μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος δεν έχουν υποβάλει δήλωση ή έχουν υποβάλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση για την καταβολή ή μη φόρων, τελών ή εισφορών υπέρ του Δημοσίου για εισοδήματα που αποκτήθηκαν μέχρι και το ημερολογιακό έτος 2003 δύνανται να υποβάλλουν στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) σχετική εκπρόθεσμη (αρχική ή συμπληρωματική) δήλωση χωρίς την επιβολή πρόσθετου φόρου, προσαύξησης, προστίμου ή οποιασδήποτε άλλης κύρωσης μέχρι 31 Αυγούστου 2004.

2. Η δυνατότητα υποβολής δήλωσης κατά την προηγούμενη παράγραφο παρέχεται αναλόγως και στις πιο κάτω φορολογίες για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου 2003:

α) Αυτοτελούς φορολογίας εισοδημάτων των άρθρων 11 και 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

β) Φόρου υπεραξίας από την αναπροσαρμογή της αξίας των ακινήτων με βάση τις διατάξεις των άρθρων 20 έως και 27 του ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α΄).

γ) Φόρου κύκλου εργασιών.

δ) Φόρου πολυτελείας, ειδικού φόρου κατανάλωσης του ν.δ. 3829/1958 (ΦΕΚ 126 Α΄) και φόρου κατανάλωσης στις κηρώδεις ύλες του ν. 4324/1963 (ΦΕΚ 152 Α΄), στα απορρυπαντικά του άρθρου 4 του α.ν. 156/1967 (ΦΕΚ 179 Α΄), στα φορτηγά αυτοκίνητα του ν. 1223/1981 (ΦΕΚ 340 Α΄), όπως ίσχυσαν και μετά την ενοποίηση των φόρων κατανάλωσης και πολυτελείας του άρθρου 3 του ν.1477/1984 (ΦΕΚ 144 Α΄).

ε) Φόρου κατανάλωσης στα επιβατικά αυτοκίνητα που κατασκευάζονται, διασκευάζονται ή συναρμολογούνται στο εσωτερικό του ν. 363/1976 (ΦΕΚ 152 Α΄), στα λιπαντικά έλαια του άρθρου 57 του ν. 12/1975 (ΦΕΚ 34 Α΄) και στα ελαφρά και μέσα έλαια του ν. 216/1975 (ΦΕΚ 260 Α΄), όπως ίσχυσαν.

στ) Φόρου κατανάλωσης στις ανυψωτικές συσκευές του άρθρου 65 του ν. 542/1977 και φόρου κατανάλωσης που επιβάλλεται στα μισθώματα δρομώνων ίππων του άρθρου 58 του ν. 1249/1982, όπως ίσχυσαν.

ζ) Τελών χαρτοσήμου, εκτός από τις συναλλαγματικές και γραμμάτια σε διαταγή.

η) Φόρων που παρακρατούνται ή προκαταβάλλονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις από τις κάθε είδους αμοιβές, αποδοχές και αποζημιώσεις.

θ) Εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α., Δήμων και Κοινοτήτων του άρθρου 10 του ν. 4169/1961 (ΦΕΚ 81 Α΄), εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α. του εδαφίου β΄ της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. 4169/1961 και εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α. του άρθρου 3 του ν.1066/1980 (ΦΕΚ 183 Α΄), όπως ίσχυσαν.

ι) Φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄).

ια) Εισφοράς υπέρ ΕΛ.Γ.Α. του άρθρου 31 του ν. 2040/1992 (ΦΕΚ70 Α΄).

ιβ) Φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων και ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών του ν.1676/1986 (ΦΕΚ 204 Α΄).

ιγ) Οποιουδήποτε άλλου φόρου, τέλους, εισφοράς ή κράτησης υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων που δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις α΄ έως και ιβ΄, με εξαίρεση τα τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων και μοτοσικλετών.

ιδ) Τέλους εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης αεροδρομίων του άρθρου 4 του ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α΄).

αρθρο 19 - Εξαιρούμενες περιπτώσεις

Οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου δεν έχουν εφαρμογή:

α) Στις υποθέσεις των φορολογουμένων για τις οποίες έχουν κοινοποιηθεί καταλογιστικές πράξεις, φύλλα ελέγχου και αποφάσεις επιβολής προστίμων μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης του παρόντος.

β) Στις υποθέσεις της φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών, μεταβίβασης ακινήτων και ακίνητης περιουσίας.

γ) Στις φορολογικές δηλώσεις που υποβάλλονται με επιφύλαξη.

δ) Στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος με τις οποίες δηλώνεται ζημία.

ε) Στις υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία έκδοσης και κοινοποίησης των φύλλων ελέγχου, των καταλογιστικών πράξεων και των αποφάσεων επιβολής προστίμων της περίπτωσης α΄ μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης του παρόντος, εφόσον για αυτές τα βιβλία και τα στοιχεία των επιτηδευματιών που προβλέπονται από τον Κ.Β.Σ. έχουν κριθεί ανεπαρκή ή ανακριβή από τις επιτροπές της παραγράφου 5 του άρθρου 30 του π.δ. 186/1992 ή εφόσον παρήλθε άπρακτη η προβλεπόμενη από τις ίδιες διατάξεις προθεσμία προσφυγής ενώπιον των Επιτροπών αυτών. Στις υποθέσεις της περίπτωσης αυτής εμπίπτουν και εκείνες που εκκρεμούν ενώπιον των ανωτέρω Επιτροπών.

αρθρο 20 - Ειδικές ρυθμίσεις

1. Η οφειλή για φόρους, τέλη και εισφορές που βεβαιώνεται με βάση τις αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις του άρθρου 18 του παρόντος καταβάλλεται, εκτός του φόρου εισοδήματος, σε τέσσερις (4) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται ταυτόχρονα με την υποβολή των δηλώσεων και καθεμία από τις επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των αντίστοιχων επόμενων μηνών. Το ποσό της κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των διακοσίων (200) ευρώ. Ο φόρος εισοδήματος καταβάλλεται, προκειμένου για τα νομικά πρόσωπα ολόκληρος με την υποβολή της δήλωσης, προκειμένου δε για τα φυσικά πρόσωπα μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση.

2. Κατά την υποβολή των δηλώσεων που προβλέπονται από το άρθρο 18 του παρόντος δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του ν. 2523/1997, προκειμένου για τις αιτήσεις που υποβάλλονται για την έκδοση των οικείων πιστοποιητικών κατά το χρόνο ισχύος των διατάξεων αυτού του άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 3219/2004

αρθρο 21

1. Το άρθρο 11 του ν. 2601/1998, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 του ν. 3219/2004, αντικαθίσταται ως εξής:

«αρθρο 11 - Υποχρεώσεις ενισχυόμενων επιχειρήσεων - Συνέπειες μη τήρησης

1. Α. Επιχειρήσεις των οποίων επενδύσεις έχουν υπαχθεί στο καθεστώς επιχορήγησης, επιδότησης τόκων και χρηματοδοτικής μίσθωσης του νόμου αυτού, μετά την υπαγωγή τους και μέχρι την παρέλευση πενταετίας από τη δημοσίευση της απόφασης έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας οφείλουν:

(α) Να τηρούν τους όρους της υπαγωγής.

(β) Οι υπαχθείσες ως νέοι φορείς να μην συγχωνευθούν ή απορροφηθούν ή απορροφήσουν άλλη εταιρία ή επιχείρηση ή κλάδο αυτής που αποτελεί παλαιό φορέα.

(γ) Να αποκτούν την κυριότητα του μισθωμένου εξοπλισμού με τη λήξη της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης.

(δ) Να μη διακόπτουν την παραγωγική δραστηριότητα της επένδυσης, εκτός αν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας που προκαλούνται από φυσικά φαινόμενα.

(ε) Να μην παύσουν τη λειτουργία της επιχείρησης, εκτός αν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας που προκαλούνται από φυσικά φαινόμενα.

(στ) Να μη μεταβιβάζουν για οποιονδήποτε λόγο πάγια περιουσιακά στοιχεία που έχουν ενισχυθεί, εκτός εάν αυτά αντικατασταθούν εντός εξαμήνου από άλλα κυριότητας του φορέα και ανάλογης αξίας, που ανταποκρίνονται στην εξυπηρέτηση της παραγωγικής λειτουργίας της επιχείρησης, με υποχρέωση γνωστοποίησης της αντικατάστασης εντός τριών (3) μηνών στην αρμόδια υπηρεσία.

Β. Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην περίπτωση Α΄ για το ίδιο χρονικό διάστημα δεν επιτρέπεται χωρίς έγκριση του αρμόδιου για την έκδοση της απόφασης υπαγωγής οργάνου:

(α) Να μεταβάλουν κατά οποιονδήποτε τρόπο την εταιρική τους σύνθεση ως προς τα πρόσωπα ή τα ποσοστά συμμετοχής τους. Εξαιρούνται οι εταιρίες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες ή εισάγονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και οι μεταβιβάσεις λόγω κληρονομικής διαδοχής.

(β) Να εκμισθώσουν μέρος ή το σύνολο της ενισχυθεί-σας επένδυσης. Η έγκριση δίδεται με τον όρο της συνέχισης της λειτουργίας της επιχείρησης στο ίδιο παραγωγικό αντικείμενο και η ευθύνη για την τήρηση των όρων υπαγωγής παραμένει στον εκμισθωτή.

Γ. Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην περ. Α΄ μετά την υπαγωγή τους και για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας οφείλουν να διατηρούν τον αριθμό των δημιουργούμενων νέων θέσεων απασχόλησης, όπως ορίζεται στην παρ. 2α του άρθρου 6.

2. Α. Εάν ενισχυθείσα επιχείρηση παραβεί τις υποχρεώσεις υπαγωγής πριν από την έναρξη της παραγωγικής λειτουργίας:

(α) Ανακαλείται η απόφαση υπαγωγής και επιστρέφεται η ενίσχυση στις περιπτώσεις β΄ και ε΄ της παραγράφου 1Α.

(β) Δύναται να ανακληθεί η απόφαση υπαγωγής και να επιστραφεί η ενίσχυση ή να παρακρατηθεί ή επιστραφεί μέρος αυτής, στις περιπτώσεις α΄, δ΄ της παραγράφου 1Α και α΄, β΄ της παραγράφου 1Β.

Β. Εάν ενισχυθείσα επιχείρηση παραβεί τις υποχρεώσεις υπαγωγής μετά τη δημοσίευση της απόφασης έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης και εντός του οριζόμενου στην παρ. 1Α χρονικού περιορισμού, επιστρέφεται το σύνολο ή μέρος της ενίσχυσης.

Γ. Εάν ενισχυθείσα επιχείρηση παραβεί τις υποχρεώσεις που ορίζονται στην περίπτωση 1Αγ, επιστρέφεται η αναλογούσα στο συγκεκριμένο εξοπλισμό καταβληθείσα ενίσχυση στο σύνολο της. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση λύσης με οποιονδήποτε τρόπο της σύμβασης και επιστροφής του εξοπλισμού στην εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης.

Δ. Εάν διαπιστωθεί μείωση των μέσων όρων του αριθμού των δημιουργούμενων θέσεων απασχόλησης, που προσδιόρισαν την ενίσχυση, επιστρέφεται μέρος της ενίσχυσης, ούτως ώστε να τηρείται το ύψος της επιχορήγησης ανά θέση εργασίας.

3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος διενέργειας του ελέγχου συμμόρφωσης των επιχειρήσεων που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου αυτού, η διαδικασία, ο τρόπος επέλευσης των συνεπειών σε περίπτωση μη τήρησης αυτών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

4. Η επιστροφή των ενισχύσεων που δίδονται με βάση το νόμο αυτόν γίνεται με τη διαδικασία είσπραξης δημοσίων εσόδων, τα δε επιστρεφόμενα ποσά προσαυξάνονται κατά το ποσό των νόμιμων τόκων από την εκάστοτε καταβολή τους. Οι σχετικές αποδείξεις καταβολής των ενισχύσεων από το Δημόσιο αποτελούν τίτλο για τη βεβαίωση του χρέους από την αρμόδια Δ.Ο.Υ..

5. Απώλεια της φορολογικής απαλλαγής και καταβολή των οφειλόμενων φόρων.

Α. Το αφορολόγητο αποθεματικό της απαλλαγής που σχηματίστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος προστίθεται στα κέρδη της επιχείρησης και φορολογείται στη διαχειριστική χρήση κατά την οποία:

(α) Πωλήθηκαν τα πάγια περιουσιακά στοιχεία πριν περάσουν πέντε (5) χρόνια από τότε που αγοράστηκαν ή έπαψαν να χρησιμοποιούνται τα μηχανήματα των οποίων η χρήση είχε αποκτηθεί με χρηματοδοτική μίσθωση και ακυρώθηκε η σύμβαση, για το ποσό που το αφορολόγητο αποθεματικό αντιστοιχεί στην αξία των πάγιων αυτών στοιχείων. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, αν η επιχείρηση αντικαταστήσει τα πάγια αυτά στοιχεία, μέσα σε έξι (6) μήνες από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου που έγινε η πώληση ή η διακοπή της χρηματοδοτικής μίσθωσης τους, με νέα πάγια στοιχεία ίσης τουλάχιστον αξίας, τα οποία συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις της ενισχυόμενης δαπάνης της επένδυσης ή της χρηματοδοτικής μίσθωσης που ορίζει το παρόν.

(β) θα γίνει διανομή ή ανάληψη του αντίστοιχου ποσού του αφορολόγητου αποθεματικού και για το ποσό που θα διανεμηθεί ή θα αναληφθεί.

(γ) Διαλύεται η ατομική επιχείρηση ή η εταιρία λόγω θανάτου του επιχειρηματία ή μέλους της εταιρίας.

Β. Επίσης το αφορολόγητο αποθεματικό που σχηματίστηκε φορολογείται:

(α) Σε περίπτωση αποχώρησης εταίρου, στο όνομα του, στο χρόνο αποχώρησης του και για το ποσό που αναλογεί σε αυτόν, με βάση το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρία.

(β) Σε περίπτωση μεταβίβασης εταιρικής μερίδας, στο όνομα του μεταβιβάζοντος, στο χρόνο της μεταβίβασης και για το ποσό που αναλογεί σε αυτόν, με βάση το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρία.

(γ) Σε περίπτωση ανάληψης του αποθεματικού από εταίρο ή τους κληρονόμους του, στο όνομα του αναλαμβάνοντας, στο χρόνο της ανάληψης και για το ποσό που αναλαμβάνεται από αυτόν.

(δ) Σε περίπτωση θανάτου ενός εταίρου και εφόσον η εταιρία συνεχίζεται νόμιμα μόνο μεταξύ των λοιπών εταίρων, στο όνομα του κληρονόμου και για το ποσό που αναλογεί σε αυτόν, με βάση το ποσοστό συμμετοχής του θανόντος στην εταιρία.

(ε) Σε περίπτωση που η επιχείρηση μετά τη λήξη της χρηματοδοτικής μίσθωσης δεν αποκτά την κυριότητα του εξοπλισμού.

Γ. Σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της επένδυσης ή/και μη απόκτησης της χρήσης του εξοπλισμού με χρηματοδοτική μίσθωση εντός της πενταετούς προθεσμίας που ορίζεται από την παρ. 27 του άρθρου 6, η επιχείρηση υποχρεούται στην υποβολή συμπληρωματικών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος για κάθε οικονομικό έτος και για το μέρος των κερδών που απηλλάγησαν της φορολογίας λόγω σχηματισμού του αφορολόγητου αποθεματικού.

Οι πιο πάνω δηλώσεις θεωρούνται εκπρόθεσμες και οι υπόχρεοι που υποβάλλουν αυτές ή δεν υποβάλλουν ή υποβάλλουν ανακριβείς υπόκεινται στις κυρώσεις του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄). Το συνολικό ποσό φόρου εισοδήματος και πρόσθετου φόρου, που οφείλεται με βάση τη δήλωση της παραγράφου αυτής, καταβάλλεται σε πέντε (5) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η μεν πρώτη με την υποβολή της δήλωσης, οι δε υπόλοιπες τέσσερις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των τεσσάρων επόμενων από την υποβολή της δήλωσης μηνών.»

2. Οι ρυθμίσεις του άρθρου 11 του ν. 2601/1998, όπως τίθενται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου, ισχύουν και για τις επενδύσεις που έχουν υπαχθεί στο ν. 2601/1998, για τις οποίες δεν έχει ακόμα εκδοθεί η απόφαση πιστοποίησης της ολοκλήρωσης.

3. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 12 του άρθρου 8 του ν. 3219/2004 αντικαθίσταται ως εξής:

«Οι αποζημιώσεις των εδαφίων α΄ και β΄ της παρ. 22 του άρθρου 8 του ν. 2601/1998 (ΦΕΚ 81 Α΄) δεν υπόκεινται στους περιορισμούς του ν. 1256/1982, του άρθρου 15 του ν. 2703/1999 και του άρθρου 17 του ν. 3205/ 2003.»

4. Οι λοιπές διατάξεις του ν. 3219/2004 καταργούνται από τότε που ίσχυσαν, πλην των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 4, του άρθρου 7 παρ. 1, του άρθρου 8 παρ. 11, 12 εδάφια α΄ και β΄, 13 και 15, του άρθρου 9 παρ. 2 και του άρθρου 11. Η παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3219/2004 ισχύει και για μισθώσεις που έχουν καταρτιστεί με ιδιωτικό έγγραφο πριν από την 27.1.2004.

5. Στο τέλος της παρ. 33 του άρθρου 6 του ν. 2601/1998, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 2778/1999, προστίθενται εδάφια ως εξής:

«Από 1.1.2004 για επενδύσεις ή προγράμματα χρηματοδοτικής μίσθωσης που υπερβαίνουν τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ το ανώτατο χορηγούμενο ποσό ενίσχυσης προσδιορίζεται ως εξής:

(α) για το τμήμα μέχρι πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ παρέχεται το 100% του κατά περίπτωση ανώτατου ορίου περιφερειακής ενίσχυσης,

(β) για το τμήμα από πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ έως εκατό εκατομμύρια (100.000.000) ευρώ παρέχεται το 50% του κατά περίπτωση ανώτατου ορίου περιφερειακής ενίσχυσης,

(γ) για το τμήμα που υπερβαίνει τα εκατό εκατομμύρια (100.000.000) ευρώ παρέχεται το 34% του κατά περίπτωση ανώτατου ορίου περιφερειακής ενίσχυσης.

Αν για την υπαγωγή επενδύσεων στις διατάξεις του ν. 2601/1998 απαιτείται προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διαδικασία έκδοσης της απόφασης υπαγωγής αρχίζει ύστερα από τη λήψη της έγκρισης αυτής. »

6.α. Στην παρ. 7 του άρθρου 6 του ν. 2601/1998 προστίθεται εδάφιο, ως εξής:

«Αν χωρίς να συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας η επένδυση ολοκληρωθεί εντός έξι μηνών από τη λήξη της αρχικής ή μετά παράταση προθεσμίας, η ολοκλήρωση επιτρέπεται να πιστοποιηθεί εφόσον κατατεθεί σχετική αίτηση για πιστοποίηση και ενισχύονται μόνο οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν εμπρόθεσμα.»

β. Η ρύθμιση της περ. α΄ της παραγράφου αυτής ισχύει και για τις επενδύσεις που έχουν υπαχθεί στο ν. 2601/1998 για τις οποίες δεν έχει ακόμα εκδοθεί η απόφαση πιστοποίησης της ολοκλήρωσης.

7. Η προθεσμία που προβλέπεται στη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2601/1998 και όπως είχε παραταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 34 του ν. 3130/2003 (ΦΕΚ 76 Α΄) παρατείνεται αφότου έληξε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004.

8. Η προθεσμία που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης υ΄ της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 2601/1998, όπως αυτή είχε παραταθεί με την παρ. 3 του άρθρου 34 του ν. 3130/2003 (ΦΕΚ 76 Α΄), παρατείνεται αφότου έληξε μέχρι την 15η Σεπτεμβρίου 2004.

9. Εκκρεμείς αιτήσεις υπαγωγής που υπεβλήθησαν από 1.1.2004 εξετάζονται από τις υπηρεσίες στις οποίες υποβλήθηκαν μέσα σε τρεις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας της παρ. 11 του άρθρου αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2601/1998, όπως ισχύει, με συμπλήρωση ή και αντικατάσταση των υποβληθέντων δικαιολογητικών.

10. Αποφάσεις υπαγωγής ή μη που εκδόθηκαν κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3219/2004 ανακαλούνται και οι σχετικές αιτήσεις επανακρίνονται από τις υπηρεσίες στις οποίες υποβλήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2601/1998, όπως ισχύει, με συμπλήρωση ή και αντικατάσταση των υποβληθέντων δικαιολογητικών.

11. Στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων 9 και 10 για την εξέταση των αιτήσεων υποβάλλεται από τους ενδιαφερόμενους φορείς δήλωση με αναγκαία δικαιολογητικά σε συμπλήρωση ή αντικατάσταση των υποβληθέντων μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Εάν δεν υποβληθούν δηλώσεις, οι αιτήσεις τίθενται στο αρχείο και επιστρέφεται το οικείο παράβολο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

αρθρο 22 - Κατάργηση διατάξεων του ν. 3220/2004

1. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α΄) καταργούνται από την έναρξη της ισχύος τους.

2. Οι διατάξεις των άρθρων 16 έως και 25 του Κεφαλαίου Β΄ του ν. 3220/2004 καταργούνται από την έναρξη της ισχύος τους και από την ίδια ημερομηνία επαναφέρονται σε ισχύ οι διατάξεις που καταργήθηκαν ή αντικαταστάθηκαν από αυτές.

3. Τα δύο τελευταία εδάφια της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν.2859/2000 - ΦΕΚ 248 Α΄), τα οποία προστέθηκαν με την παράγραφο 18 του άρθρου 39 του ν. 3220/2004, καταργούνται από την έναρξη της ισχύος τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

αρθρο 23 - Σύσταση Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (Δ.Ε.Κ.) Θεσσαλονίκης στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών

1. Συστήνεται στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών Υπηρεσία φορολογικού ελέγχου, με τίτλο «Διαπεριφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο Θεσσαλονίκης» και έδρα τη Θεσσαλονίκη. Το παραπάνω Διαπεριφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο (Δ.Ε.Κ.) λειτουργεί σε επίπεδο Διεύθυνσης και υπάγεται στη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων.

2. Το Δ.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης διαρθρώνεται στις παρακάτω οργανικές μονάδες, επιπέδου Τμήματος, μεταξύ των οποίων κατανέμονται οι αρμοδιότητες αυτού:

α) Α΄ Τμήμα Ελέγχου

β) Β΄ Τμήμα Ελέγχου

γ) Γ΄ Τμήμα Ελέγχου

δ) Δ΄ Τμήμα Διαδικασιών και Γραμματείας.

3. Οι καθ΄ ύλην αρμοδιότητες του Δ.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης είναι ίδιες με του Εθνικού Ελεγκτικού Κέντρου (ΕΘ.Ε.Κ.), που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 2343/1995 (ΦΕΚ 211 Α΄) και του π.δ. 280/1997 (ΦΕΚ 203 Α΄), το οποίο μετονομάζεται σε Διαπεριφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο (Δ.Ε.Κ.) Αθηνών. Τα Τμήματα Ελέγχου και το Τμήμα Διαδικασιών και Γραμματείας του Δ.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης έχουν τις ίδιες αρμοδιότητες με τις Εποπτείες Ελέγχου και το Τμήμα Διαδικασιών και Γραμματείας του Δ.Ε.Κ. Αθηνών, αντίστοιχα.

4. Η κατά τόπον αρμοδιότητα του Δ.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης εκτείνεται στα όρια των Διοικητικών Περιφερειών Δυτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας, Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και Θεσσαλίας, καθώς και της περιοχής της νήσου Λήμνου, ενώ του Δ.Ε.Κ. Αθηνών περιορίζεται στα όρια των λοιπών περιοχών της χώρας.

5. Στο Δ.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης συστήνεται μία θέση Υποδιευθυντή. Ο παραπάνω Υποδιευθυντής έχει τα εξής καθήκοντα:

Βοηθά τον Προϊστάμενο του Δ.Ε.Κ. στην άσκηση των καθηκόντων του και εκτελεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται από αυτόν.

Αναπληρώνει τον Προϊστάμενο του Δ.Ε.Κ. σε περίπτωση απουσίας, κωλύματος ή έλλειψης αυτού.

6. Οι οργανικές θέσεις προσωπικού του Δ.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, θα καθοριστούν με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που θα εκδοθεί κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του ν. 2469/1997 (ΦΕΚ 38 Α΄).

7. Για τους Προϊσταμένους του Δ.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης και των Τμημάτων του, καθώς και για τον Υποδιευθυντή και τους ελεγκτές που στελεχώνουν το Δ.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 4 και των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 5 του π.δ. 280/1997. Στις προβλεπόμενες θέσεις Διευθυντών του κλάδου ΠΕ Εφοριακών, προστίθενται δύο (2) θέσεις για την πλήρωση της θέσης του Διευθυντή και του Υποδιευθυντή του συνιστώμενου Δ.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης, μειουμένων ισάριθμα των συνολικών θέσεων με βαθμό Δ΄- Α΄του ίδιου κλάδου.

8. Ο χρόνος έναρξης λειτουργίας του συνιστώμενου Δ.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

9. Από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του Δ.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης, το ΕΘ.Ε.Κ. θα λειτουργήσει με το νέο τίτλο και την περιορισμένη κατά τόπον αρμοδιότητα, που προβλέπονται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Οι υφιστάμενες μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία εκκρεμείς υποθέσεις του ΕΘ.Ε.Κ., που υπάγονται κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου στο Δ.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης και για τις οποίες έχουν εκδοθεί εντολές ελέγχου και έχει αρχίσει ο έλεγχος αυτών, ολοκληρώνονται από το Δ.Ε.Κ. Αθηνών.

αρθρο 24 - Σύσταση και αναδιοργάνωση Δ.Ο.Υ. του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών

1. Συνιστάται Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) Β΄ Τάξης, επιπέδου Τμήματος, με τίτλο «Δ.Ο.Υ. Παλαμά» και έδρα το Δήμο Παλαμά του Νομού Καρδίτσας. Η κατά τόπον αρμοδιότητα της Δ.Ο.Υ. Παλαμά εκτείνεται στα όρια των περιοχών των Δήμων Παλαμά και Φύλλου, οι οποίες αποσπώνται από την αρμοδιότητα της Δ.Ο.Υ. Καρδίτσας και της Δ.Ο.Υ. Σοφάδων, αντίστοιχα.

2. Η Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) Αγίου Αθανασίου Νομού Θεσσαλονίκης (περ. 21 παρ. 1 του άρθρου 164 του π.δ. 551/1988 - ΦΕΚ 259 Α΄) αναβαθμίζεται από Β΄ Τάξης επιπέδου Τμήματος, σε Α΄ Τάξης επιπέδου Διεύθυνσης. Η κατά τόπον αρμοδιότητα της Δ.Ο.Υ. Αγίου Αθανασίου εκτείνεται στα όρια των περιοχών των Δήμων Αγίου Αθανασίου, Κουφαλίων και Χαλκηδόνας, οι οποίες αποσπώνται από την κατά τόπον αρμοδιότητα της Δ.Ο.Υ. Ιωνίας Νομού Θεσσαλονίκης.

Η Δ.Ο.Υ. Αγίου Αθανασίου διαρθρώνεται στα παρακάτω Τμήματα:

α) Ελέγχου

β) Φορολογικής Διαδικασίας

γ) Εσόδων

δ) Εξόδων

ε) Μητρώου

στ) Δικαστικό

3. Στις προβλεπόμενες θέσεις προσωπικού του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών με βαθμό Διευθυντή, συνιστάται μία (1) θέση εκτός της Βαθμολογικής Κλίμακας των κλάδων ΠΕ ή ΤΕ ή ΔΕ Εφοριακών.

4. Ο χρόνος έναρξης λειτουργίας της συνιστώμενης Δ.Ο.Υ. Παλαμά και της Δ.Ο.Υ. Αγίου Αθανασίου με τη νέα οργανωτική της δομή θα καθοριστεί με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

5. Στις Δ.Ο.Υ. Νομών Θεσσαλονίκης και Καρδίτσας, που προβλέπονται στους πίνακες των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 1 του π.δ. 42/2001 (ΦΕΚ 32 Α΄), εντάσσονται και οι Δ.Ο.Υ. Αγ. Αθανασίου και Παλαμά, αντίστοιχα, ως εξής

«ΝΟΜΟΣ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Α΄ ΤΑΞΗΣ

Α΄-Β΄ΤΑΞΗΣ

Α΄ Θεσ/νίκης

Λαγκαδά

Β΄ Θεσ/νίκης (Β΄,Γ)

 

Δ΄ Θεσ/νίκης

 

Ε΄ Θεσ/νίκης

 

ΣΤ΄ Θεσ/νίκης

 

Ζ΄ Θεσ/νίκης

 

Η΄ Θεσ/νίκης

 

Θ΄ Θεσ/νίκης

 

Ι΄ Θεσ/νίκης

 

ΦΑΕ΄ Θεσ/νίκης

 

Αμπελοκήπων Θεσ/νίκης

 

Ιωνίας Θεσ/νίκης

 

Καλαμαριάς

 

Νεάπολης Θεσ/νίκης

 

Τούμπας

 

Σταυρούπολης

 

Αγίου Αθανασίου»

 

«ΝΟΜΟΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

Δ.Ο.Υ. Α΄ ΤΑΞΗΣ

Δ.Ο.Υ. Β΄ ΤΑΞΗΣ

 

Καρδίτσας

Σοφάδων

 

 

Μουζακίου

 

 

Παλαμά»

6. Τα άρθρα 164 και 196 του π.δ. 551/1988 (ΦΕΚ 259 Α΄), όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις του π.δ. 277/2000 (ΦΕΚ 227 Α΄) και του π.δ. 42/2001 (ΦΕΚ 32 Α΄), τροποποιούνται ανάλογα, κατά το μέρος που ρυθμίζονται διαφορετικά με τις διατάξεις του παρόντος.

αρθρο 25 - Φορολογική μεταχείριση των κερδών αλλοδαπών πλοιοκτητριών επιχειρήσεων από τη ναύλωση πλοίων τους για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων

1. Τα καθαρά κέρδη από τη ναύλωση των κρουαζιερόπλοιων των αλλοδαπών πλοιοκτητριών επιχειρήσεων, που έχουν ανακηρυχθεί ανάδοχοι από την Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνα 2004 Α.Ε., προσδιορίζονται με πολλαπλασιασμό των εσόδων (αμοιβών) από τη ναύλωση με το συντελεστή καθαρού κέρδους δέκα τοις εκατό (10%) με την προϋπόθεση ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν ασκούν κατά το χρόνο αυτόν άλλη δραστηριότητα στην Ελλάδα.

Ως ακαθάριστα έσοδα (αμοιβές) από τη ναύλωση λαμβάνονται αυτά που προκύπτουν από τα συμφωνητικά ναυλώσεως, που θα πρέπει να κατατίθενται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την κατάρτιση τους. Τα συμφωνητικά ναυλώσεως που έχουν καταρτισθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος θα πρέπει να κατατεθούν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. εντός είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

Τα προκύπτοντα καθαρά κέρδη φορολογούνται με συντελεστή τριάντα πέντε τοις εκατό (35%), ο οφειλόμενος δε φόρος καταβάλλεται εφάπαξ με δήλωση που υποβάλλεται στη Δ.Ο.Υ. Φορολογίας Πλοίων Πειραιά μέχρι τη 10η Αυγούστου 2004.

Με την καταβολή του παραπάνω φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των παραπάνω επιχειρήσεων, οι οποίες δεν υποχρεούνται να τηρούν βιβλία και στοιχεία για τα έσοδα από τη ναύλωση των κρουαζιερόπλοιων.

2. Οι Λιμενικές Αρχές υποχρεούνται να αρνηθούν τη χορήγηση άδειας απόπλου για τα πλοία που φορολογούνται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, αν δεν προσκομισθεί σε αυτές βεβαίωση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. για την καταβολή του οφειλόμενου φόρου.

Οι διατάξεις του άρθρου 113 του Κ.Φ.Ε. και του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄) εφαρμόζονται αναλόγως και για το φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

3. Στα κρουαζιερόπλοια τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για τη διαμονή των θεατών των Ολυμπιακών Αγώνων, και θα είναι ελλιμενισμένα στο λιμάνι του Πειραιά από 1.8.2004 έως 31.8.2004, θα διατηρηθεί το καθεστώς ατέλειας στα τροφοεφόδια, τα καύσιμα, καθώς και τα είδη, τα οποία θα διατίθενται από τα καταστήματα των πλοίων. Επί των πωλούμενων ειδών και των παρεχόμενων υπηρεσιών από τα καταστήματα θα υπολογίζεται Φ.Π.Α. σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Για τα καπνικά και τα οινοπνευματώδη ποτά, θα εφαρμοστούν οι ισχύουσες διατάξεις επιβολής των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης.

αρθρο 26 - Αμοιβές πτυχιούχων A.E.I., T.E.I, και λοιπών προσώπων που καταβάλλονται από την Ο.Ε.Ο.Α. ΑΘΗΝΑ 2004 Α.Ε.

1. Οι αμοιβές που καταβάλλει εξ ελευθεριότητος η Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνα 2004 Α.Ε. από 1.1.2004 κατόπιν απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της στους δικαιούχους του προγράμματος επιμόρφωσης «STAGE», το οποίο καταρτίστηκε με την 33097/25.9.2003 (ΦΕΚ 1420 Β΄/1.10.2003) κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εξαιρούνται από την παρακράτηση του φόρου εισοδήματος.

2. Τα ποσά φόρου εισοδήματος, που ήδη παρακρατήθηκαν και αποδόθηκαν από την Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνα 2004 Α.Ε., θα της επιστραφούν από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. εντός μηνός από την υποβολή της σχετικής αίτησης.

3. Η υποχρέωση κοινωνικής ασφάλισης στους ασκούμενους που τοποθετούνται από 1.1.2004 και μετά στην Ο.Ε.Ο.Α. ΑΘΗΝΑ 2004 Α.Ε., στα πλαίσια του προγράμματος «STAGE», βάσει της υπ΄ αριθμ. 33097/2003 κοινής υπουργικής απόφασης, εξαντλείται στο μέρος της αποζημίωσης που καταβάλλεται και χρηματοδοτείται από τον Ο.Α.Ε.Δ., κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 18 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α΄) και του άρθρου 18 του ν. 2874/2000 (ΦΕΚ 286 Α΄).

αρθρο 27

Στο κοινωφελές ίδρυμα με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ», του οποίου η σύσταση εγκρίθηκε και ο οργανισμός διοίκησης και διαχείρισης κυρώθηκε με το από 10 Φεβρουαρίου 2004 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 347 Β΄), εφαρμόζονται τα άρθρα 1 παράγραφος 1 και 12 παράγραφος 1 του ν. 1610/1986 (ΦΕΚ 89 Α΄), που αναφέρονται στην έγκριση σύστασης ιδρύματος με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΛΑΣΣΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ» και στην κύρωση του οργανισμού αυτού.

αρθρο 28 - Παράταση προθεσμίας

Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 2992/2002 (ΦΕΚ 54 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής :

«δ) Ο μετασχηματισμός ολοκληρωθεί από την 1η Ιανουαρίου 2002 και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2005».

αρθρο 29 - Τελικές διατάξεις

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορούν να ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής, τα χρονικά διαστήματα ισχύος και κάθε ειδικότερο θέμα των κεφαλαίων Α΄, Β΄ και Γ΄ του παρόντος νόμου.

αρθρο 30 - Ρυθμίσεις για το Άλσος της Σχολής Ευελπίδων

1. Επιτρέπεται οι κάτοχοι άδειας λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, που βρίσκονται επί των οδών που περικλείουν το Άλσος της Σχολής Ευελπίδων, να τοποθετούν προσωρινά τραπεζοκαθίσματα, καθώς και το αναγκαίο δίκτυο ηλεκτροφωτισμού, σε τμήμα του Άλσους που παραχωρήθηκε στο Δήμο Αθηναίων με την υπ΄ αριθμ. 91875/888/29.10.2001 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Γεωργίας κατά κυριότητα, νομή και κατοχή, υπό τους ακόλουθους όρους:

α) Η τοποθέτηση των τραπεζοκαθισμάτων και η εγκατάσταση του αναγκαίου ηλεκτροφωτισμού επιτρέπεται σε τμήμα του Άλσους συνολικού εμβαδού δύο (2) στρεμμάτων, όπως αυτό απεικονίζεται στο υπ΄ αριθμ. 3172/23 Ιουλίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του τμήματος τοπογραφικού της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων, το οποίο εγκρίθηκε την 23η Ιουλίου 2003, από τη Διεύθυνση Δασών της Περιφέρειας Αττικής, αποκλειστικά και μόνο για το χρονικό διάστημα από πρώτης Μαΐου έως τριακοστής Σεπτεμβρίου κάθε έτους.

β) Κατά την τοποθέτηση των τραπεζοκαθισμάτων και των εγκαταστάσεων ηλεκτροφωτισμού απαγορεύεται η κοπή, αποκλάδωση και τραυματισμός των δένδρων του Άλσους και η παρεμπόδιση της απρόσκοπτης διέλευσης των επισκεπτών αυτού.

γ) Απαγορεύεται η δημιουργία οποιασδήποτε μόνιμης ή προσωρινής εγκατάστασης, πλην των παραπάνω, στο, κατά τα ανωτέρω, οριοθετημένο τμήμα του Άλσους.

δ) Οι υπεύθυνοι των καταστημάτων, που χρησιμοποίησαν το συγκεκριμένο χώρο του Άλσους της Σχολής Ευελπίδων, οφείλουν να απομακρύνουν τα τραπεζοκαθίσματα και τις εγκαταστάσεις ηλεκτροφωτισμού και να τον αποκαταστήσουν στην αρχική του μορφή, μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου κάθε χρόνου, με δικές τους δαπάνες.

2. Η μη τήρηση των ανωτέρω όρων συνεπάγεται την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του καταστήματος.

αρθρο 31

1. Για τις ανάγκες που θα προκύψουν από την προετοιμασία της υποψηφιότητας της Ελλάδας ως μη μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και από την προβλεπόμενη εκλογή και συμμετοχή της σε αυτό, επιτρέπεται η απόσπαση από 15.9.2004 έως 28.2.2007 στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδας στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη των εξής υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών: έως πέντε υπαλλήλων του διπλωματικού κλάδου με βαθμό Συμβούλου Πρεσβείας Α΄ ή Β΄, έως πέντε υπαλλήλων του διπλωματικού κλάδου με βαθμό Γραμματέα Πρεσβείας Α΄, Β΄ ή Γ΄, ενός υπαλλήλου του επιστημονικού προσωπικού της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας, έως τριών υπαλλήλων του κλάδου Διοικητικής, Λογιστικής και Γραμματειακής Υποστήριξης, ενός υπαλλήλου του κλάδου Επικοινωνιών και Πληροφορικής και έως δύο υπαλλήλων του κλάδου βοηθητικού προσωπικού.

2. Στο άρθρο 31 του ν. 3196/2003 (ΦΕΚ 274 Α΄) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:

«4. Συνιστάται Γραφείο Συνδέσμου της Ελλάδας στην Πρίστινα του Κοσόβου»

3. Στον πίνακα Α΄ του άρθρου 2 του π.δ. 194/1998 (ΦΕΚ 144 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2694/1999 (ΦΕΚ 55 Α΄) και της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του ν. 3196/2003 (ΦΕΚ 274 Α΄), προστίθεται περίπτωση 95 ως εξής:

«95. Γραφείο Συνδέσμου στην Πρίστινα:

- Πληρεξούσιος Υπουργός Α΄ ή Β΄

- Γραμματέας Πρεσβείας Α΄, Β΄ ή Γ΄

- Τρεις υπάλληλοι του κλάδου Διοικητικής, Λογιστικής και Γραμματειακής Υποστήριξης

- Υπάλληλος του κλάδου Επικοινωνιών και Πληροφορικής

- Ιδιαίτερος Γραμματέας

- Μεταφραστής

- Κλητήρας

- Οδηγός

- Φύλακας – θυρωρός

- Οικιακός βοηθός.»

4. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του ν. 3072/2002 (ΦΕΚ 294 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής: «Η μεταφορά των δικηγόρων ενεργείται σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, κατά προτίμηση εποπτευόμενα από τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο Υπουργεία, ανάλογα με τις ανάγκες τους, καθώς επίσης και στη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού.»

5. Η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του «Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2594/1998 (ΦΕΚ 62 Α΄), όπως αυτή έχει τροποποιηθεί και ισχύει με το ν. 3196/2003 (ΦΕΚ 274 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Συνιστάται στο Υπουργείο Εξωτερικών Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού της οποίας προΐσταται ο εκάστοτε αρμόδιος για θέματα απόδημου ελληνισμού Υφυπουργός Εξωτερικών. Η θέση του Γενικού Γραμματέα Απόδημου Ελληνισμού καταργείται. Οι οργανικές θέσεις της εν λόγω Γραμματείας καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών. Η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού λειτουργεί ως αυτοτελής δημόσια υπηρεσία, στο πλαίσιο του Υπουργείου Εξωτερικών, με δικό της οργανισμό λειτουργίας, ο οποίος καθορίζεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών. Στη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού συνιστώνται μία θέση Γενικού Διευθυντή και μία θέση Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, αμφότεροι μετακλητοί υπάλληλοι, οι οποίοι θα ορίζονται με απόφαση του Υφυπουργού Εξωτερικών. Ο Γενικός Διευθυντής και ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής επικουρούν τον Υφυπουργό Εξωτερικών στο έργο του ως προϊσταμένου της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού και ασκούν τα καθήκοντα που θα τους ανατεθούν με απόφαση του Υφυπουργού Εξωτερικών. Οι εν λόγω υπάλληλοι θα πρέπει να διαθέτουν πτυχίο A.E.I, της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής, καθώς και εμπειρία σχετική προς το αντικείμενο. Οι υπάλληλοι αυτοί εξομοιώνονται βαθμολογικά και μισθολογικά, ο μεν Γενικός Διευθυντής με Πληρεξούσιο Υπουργό Α΄, ο δε Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής με Πληρεξούσιο Υπουργό Β΄ της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών. Σε περίπτωση που οι ανωτέρω είναι υπάλληλοι ή λειτουργοί του δημόσιου τομέα, ο χρόνος υπηρεσίας στη θέση του Γενικού Διευθυντή ή του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού λογίζεται για όλες τις συνέπειες ως πραγματική υπηρεσία στην οργανική του θέση. Για την υποστήριξη του Υφυπουργού στο εν θέματι έργο του συνιστώνται δύο θέσεις ειδικών συμβούλων και δύο θέσεις ειδικών συνεργατών, που προσλαμβάνονται με απόφαση του Υφυπουργού Εξωτερικών με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, η οποία λύεται αυτοδικαίως, χωρίς αποζημίωση, και ο προσληφθείς απολύεται με την αποχώρηση του Υφυπουργού που τον προσέλαβε. Οι ειδικοί σύμβουλοι και οι ειδικοί συνεργάτες πρέπει να έχουν τα γενικά προσόντα που απαιτούνται για το διορισμό των δημοσίων διοικητικών πολιτικών υπαλλήλων, εκτός από το ανώτατο όριο ηλικίας, καθώς επίσης να είναι κάτοχοι πτυχίου A.E.I, της ημεδαπής ή ισότιμου της αλλοδαπής ή να διαθέτουν εμπειρία στο θεματικό αντικείμενο των καθηκόντων που θα τους ανατεθούν, ενώ για τις αποδοχές τους ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις που ρυθμίζουν τις αποδοχές των ειδικών συμβούλων και συνεργατών του ν. 1558/1985 (ΦΕΚ 137 Α΄)»

αρθρο 32 - Απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης ασθενοφόρων αυτοκινήτων

Η παράγραφος 9 του άρθρου 132 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄) «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας», όπως αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 27 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α΄) «Ομολογιακά δάνεια, τιτλοποίηση απαιτήσεων και απαιτήσεων από ακίνητα και άλλες διατάξεις», αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«9. Απαλλάσσονται από το τέλος ταξινόμησης τα ασθενοφόρα αυτοκίνητα που παραλαμβάνονται από το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, τα Περιφερειακά Συστήματα Υγείας Πρόνοιας (Πε.Σ.Υ.Π.) και αποκεντρωμένες μονάδες αυτών, το Εθνικό Κέντρο Άμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.), καθώς και νοσοκομεία που λειτουργούν ως Ν.Π.Ι.Δ. επιχορηγούμενα από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από τη δημοσίευση του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α΄)»

αρθρο 33 - Επιστροφή παρακρατηθέντος φόρου επί τόκων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου σε κατοίκους εξωτερικού

Το δικαίωμα αξίωσης της επιστροφής στους μόνιμους κατοίκους εξωτερικού του παρακρατηθέντος φόρου επί των τόκων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, που καταβλήθηκαν σε αυτούς μέσα στο έτος 1999, παρατείνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004.

αρθρο 34

1. Η παράγραφος 1 (Δ) του άρθρου 4 του π.δ. 274/2000, η οποία είχε προστεθεί με το άρθρο 1 παράγραφος 2 εδάφιο στ΄ του π.δ. 103/2003, αντικαθίσταται ως εξής:

«Όταν η χρηματοδότηση γίνεται από προγράμματα ή χρηματοδοτικά σχήματα που διαχειρίζονται οι Περιφέρειες της χώρας, η ένταξη των πράξεων διενεργείται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα στον οποίο υπάγεται η διαχειριστική αρχή του προγράμματος, σύμφωνα με το ν. 2860/2000, όπως ισχύει, ενώ οι σχετικές αποφάσεις χρηματοδότησης υπογράφονται από τον Γενικό Γραμματέα Έρευνας και Τεχνολογίας και συνυπογράφονται από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας.»

2. Αντικαθίστανται τα εδάφια, τα οποία είχαν προστεθεί στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του ν. 1514/1985 με το άρθρο 1 παράγραφος 5 του ν. 2919/2001, με το ακόλουθο εδάφιο, ως εξής:

«Βιομηχανικές επιχειρήσεις και άλλες παραγωγικές μονάδες φυσικών ή νομικών προσώπων οποιασδήποτε φύσεως και μορφής του ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα που λειτουργούν στη χωρική αρμοδιότητα καθεμιάς των Διοικητικών Περιφερειών του Κράτους, μπορούν, μετά από πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος της οικείας Περιφέρειας ή της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (Γ.Γ.Ε.Τ.), να υποβάλλουν προτάσεις για χρηματοδότηση (επιχορήγηση ή συνδρομή) αυτών, από προγράμματα και άλλα χρηματοδοτικά σχήματα που διαχειρίζεται η Περιφέρεια. Το π.δ. 274/2000 εφαρμόζεται αναλόγως και σε αυτήν την περίπτωση.»

αρθρο 35

Το σύνολο των εργαζομένων σε όλα, ανεξαιρέτως, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (έντυπα και ηλεκτρονικά) και το κάθε είδους προσωπικό, το οποίο εμπλέκεται στην παραγωγή, διανομή και διακίνηση τύπου, υποχρεούται να παρέχει την εργασία του κατά την αργία της 13ης Αυγούστου 2004, ημερομηνία έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων και αμείβεται για την εργασία του αυτή κατά τις κείμενες διατάξεις για παροχή εργασίας σε ημέρες αργίας.

αρθρο 36

Μέχρι και την 31η Οκτωβρίου 2004 απαγορεύονται οι διαδικασίες και η λήψη μέτρων ατομικής ή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και των προσωρινών διαταγών, εντός ή εκτός της χώρας, σε βάρος των Εταιρειών «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ - ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Α.Ε.» και «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΛΟΪΑ Α.Ε.», και οποιουδήποτε περιουσιακού τους στοιχείου, ομοίως δε και κατά παντός παραρτήματος τούτου, αναγκαίου ή πρόσφορου προς εξυπηρέτηση αυτού ή των χρηστών του, οι δε τυχόν ανωτέρω εκκρεμείς διαδικασίες, καθώς και οι συνέπειες των μέτρων τούτων αναστέλλονται κατά το άνω διάστημα.

αρθρο 37

1. Στο τέλος του άρθρου 78 «Διαχειριστικές υποχρεώσεις Α.Α.Ε. και Τ.Α.Α.» του ν. 2725/1999, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα, προστίθεται παράγραφος 6 που έχει ως εξής:

«6. Ειδικότερα για την αγωνιστική περίοδο 2004-2005 στο άθλημα του ποδοσφαίρου, ως έναρξη αυτής θεωρείται η ημερομηνία έναρξης του πρωταθλήματος της Α΄ Εθνικής Κατηγορίας.»

2. Αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 110 του ν. 2725/1999, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα, «Πρωταθλήματα επαγγελματικού ποδοσφαίρου» και διατυπώνεται ως εξής:

«1. Όσον αφορά τη λειτουργία της Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας ισχύουν τα ακόλουθα:

Οι ανερχόμενες ποδοσφαιρικές ομάδες από τη Δ΄ στη Γ΄ Εθνική Κατηγορία για την αγωνιστική περίοδο 2004-2005 και εφεξής δύνανται να επιλέγουν τη μορφή της Ποδοσφαιρικής Ανώνυμης Εταιρίας ή του Τ.Α.Π. με την οποία θα μετέχουν στο πρωτάθλημα της Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας. Οι ανωτέρω ομάδες οφείλουν να συστήσουν Π.Α.Ε. ή Τ.Α.Π. το αργότερο δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από την έναρξη του οικείου πρωταθλήματος, αλλιώς αποβάλλονται από αυτό. Την απόφαση της αποβολής λαμβάνει το Δ.Σ. της Ε.Π.Α.Ε. ύστερα από πρόταση της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού, το αργότερο δέκα (10) ημέρες πριν από την έναρξη του πρωταθλήματος.

Οι Π.Α.Ε. που δικαιούνται συμμετοχής στο πρωτάθλημα της Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας δύνανται, μετά από σχετική απόφαση των μετόχων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1920, να αποφασίσουν τη λύση τους και με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μελών του Ιδρυτικού Σωματείου να αντικατασταθούν από Τμήματα Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών (Τ.Α.Π.), σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2725/1999, και τα οποία υποκαθιστούν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τις Π.Α.Ε..

Για την ασφαλιστική κάλυψη των ποδοσφαιριστών του Τ.Α.Π. εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 89 του ν. 2725/1999, όπως αυτός ισχύει σήμερα.

Τα Τ.Α.Π. διέπονται από τους κανονισμούς που ισχύουν για όλες τις ομάδες Α΄, Β΄ και Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας.»

3. Τροποποιείται η παρ. 1 του άρθρου 112 του ν. 2725/1999, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί και ισχύει έως σήμερα, «Πρωταθλήματα επαγγελματικού ποδοσφαίρου», ως ακολούθως:

«1. Τα κατ΄ έτος διεξαγόμενα πρωταθλήματα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου είναι:

α) το πρωτάθλημα της Α΄ Εθνικής Κατηγορίας και

β) το πρωτάθλημα της Β΄ Εθνικής Κατηγορίας.»

4.α. Τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 99 του ν. 2725/1999 και επαναδιατυπώνεται ως κατωτέρω: «1. Μέλη της Ε.Π.Α.Ε. καθίστανται οι Π.Α.Ε. και τα Τ.Α.Π. που έχουν δικαίωμα συμμετοχής στα Ποδοσφαιρικά Πρωταθλήματα Α΄, Β΄ και Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας.»

β. Τροποποιείται η παράγραφος 2β του άρθρου 99 του ν. 2725/1999 και επαναδιατυπώνεται ως εξής:

«Πάρεδρα μέλη είναι οι Π.Α.Ε. και τα Τ.Α.Π. που συμμετέχουν στο πρωτάθλημα της Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας.»

5. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 115 του ν. 2725/1999 η φράση «Από την αγωνιστική περίοδο 2004-2005» αντικαθίσταται από τη φράση «Από την αγωνιστική περίοδο 2006-2007».

6. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 117 του ν. 2725/1999 η φράση «Για τις αγωνιστικές περιόδους 2001-2002, 2002-2003 και 2003-2004» αντικαθίσταται από τη φράση «Για τις αγωνιστικές περιόδους 2004-2005 και 2005-2006».

7. Η παράγραφος 1 του άρθρου 118 του ν. 2725/1999 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Για τις αγωνιστικές περιόδους 2004-2005 και 2005-2006 σε κάθε Τ.Α. Κ. της Α2 Εθνικής Κατηγορίας καλαθοσφαίρισης παρέχεται από τη Γ.Γ.Α. ετήσια τακτική επιχορήγηση εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.»

8. Προστίθεται παράγραφος 6 στο τέλος του άρθρου 115 του ν. 2725/1999, όπως αυτός ισχύει σήμερα:

«6. Οι Κ.Α.Ε. που δικαιούνται συμμετοχής στο πρωτάθλημα της Α2 Εθνικής Κατηγορίας δύνανται, μετά από σχετική απόφαση των μετόχων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1920 να αποφασίσουν τη λύση τους και με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μελών του Ιδρυτικού Σωματείου να αντικατασταθούν από Τμήματα Αμειβομένων Καλαθοσφαιριστών (Τ.Α.Κ.), σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2725/1999, και τα οποία υποκαθιστούν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τις Κ.Α.Ε..»

αρθρο 38 - Φορολόγηση επαναπατριζόμενων κεφαλαίων

1. Φυσικά και νομικά πρόσωπα που είναι φορολογικά υπόχρεα στην Ελλάδα δύνανται να μεταφέρουν κεφάλαια, τα οποία διαθέτουν σε οποιαδήποτε μορφή τραπεζικών λογαριασμών στην αλλοδαπή, σε τραπεζικούς λογαριασμούς της ημεδαπής, σε χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, καταβάλλοντος φόρο με συντελεστή 3% επί της αξίας τους κατά το χρόνο της μεταφοράς.

2. Με την καταβολή του προβλεπόμενου στην προηγούμενη παράγραφο φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου για τα κεφάλαια αυτά.

3. Η εισαγωγή των κεφαλαίων θα γίνεται μέσω τραπεζών ή άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εγκατεστημένων στην ημεδαπή, με δήλωση - εξουσιοδότηση του ενδιαφερομένου προς την τράπεζα.

4. Οι τράπεζες υποχρεούνται να παρακρατούν το φόρο κατά την εισαγωγή των κεφαλαίων και να τον αποδίδουν με ειδική δήλωση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα, τηρώντας το τραπεζικό και φορολογικό απόρρητο όσον αφορά την ταυτότητα των ενδιαφερομένων.

Ο τύπος και το περιεχόμενο της παραπάνω δήλωσης, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

5. Η καταβολή του φόρου νομιμοποιεί φορολογικά τη χρήση των κεφαλαίων αυτών στην Ελλάδα και απαλλάσσει τον υπόχρεο από γεγενημένες φορολογικές υποχρεώσεις, καθώς και από τυχόν φορολογικά αδικήματα που προέβλεπε ή προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, αναφορικά με τα κεφάλαια αυτά και μόνο. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι λοιπές μη φορολογικού χαρακτήρα διατάξεις, ιδίως των νόμων 2331/1995 και 3034/2002.

6. Σε περίπτωση απόκτησης περιουσιακών στοιχείων δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 2238/1994.

7. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία μεταφοράς των κεφαλαίων αυτών στην Ελλάδα, ο τύπος και το περιεχόμενο της υποβαλλόμενης από τον υπόχρεο δήλωσης, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

αρθρο 39 - Οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα

1. Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου.

2. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεων τους σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να μην προχωρήσουν σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη τους ούτε σε συνέχιση διαδικασιών που έχουν ήδη αρχίσει, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004 ή εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 οι οφειλέτες ή οι εγγυητές πρέπει να υποβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση.

Η αποπληρωμή της προκύπτουσας κατά τα ως άνω οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια πέντε (5) έως επτά (7) ετών, εκ των οποίων δύο (2) έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος και η αποπληρωμή θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Η οφειλή θα είναι έντοκη με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο της ενήμερης οφειλής για όμοιες χρηματοδοτήσεις.

3. Παρέλευση της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου άπρακτης ή καθυστέρηση στην εξόφληση δόσης που έχει συμφωνηθεί με τη ρύθμιση πέραν των ενενήντα (90) ημερών παρέχει το δικαίωμα στο πιστωτικό ίδρυμα να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω. Στην περίπτωση αυτή η οφειλή θα εκτοκίζεται με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης.

4. Στην περίπτωση απαιτήσεων από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που είχαν συνομολογηθεί κατά την ισχύ του ν. 2789/2000 και το ύψος των οποίων υπερβαίνει τα 2.201.000,00 ευρώ, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί την 31.12.1999 με το κεφάλαιο, τους συμβατικούς τόκους χωρίς ανατοκισμό και λοιπά έξοδα ή το αρχικό κεφάλαιο υπερβαίνει τις 400.000,00 ευρώ, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 και του α΄ εδαφίου της παρ. 2 του παρόντος άρθρου. Και στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης ούτε η συνέχιση διαδικασιών που έχουν αρχίσει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004 ή εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα προχωρήσουν, κατά τους όρους των τελευταίων δύο εδαφίων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, σε ρύθμιση της εξόφλησης της κατά περίπτωση συνολικής οφειλής που απορρέει από τις παραπάνω συμβάσεις, μετά από αίτηση των οφειλετών ή των εγγυητών που πρέπει να υποβληθεί στα πιστωτικά ιδρύματα μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 το αργότερο.

Μη εμπρόθεσμη υποβολή αίτησης κατά τα προαναφερθέντα ή καθυστέρηση στην εξόφληση δόσης που έχει συμφωνηθεί με τη ρύθμιση πέραν των ενενήντα (90) ημερών, παρέχει το δικαίωμα στο πιστωτικό ίδρυμα να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής. Στην περίπτωση αυτή η οφειλή θα εκτοκίζεται με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης.

5. Προκειμένου περί οφειλών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών σχετικών με την επαγγελματική τους αυτή δραστηριότητα, που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, όπως ισχύει, το συνολικό ύψος τους δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών το διπλάσιο του ποσού της οφειλής, όπως διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση. Για δάνεια που χορηγήθηκαν πριν από το έτος 1990, εφόσον δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία των οφειλών αυτών για την ανεύρεση του αρχικού κεφαλαίου, η συνολική οφειλή δεν δύναται να υπερβαίνει ποσοστό 150% του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην τελευταία προ του έτους 1990 ρύθμιση. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να υπολογίζουν το ύψος της οφειλής της παρούσας παραγράφου, να τη γνωστοποιούν στον οφειλέτη και να συνομολογούν τη ρύθμιση εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης, η οποία πρέπει να υποβληθεί μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 το αργότερο. Και ως προς τις οφειλές αυτές ισχύουν οι λοιπές διατάξεις του παρόντος άρθρου.

6. Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου πρέπει να συνομολογούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την εμπρόθεσμη υποβολή της αίτησης, εφαρμοζόμενης και στην περίπτωση αυτή της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 47 του ν. 2873/2000, όπως ισχύει.

7. Εάν κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου διαγραφούν από τα πιστωτικά ιδρύματα ποσά τόκων ή κεφαλαιοποιημένα ποσά τόκων:

α) αυτό δεν θα επιφέρει επιβολή προστίμων, προσαυξήσεων ή τελών, που προβλέπονται με διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας,

β) τα ποσά αυτά δύνανται να έρχονται σε μείωση της καθαρής θέσης ή να αποσβεσθούν σε διάρκεια πέντε (5) ετών.

8. Καταβολές που έγιναν οποτεδήποτε από τον οφειλέτη, τον εγγυητή ή τρίτο και αφορούν σε οφειλές ρυθμιζόμενες με τις ανωτέρω παραγράφους, αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος.

9. Στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υπάγονται και οι οφειλές επιχειρήσεων που τέθηκαν σε εκκαθάριση ή ειδική εκκαθάριση χωρίς όμως να έχει εγκατασταθεί και να αρχίσει τις εργασίες του ο εκκαθαριστής ή ο ειδικός εκκαθαριστής αντίστοιχα.

10. Στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υπάγονται και τα δάνεια που έχουν ρυθμισθεί με βάση το ν. 128/1975.

11. Τα δικαιώματα του παρόντος άρθρου έχουν και οι καθολικοί διάδοχοι του πρωτοφειλέτη ή του εγγυητή.

12. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, όπως ισχύει.

αρθρο 40 - Αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς

Ο χρόνος τήρησης και χρήσης από τα πιστωτικά ιδρύματα ή τρίτους ή χάριν αυτών δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς δεν μπορεί να υπερβαίνει τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα για τις αντιστοίχως αναφερόμενες περιπτώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι έχει εξοφληθεί η οφειλή στο σύνολο της και έχει παρέλθει το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα για το σύνολο των καταχωρημένων στο αρχείο δεδομένων:

1. Απλήρωτες επιταγές επί του σώματος των οποίων έχει βεβαιωθεί εμπρόθεσμα από την πληρώτρια τράπεζα η αδυναμία πληρωμής και απλήρωτες, κατά τη λήξη τους, συναλλαγματικές και γραμμάτια εις διαταγήν, τρία (3) έτη.

2. Καταγγελίες συμβάσεων δανείων και πιστώσεων, τρία (3) έτη.

3. Διαταγές πληρωμής, πέντε (5) έτη.

4. Προγράμματα πλειστηριασμών και περιλήψεις εκθέσεων κατάσχεσης, επτά (7) έτη.

5. Κατασχέσεις και επιταγές προς πληρωμή του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», επτά (7) έτη.

6. Διοικητικές κυρώσεις του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, επτά (7) έτη.

αρθρο 41 - Έναρξη ισχύος

1. Οι διατάξεις των κεφαλαίων Α΄, Β΄ και Γ΄ του παρόντος νόμου εφαρμόζονται από τη 15η Ιουλίου 2004.

2. Οι λοιπές διατάξεις του νόμου αυτού ισχύουν από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.

       Εκτύπωση σελίδας
Πίσω Αρχή Aρχική σελίδα


ΓΡΑΦΕΙΑ: ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 1, ΜΑΡΟΥΣΙ, Τ.Κ. 151 22. ΤΗΛ. 210 3217721, 210 3310096, 210 3240557, FAX: 210 3216671