ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
"ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ & ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ"

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑΤΟΣ "ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ - Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ."
Πίσω Aρχική σελίδα

 ΘΕΜΑ:  
ΙΚΑ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 65/29.09.2010 (Αρ. Πρωτ. Σ22/3/29.09.2010)

Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 5 του Ν. 3863/2010, που αφορά θέματα Διαδοχικής Ασφάλισης.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΣΗ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΑΣΦ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣH ΠΑΡΟΧΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Ταχ. Δ/νση: Αγ. Κων/νου 8 (10241)
Αριθ. Τηλεφώνου: 2105215280-81
Πληροφορίες: M. Σπυριδάκης
FAX: 2105228747
e-mail:diefpar@ika.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ
Αθήνα, 29 / 9 /2010
Αριθ. Πρωτ. Σ22/3
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΡ . 65

ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 5 του Ν. 3863/2010, που αφορά θέματα Διαδοχικής Ασφάλισης.

Σας κοινοποιούμε για αρχική ενημέρωσή σας το με αρθμ. πρωτ. Φ1500/οικ.20074/372/20.9.2010 έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων με τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν.3863/2010 «Νέο Ασφαλιστικό σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις»(Φ.Ε.Κ. 115/ τ. Α’/15.7.2010), οι οποίες αφορούν θέματα Διαδοχικής Ασφάλισης.

Στη συνέχεια θα ακολουθήσουν οδηγίες με διευκρινιστικές εγκυκλίους, τόσο για την κατοχύρωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος , όσο και την αναγνώριση των πλασματικών χρόνων , την απασχόληση των συνταξιούχων κ.λ.π. σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Διαδοχικής Ασφάλισης.

Συν/κά:1. Φ.Ε.Κ.(1)

2. Έγγραφο(1)

Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΑΒΕΛΛΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ &
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Ταχ. δ/νση : Σταδίου 29
Ταχ. κώδικας : 10110
Τηλέφωνα : 210-3368136
210-3368135
210-3368134
diad@ggka.gr

Αθήνα, 20/09/2010
Α.Π.: Φ. 1500/οικ.20074/372

Προς: Όλους τους Οργανισμούς Κύριας
και Επικουρικής Ασφάλισης
Κοιν.: 1. Υπουργείο Οικονομικών
Γενικό Λογιστήριο του Κράτους
Διεύθυνση 47η , Κάνιγγος 29
101 10, Αθήνα
2. Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας
Διεύθυνση Πρόνοιας Ναυτικών
Εθνικής Αντιστάσεως 1
185 31, Πειραιά

ΘΕΜΑ: Οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 του Ν. 3863/2010 που αφορά θέματα Διαδοχικής Ασφάλισης.

Σας γνωρίζουμε ότι στο Φ.Ε.Κ. 115Α δημοσιεύθηκε ο Ν.3863/2010 «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» με το οποίο ρυθμίζονται εκτός των άλλων και θέματα που αφορούν τη διαδοχική ασφάλιση. Για την εφαρμογή των διατάξεων της Διαδοχικής Ασφάλισης σας παρέχουμε τις παρακάτω οδηγίες.

ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

Άρθρο 5, παρ. 1.

Με την παρ. 1 του άρθρου αυτού, αντικαταστάθηκε το άρθρο 2 του Ν.Δ/τος 4202/1961, όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 9 του Ν. 1405/83 και το άρθρο 14 του Ν. 1902/90, το οποίο καθόριζε τον αρμόδιο οργανισμό για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Ειδικότερα:

α) Με τη ρύθμιση της περ. 1, της παρ. 1 διατηρείται η αρχή της απονομής της σύνταξης από τον τελευταίο οργανισμό, εφόσον ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλισή του 1500 ημέρες ασφάλισης εκ των οποίων όμως είκοσι (20) μήνες ή 500 ημέρες κατά την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή της υποβληθείσης αίτησης για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος.

Για την κρίση του δικαιώματος λόγω αναπηρίας ή θανάτου απαιτείται η πραγματοποίηση στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού σαράντα (40) μηνών ή 1000 ημερών εκ των οποίων οι δώδεκα (12) μήνες ή 300 ημέρες ασφάλισης θα πρέπει να αφορούν την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης.

Ο οργανισμός που θα είναι αρμόδιος να κρίνει το συνταξιοδοτικό δικαίωμα θα εξετάσει αν ο ασφαλισμένος έχει τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία του για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Επομένως θα εξετάσει αν ο τελευταίος συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση που στην περίπτωση των συντάξεων λόγω γήρατος είναι η συμπλήρωση του απαιτούμενου ορίου ηλικίας και χρόνου ασφάλισης, στην περίπτωση σύνταξης λόγω αναπηρίας ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης καθώς και ο βαθμός με τον οποίο έχει κριθεί ανάπηρος από τα αρμόδια υγειονομικά όργανα και στην περίπτωση σύνταξης λόγω θανάτου το αν ο θανών είχε πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης.

Συνεπώς, όπου στη νομοθεσία μερικών ασφαλιστικών οργανισμών υπάρχουν διατάξεις που θέτουν ειδικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, οι προϋποθέσεις αυτές δε λαμβάνονται υπόψη. Τέτοιες προϋποθέσεις αναφέρονται ενδεικτικά από τις διατάξεις του πέμπτου εδαφίου της παρ. 1 του νόμου. Γενικά όμως περιλαμβάνονται κάθε είδους προϋποθέσεις που περιορίζουν τη θεμελίωση του δικαιώματος. Στις προϋποθέσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται χρονικές προϋποθέσεις που είναι θεμελιωτικές του συνταξιοδοτικού δικαιώματος της αναπηρίας και του θανάτου.

β) Με τη διάταξη της περ. 2 της παρ. 1, παρέμεινε η διάταξη με την οποία καθορίζεται η κρίση του δικαιώματος από τον οργανισμό στον οποίο πραγματοποίησε ο ασφαλισμένος το μεγαλύτερο αριθμό ημερών εργασίας εφόσον αυτός δεν έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού τον αριθμό ημερών που ορίζονται από την παρ. 1 (1500 ημέρες εργασίας εκ των οποίων 500 την τελευταία πενταετία για το γήρας, 1000 ημέρες εργασίας εκ των οποίων 300 την τελευταία πενταετία για την αναπηρία και το θάνατο) ή αν τις έχει πραγματοποιήσει αλλά δεν πληροί τις χρονικές προϋποθέσεις της νομοθεσίας του, με την προϋπόθεση όμως ότι για να καταστεί αρμόδιος θα πρέπει ο ασφαλισμένος να έχει συμπληρώσει ένα από τα όρια ηλικίας που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού, καθώς και να έχει κριθεί ανάπηρος με το απαιτούμενο αναπηρίας για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας.

Επομένως το δικαίωμα του ασφαλισμένου θα κρίνεται από τον οργανισμό στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης στον οποίο δεν περιλαμβάνεται ο τελευταίος, εφόσον υπάρχουν οι εξής προϋποθέσεις:

αα) ο ασφαλισμένος συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας του οργανισμού αυτού,

ββ) ο ασφαλισμένος που ζητά να συνταξιοδοτηθεί λόγω γήρατος πρέπει να έχει συμπληρώσει ένα από τα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση που προβλέπει η νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού,

γγ) ο ασφαλισμένος που ζητά να συνταξιοδοτηθεί λόγω αναπηρίας θα πρέπει να έχει κριθεί ανάπηρος με το ποσοστό αναπηρίας που προβλέπει η νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού,

δδ) τα μέλη της οικογενείας θανόντος ασφαλισμένου που ζητούν να συνταξιοδοτηθούν λόγω θανάτου, θα πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού αυτού και όχι του τελευταίου.

γ) Με την περ. 3 της παρ. 1 παρέμεινε η διάταξη που όριζε ότι, αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας του οργανισμού στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας, το δικαίωμά του κρίνεται από τους άλλους οργανισμούς κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας εκτός του τελευταίου.

Σημειώνεται ότι, για να διαβιβάσει το φάκελο του ασφαλισμένου ο οργανισμός στον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι περισσότερες ημέρες εργασίας στον επόμενο κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας οργανισμό, δεν είναι απαραίτητο ο ασφαλισμένος να έχει συμπληρώσει ένα από τα όρια ηλικίας που προβλέπονται από τη νομοθεσία του, διότι η προϋπόθεση αυτή απαιτείται να υπάρχει μόνο στον τελευταίο οργανισμό.

δ) Επίσης παρέμεινε η διάταξη που ορίζει ότι αν ο ασφαλισμένος δεν έχει τις προϋποθέσεις όλων των Οργανισμών στους οποίους ασφαλίστηκε πριν από τον τελευταίο, τότε ο τελευταίος καθίσταται αρμόδιος για την κρίση του δικαιώματος λόγω γήρατος εφόσον ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλισή του 1000 ημέρες εργασίας ή σαράντα (40) μήνες ασφάλισης εκ των οποίων 300 ημέρες εργασίας ή δώδεκα (12) μήνες ασφάλισης την τελευταία πενταετία. Για την κρίση όμως του δικαιώματος λόγω αναπηρίας ή θανάτου ο ασφαλισμένος θα πρέπει να έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού οποτεδήποτε 300 ημέρες εργασίας.

ε) Με την περ. 4 της παρ. 1 παρέμεινε η διάταξη που ορίζει ότι στη Διαδοχική Ασφάλιση ολόκληρος ο χρόνος υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για τον καθορισμό του ποσού της σύνταξης και δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού.

ΕΝΑΡΞΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΑ

Άρθρο 5, παρ. 2.

Με το άρθρο 69 του Ν. 2084/1992 προστέθηκαν διατάξεις στο τέλος της παρ.3 του άρθρου 11 του Ν. 1405/1983 που ορίζουν ότι ο συμμετέχων οργανισμός επιβαρύνεται με τη δαπάνη συνταξιοδότησης όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το όριο ηλικίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του, οπότε και καταβάλλεται σε αυτόν το ποσό της σύνταξης που του αναλογεί και γίνεται η απόδοση της σχετικής επιβάρυνσης. Αν ο οργανισμός που απονέμει τη σύνταξη χορηγεί σύνταξη σε ηλικία μικρότερη από την ηλικία με την οποία συνταξιοδοτούνται οι ασφαλισμένοι που υπάγονται στον Κανονισμό Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων του Ι.Κ.Α., ο συμμετέχων Οργανισμός επιβαρύνεται με τη δαπάνη συνταξιοδότησης όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το όριο ηλικίας που προβλέπεται από την νομοθεσία του Ι.Κ.Α. για τη συνταξιοδότηση των υπαγόμενων στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, οπότε και καταβάλλεται στον ασφαλισμένο το ποσό της σύνταξης που του αναλογεί και γίνεται η σχετική επιβάρυνση.

Με το άρθρο 1, παρ. 4, εδ. β΄, του Ν. 3232/2004 δόθηκε η δυνατότητα κατ΄ επιλογή του ασφαλισμένου, η τμηματική σύνταξη του συμμετέχοντα να καταβληθεί ταυτόχρονα με αυτή του απονέμοντα οργανισμού μειωμένη όμως κατά 3% για κάθε χρόνο που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας των προβλεπομένων από τις διατάξεις του άρ. 69 του Ν. 2084/92.

Με την παρ. 2 του Ν. 3863/10 τροποποιήθηκε το εδάφιο β΄ και ορίζεται ότι η ταυτόχρονη καταβολή του τμηματικού ποσού σύνταξης του συμμετέχοντα με αυτό του απονέμοντα οργανισμού θα συνεπάγεται μείωση της σύνταξης κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται έως τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρ. 69 του Ν. 2084/92 ορίων ηλικίας.

ΣΥΝΤΑΞΙΜΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΦΟΡΕΩΝ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ

Άρθρο 5, παρ. 3.

Ως γνωστόν από τις διατάξεις των παρ. 2 περ. α΄, 5, 12β΄ και του δευτέρου εδαφίου της παρ. 13 του άρθρου 1 του Ν. 3232/2004, ορίστηκε ποιες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης όταν α) οι χρόνοι που συνυπολογίζονται διανύθηκαν σε οργανισμούς κύριας ασφάλισης μισθωτών και β) όταν ο απονέμων τη σύνταξη ασφαλίζει μισθωτούς και είναι προηγούμενος του τελευταίου οργανισμού. Έτσι ορίστηκε ότι ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης πραγματοποιείται βάσει των αποδοχών των ασφαλισμένων που λαμβάνονται υπόψη για την απονομή της σύνταξης σύμφωνα με τη νομοθεσία του κάθε οργανισμού αναπροσαρμοσμένες με το μέσο Ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, με εξαίρεση το Δημόσιο, για το οποίο ως προς την αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 9 και 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 166/2000) κατά περίπτωση.

Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 3863/2010 επαναπροσδιορίστηκαν οι συντάξιμες αποδοχές βάση των οποίων θα υπολογιστεί το ποσό της σύνταξης ώστε εκτός από την επικαιροποίηση αυτών με βάση το μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή να συμπεριληφθεί και η εξέλιξη των εισοδημάτων και η αναβάθμιση της ασφαλιστικής κλάσης των ασφαλισμένων.

Έτσι, ορίστηκε ότι οι συντάξιμες αποδοχές των φορέων ασφάλισης μισθωτών που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2α, 5, 12β και 13 του άρθρου 1 του Ν.3232/2004 θα πολλαπλασιάζονται, για κάθε έτος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε από τη διακοπή της ασφάλισης σε αυτούς μέχρι το προηγούμενο έτος του χρόνου υποβολής της αίτησης, με ορισμένους συντελεστές οι οποίοι θα μεταβάλλονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων με βάση την εξέλιξη των συντελεστών ωρίμανσης των μισθών και ημερομισθίων.

Σημειώνεται ότι ο πολλαπλασιασμός με τους συντελεστές θα ισχύσει και για το Δημόσιο πέραν της αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 και 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 166/200), ώστε να υπολογισθεί η ωρίμανση των μισθών.

Οι παραπάνω συντελεστές καταχωρούνται στον παρακάτω πίνακα:

ΕΤΗ
ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΕΩΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟ-ΔΟΤΗΣΗ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ

ΕΤΗ
ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΕΩΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟ-ΔΟΤΗΣΗ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ

ΕΤΗ
ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΕΩΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟ-ΔΟΤΗΣΗ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ

1

1,020

16

1,373

31

1,848

2

1,040

17

1,400

32

1,885

3

1,061

18

1,428

33

1,922

4

1,082

19

1,457

34

1,961

5

1,104

20

1,486

35

2,000

6

1,126

21

1,516

36

2,040

7

1,149

22

1,546

37

2,081

8

1,172

23

1,577

38

2,122

9

1,195

24

1,608

39

2,165

10

1,219

25

1,641

40

2,208

11

1,243

26

1,673

41

2,252

12

1,268

27

1,707

42

2,297

13

1,294

28

1,741

43

2,343

14

1,319

29

1,776

44

2,390

15

1,346

30

1,811

45

2,438

Προς διευκόλυνση παραθέτουμε και τον πίνακα εξέλιξης ετήσιων μεταβολών του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή:

Έτος

Σύγκριση δείκτη Δεκεμβρίου κάθε έτους με τον αντίστοιχο δείκτη του προηγούμενου έτους

Σύγκριση μέσου ετήσιου δείκτη κάθε έτους, με τον αντίστοιχο δείκτη του προηγούμενου έτους

Δείκτης Δεκ.

Μεταβολή %

Μέσος ετήσιος δείκτης

Μεταβολή %

1959

1,302

__

1,293

__

1960

1,348

3,5

1,315

1,7

1961

1,337

-0,8

1,339

1,8

1962

1,360

1,7

1,334

-0,3

1963

1,378

1,3

1,374

3,0

1964

1,398

1,5

1,386

0,9

1965

1,467

4,9

1,428

3,0

1966

1,536

4,7

1,499

4,9

1967

1,515

-1,3

1,524

1,7

1968

1,556

2,7

1,530

0,3

1969

1,589

2,1

1,567

2,5

1970

1,648

3,7

1,614

3,0

1971

1,696

2,9

1,663

3,0

1972

1,808

6,6

1,735

4,3

1973

2,362

30,7

2,004

15,5

1974

2,680

13,5

2,542

26,9

1975

3,100

15,7

2,882

13,4

1976

3,463

11,7

3,266

13,3

1977

3,906

12,8

3,664

12,2

1978

4,356

11,5

4,123

12,5

1979

5,434

24,8

4,908

19,0

1980

6,858

26,2

6,129

24,9

1981

8,401

22,5

7,628

24,5

1982

10,001

19,0

9,240

21,1

1983

12,016

20,2

11,104

20,2

1984

14,185

18,0

13,154

18,5

1985

17,706

24,8

15,694

19,3

1986

20,716

17,0

19,306

23,0

1987

23,982

15,8

22,472

16,4

1988

27,331

14,0

25,510

13,5

1989

31,389

14,8

29,005

13,7

1990

38,572

22,9

34,932

20,4

1991

45,522

18,0

41,728

19,5

1992

52,078

14,4

48,354

15,9

1993

58,335

12,0

55,322

14,4

1994

64,557

10,7

61,338

10,9

1995

69,671

7,9

66,818

8,9

1996

74,750

7,3

72,293

8,2

1997

78,274

4,7

76,296

5,5

1998

81,303

3,9

79,932

4,8

1999

83,534

2,7

82,039

2,6

2000

86,796

3,9

84,624

3,2

2001

89,440

3,0

87,480

3,4

2002

92,469

3,4

90,655

3,6

2003

95,313

3,1

93,856

3,5

2004

98,261

3,1

96,576

2,9

2005

101,819

3,6

100,000

3,5

2006

104,781

2,9

103,196

3,2

2007

108,849

3,9

106,183

2,9

2008

110,990

2,0

110,593

4,2

2009

113,922

2,6

111,931

1,2

Για πλήρη κατανόηση παραθέτουμε το κάτωθι παράδειγμα:

Έστω ότι ένας ασφαλισμένος υπήχθη στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. μέχρι και το 1995 και στη συνέχεια στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε.-Τ.Ε.Β.Ε. στο οποίο υπέβαλλε αίτηση το 2010. Ο Ο.Α.Ε.Ε.-Τ.Ε.Β.Ε. ως αρμόδιος για την απονομή της σύνταξης αφού προβεί στους τρεις τρόπους υπολογισμού του ποσού της σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3232/2004 υπολογίζει και το αναλογούν ποσό σύνταξης του Ι.Κ.Α.

Για να καθοριστεί το αναλογούν ποσό σύνταξης του Ι.Κ.Α. με τις ισχύουσες διατάξεις θα πρέπει κατ΄ αρχήν να γίνει ο καθορισμός του ποσού συντάξιμων αποδοχών του Ι.Κ.Α. Όταν προσδιοριστεί το ποσό των συντάξιμων αποδοχών του Ι.Κ.Α. σύμφωνα με την νομοθεσία του, θα επικαιροποιηθεί με την αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και στη συνέχεια θα προσαυξηθεί με τον ανάλογο συντελεστή όπως ορίζει η σχετική διάταξη του νόμου. Αν οι συντάξιμες αποδοχές του Ι.Κ.Α. το έτος 1995 ήταν χίλια ευρώ (1000 ) θα επικαιροποιηθούν με την αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή από το έτος 1995 έως το έτος 2009 ήτοι

111,931 χ 1000 = 1675,16 και στη συνέχεια θα πολλαπλασιαστούν με το συντελεστή 1,319 για τα 14 έτη
66,818

που μεσολαβούν από το 1995 μέχρι το 2009. Το τελικό διαμορφούμενο ποσό συντάξιμων αποδοχών ανέρχεται στο ποσό των 2.209,54.

Η ισχύς των ανωτέρω παραγράφων αρχίζει από 1.1.2011 για αιτήσεις που υποβάλλονται από την ημερομηνία αυτή και εφεξής.

ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ ΟΑΕΕ

Άρθρο 5, παρ. 4

Με την παρ. 1γ του άρθρου 1 του Ν. 3232/04 καθορίσθηκαν τα ποσοστά επί τοις εκατό των συντάξιμων αποδοχών για κάθε έτος ασφάλισης και μέχρι τα 35 έτη σε 2% για τον ΟΑΕΕ-ΤΣΑ, 2,85 % για τον ΟΑΕΕ-ΤΑΕ και 3% για τον ΟΑΕΕ-ΤΕΒΕ, όταν τα Ταμεία αυτά καθίστανται συμμετέχοντες στη σύνταξη οργανισμοί.

Μετά τη σύσταση του ΟΑΕΕ (άρ. 1 Ν.2676/1999) και την κατάργηση των Οργανισμών ΤΕΒΕ-ΤΑΕ-ΤΣΑ και από την έναρξη λειτουργίας του νέου Οργανισμού (1-1-2007), δόθηκε η δυνατότητα στους ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ να επιλέξουν ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης και τα χορηγούμενα επιδόματα την εφαρμογή των καταστατικών διατάξεων των καταργηθέντων Ταμείων ή των καταστατικών διατάξεων του ΟΑΕΕ (παρ. 1, άρ. 7, Ν. 2676/99 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3552/07, άρ. 8).

Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω, τα ποσοστά που ορίσθηκαν με την παρ. 1γ του άρθρου 1 του Ν. 3232/04 εξακολουθούν να ισχύουν μόνο στην περίπτωση που ο συμμετέχων οργανισμός είναι ο ΟΑΕΕ και επιλεχθούν από τους ασφαλισμένους οι καταστατικές διατάξεις των καταργηθέντων Ταμείων.

Με την παρ. 4 του άρθρου 5 του Νόμου, στην περίπτωση που συμμετέχων οργανισμός είναι ομοίως ο Ο.Α.Ε.Ε. αλλά επιλεχθούν για τη συνταξιοδότηση οι καταστατικές του διατάξεις και όχι οι αναφερόμενες στην προηγούμενη παράγραφο, το ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης για κάθε έτος ασφάλισης και μέχρι τη συμπλήρωση 35 ετών ασφάλισης, καθορίστηκε σε 2%.

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΦΟΡΕΩΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΟΥ Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.

Άρθρο 5, παρ. 5.

Με το Ν. 3518/2006 αναδιαρθρώθηκαν οι Κλάδοι του Ταμείου Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, με το δε άρθρο 2 αυτού καταργήθηκε από 1-1-2007 ο Ειδικός Λογαριασμός Πρόσθετων Παροχών (Ε.Λ.Π.Π.) και η πρόσθετη σύνταξη του Λογαριασμού αυτού αντικαταστάθηκε από την Ειδική Προσαύξηση η οποία βαρύνει τον Κλάδο Κύριας Σύνταξης του Ταμείου από τον οποίο και καταβάλλεται. Επίσης, με το άρ. 3 του ίδιου Νόμου ορίσθηκαν οι προϋποθέσεις υποχρεωτικής ή προαιρετικής αντίστοιχα υπαγωγής των ασφαλιζόμενων προσώπων στην Ειδική Προσαύξηση.

Με το άρθρο 6 καθορίσθηκε ως χρόνος ασφάλισης για τη θεμελίωση δικαιώματος στην Ειδική Προαύξηση ο διαδραμών στην Ειδική Προσαύξηση από την πρώτη του επομένου της δημοσίευσης του αυτού Νόμου (1-1-2007), καθώς και ο χρόνος που έχει διανυθεί στην ασφάλιση του ΕΛΠΠ.

Με την παρ. 2 του άρθρου 7, ορίζεται ότι οι περί Διαδοχικής Ασφάλισης διατάξεις έχουν εφαρμογή μεταξύ του καταργηθέντος ΕΛΠΠ και των άλλων φορέων επικουρικής ασφάλισης, εφόσον ο χρόνος που διανύθηκε στον Ειδικό Λογαριασμό δε θεωρήθηκε ως χρόνος ασφάλισης στην Ειδική Προσαύξηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ίδιου Νόμου.

Αντίθετα, οι διατάξεις της Διαδοχικής Ασφάλισης δε θα εφαρμόζονταν στις περιπτώσεις που διανυθείς χρόνος στον Ε.Λ.Π.Π. θεωρούνταν χρόνος ασφάλισης στην Ειδική Προσαύξηση, με αποτέλεσμα να μην αξιοποιούνται οι χρόνοι ασφάλισης των εργαζομένων σε άλλους επικουρικούς φορείς.

Έτσι, με την παρ. 5 του άρθρου 5 του Νόμου αυτού, ορίσθηκε ότι σε περιπτώσεις Διαδοχικής Ασφάλισης ο χρόνος υπαγωγής στην ασφάλιση άλλου επικουρικού φορέα και σε αυτήν του καταργούμενου ΕΛΠΠ μπορεί να συνυπολογισθεί με τις ισχύουσες περί Διαδοχικής Ασφάλισης διατάξεις στο χρόνο της Ειδικής Προσαύξησης, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει χωρήσει ασφάλιση στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α. – Τομείς Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων ή σε προγενέστερο επικουρικό φορέα στον οποίο μπορεί να συνυπολογισθεί ο χρόνος αυτός. Η διάταξη αυτή ισχύει από 1.1.2006.

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΣΥΝΤΑΞΙΜΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΤΣΜΕΔΕ

Άρθρο 5, παρ. 6.

Όπως είναι γνωστό, με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3232/2004 ορίστηκε, για τους ασφαλισμένους διαδοχικά από 1/1/1979 και εφεξής καθώς και για όσους ασφαλίστηκαν οποτεδήποτε από φορέα ασφάλισης μισθωτών σε φορέα ασφάλισης αυτοτελώς απασχολούμενων και αντίστροφα, νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων με χορήγηση από τον αρμόδιο για απονομή της σύνταξης Οργανισμό του αθροίσματος των τμηματικών ποσών σύνταξης που αντιστοιχούν στο χρόνο ασφάλισης των δικαιωματούχων στον κάθε φορέα ασφάλισής τους.

Για τον υπολογισμό αυτού του τμηματικού ποσού σύνταξης, ο απονέμων φορέας, ο οποίος διεξάγει όλη τη διαδικασία υπολογισμού, λαμβάνει υπόψη τις συντάξιμες αποδοχές των αντίστοιχων χρονικών περιόδων ασφάλισης όπως προβλέπονται από την πάγια νομοθεσία των καταστατικών των Ασφαλιστικών Οργανισμών και τις οποίες οι τελευταίοι υποχρεούνται να διαβιβάζουν με αλληλογραφία στον απονέμοντα φορέα

Το ΤΣΜΕΔΕ, το οποίο ασφαλίζει και μισθωτούς, διαβίβαζε, μέχρι και την 31-12-2005, στους απονέμοντες τη σύνταξη, το ποσό το οποίο είχε με Υπουργική Απόφαση οριστεί να υπολογίζεται βάσει τεκμαρτού μισθού που ισοδυναμούσε με το βασικό μισθό δημοσίου υπαλλήλου 2ου βαθμού του έτους 1981, προσαυξημένου κατά 12% για τους μονοσυνταξιούχους και κατά 6% για τους διπλοσυνταξιούχους με τις κατ’ έτος αυξήσεις.

Με την ψήφιση του Ν. 3518/2006 περί Αναδιάρθρωσης του ΤΣΜΕΔΕ και με το άρθρο 8 αυτού, παρ. 1, προβλέφθηκε ότι από 1.1.2006 το ποσό σύνταξης για τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους του Ταμείου και για 35 χρόνια ασφάλισης θα ανερχόταν σε 816 ευρώ. Σαν αποτέλεσμα εμφανίστηκε η αδυναμία συνάρτησης αυτού του συντάξιμου ποσού με το ποσό των συντάξιμων αποδοχών προς γνωστοποίηση στους απονέμοντες τη σύνταξη φορείς σύμφωνα με τις διατάξεις του προαναφερόμενου άρ. 1 του Ν. 3232/04.

Έτσι με τις διατάξεις της παραγράφου 6 προσδιορίζεται ως ποσό συντάξιμων αποδοχών του Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων από 1.1.2006 το ποσό των χιλίων είκοσι (1.020) ευρώ στις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης στις οποίες ο Τομέας αυτός καθίσταται συμμετέχων Οργανισμός στην απονομή συντάξεως. Το ποσό αυτό θα προσαυξάνεται κατά το εκάστοτε ποσοστό αύξησης των συντάξεων του Ε.Τ.Α.Α.- Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε

Με τη συγκεκριμένη διάταξη δίνεται η νομοθετική επίλυση του ζητήματος του καθορισμού των συντάξιμων αποδοχών του Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3232/2004 και να διεκπεραιωθούν οι λόγω της ως άνω διαμορφωθείσας νομοθετικής ασυμβατότητας εκκρεμείς συνταξιοδοτικές υποθέσεις.

ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΠΟΣΟΥ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΠΑΡ. 7 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΜΟΝΟΥ ΤΟΥ Ν. 3847/2010 , ΣΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ.

Άρθρο 5, παρ. 7.

Με την παρ. 7 του Ν. 3847/2010 (Φ.Ε.Κ. 67 Α΄) ορίστηκε ότι συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν θεμελιωθεί ή θεμελιώνονται μέχρι 31/12/2010 από τους τακτικούς υπαλλήλους και λειτουργούς, καθώς και τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος, που συνταξιοδοτούνται με βάση τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 169/2007, Φ.Ε.Κ. 210 Α΄) ή με διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτόν, καθώς και από τους ασφαλισμένους των πρώην Ειδικών Ταμείων που έχουν ενταχθεί στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., δε θίγονται από την παραμονή στην υπηρεσία μετά την ανωτέρω ημερομηνία και τυχόν συνταξιοδοτικές μεταβολές στη διάρκεια αυτής δεν επηρεάζουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησής τους, καθώς και τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξής τους.

Με την παρ. 7 ορίζεται ότι οι διατάξεις που αφορούν τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης του παρόντος άρθρου ισχύουν και για τους ασφαλισμένους της παρ. 7 του άρθρου μόνου του Ν. 3847/2010.

ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ

Άρθρο 5, παρ. 8.

Με τις διατάξεις της περ. α΄ της παρ. 8 του άρθρου 5, ορίζεται ότι οι διατάξεις της Διαδοχικής Ασφάλισης εφαρμόζονται σε πρόσωπα που κατέχουν τη βουλευτική ιδιότητα, τη θέση του Υπουργού ή Υφυπουργού καθώς και των αιρετών προέδρων κοινοτήτων, δημάρχων και νομαρχών.

Με τις διατάξεις της περ. β΄ της παρ. 8 του άρθρου 5, παρέχεται η δυνατότητα στα παραπάνω πρόσωπα να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στους κλάδους κύριας, επικουρικής σύνταξης και πρόνοιας, στους οποίους ήταν ασφαλισμένα πριν από την εκλογή τους. Εναλλακτικά, μπορούν να αναγνωρίσουν τους χρόνους που αντιστοιχούν στη θητεία τους στους ανωτέρω κλάδους οποτεδήποτε.

Το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλλουν σχετικό αίτημα δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό. Οι αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές καταβάλλονται στο σύνολό τους (εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη) από τους ενδιαφερόμενους.

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 75, παρ. 7.

α) Με την παρ. 7 καταργείται η παρ. 10 του αρ. 1 του Ν. 3232/04 που αφορά την έκδοση Δελτίου Διαδοχικής Ασφάλισης λόγω έλλειψης υποδομής, διοικητικού μηχανισμού και ενοποιημένου μηχανογραφικού αρχείου των ασφαλισμένων όλων των Οργανισμών.

Επισημαίνεται ότι για την επιτάχυνση του χρόνου απονομής των συντάξεων θεσπίστηκε σχετική διάταξη (άρθρο 15 του Ν. 3846/2010) που προβλέπει την έκδοση προσυνταξιοδοτικής βεβαίωσης για όλους τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς.

β) Επίσης, καταργείται η παρ. 11 του αρ. 1 του Ν. 3232/2004 σχετικά με τη μηχανογραφική εφαρμογή απονομής των συντάξεων με τη διαδοχική ασφάλιση, διότι εντάχθηκε μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της χαρτογράφησης επιχειρησιακών λειτουργιών και σχεδιασμού των πληροφοριακών συστημάτων του χώρου της Κοινωνικής Ασφάλισης.

γ) Τέλος, καταργείται και η παρ. β του αρ. 2 του Ν. 3232/2004. Έτσι, ο τρόπος διακανονισμού του ποσού της σύνταξης που περιγράφεται από τις διατάξεις του άρθρου 2, του Ν. 3232/2004 εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις χορήγησης συντάξεων αναπηρίας οι οποίες δεν είναι οριστικές.

Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΑΝΗΣ

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ

Αρ. Φύλλου 115

15 Ιουλίου 2010

NOMO Σ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3863

Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Άρθρο 1

Εγγυήσεις − Εννοιολογικοί προσδιορισμοί

1. Το Δημόσιο εγγυάται τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού Συστήματος της χώρας με σκοπό τη διασφάλιση αξιοπρεπούς σύνταξης για κάθε δικαιούχο.

2. Βασική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές και χορηγείται μετά την 1-1-2015, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος αυτός.

3. Αναλογική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών για τα έτη ασφάλισης, από 1.1.2011 και εφεξής, κάθε ασφαλισμένου που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης μετά την 1-1-2015 σε φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο. Το αναλογικό ποσό σύνταξης βαρύνει τους προϋπολογισμούς των ασφαλιστικών οργανισμών κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο για τους ασφαλισμένους του Δημοσίου.

4. Τα θέματα του νόμου αυτού που αναφέρονται στους τακτικούς υπαλλήλους και λειτουργούς του Δημοσίου, τους στρατιωτικούς και τους τακτικούς υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ., οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμίδας θα ρυθμιστούν με ειδικό συνταξιοδοτικό νόμο των αρμόδιων Υπουργών.

Για τους υπαλλήλους της Βουλής τα θέματα του νόμου αυτού θα κανονιστούν από τον Κανονισμό της Βουλής.

Άρθρο 2

Βασική σύνταξη

1. Από 1.1.2015 και εφεξής καθιερώνεται βασική σύνταξη. Το ύψος της βασικής σύνταξης, για το έτος 2010, καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων εξήντα (360,00) ευρώ μηνιαίως, για 12 μήνες και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρ. 11 του νόμου αυτού.

2. Την ανωτέρω βασική σύνταξη δικαιούνται:

Α. Οι ασφαλισμένοι των οργανισμών κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, οι στρατιωτικοί και οι τακτικοί υπάλληλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμίδας, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2015 και εφεξής.

Η βασική σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία συνταξιοδότησης από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα ή το Δημόσιο. Στους ασφαλισμένους των οποίων η σύνταξη, σύμφωνα με το άρθρ. 4 του Κεφαλαίου αυτού, αποτελεί άθροισμα δύο τμημάτων, η βασική σύνταξη υπολογίζεται αναλογικά, με βάση τα έτη ασφάλισης από 1.1.2011 και εφεξής προς το συνολικό χρόνο ασφάλισης.

Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος κατά 1/35 για κάθε χρόνο που υπολείπεται των τριάντα πέντε (35) ετών διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου και του 65ου έτους της ηλικίας. Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται στις περιπτώσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, σε μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας, καθώς και στην περίπτωση χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου. Η μείωση της βασικής σύνταξης προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη γήρατος, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης. Για τους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της βασικής σύνταξης, και με ποσοστό από 50% έως και 66,99% χορηγείται το 50% αυτής. Οι μειώσεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του Ν. 612/1977 (ΦΕΚ Α΄ 164), καθώς και για τα πρόσωπα του τετάρτου εδαφίου της περ. α´ της παραγράφου 1 των άρθρων 1 και 26 του Π.Δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210 Α΄).

Στις περιπτώσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου, το ποσό της βασικής σύνταξης προσδιορίζεται για τον επιζώντα σύζυγο και κάθε συνδικαιούχο με βάση το δικαιούμενο, σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε φορέα ή σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, ποσοστό σύνταξης λόγω θανάτου.

Προκειμένου για τέκνα, η καταβολή του εν λόγω ποσοστού της βασικής σύνταξης λήγει με τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που ορίζονται από τη νομοθεσία. Το καταβαλλόμενο σε αυτά ποσοστό, μετά τη διακοπή χορήγησής του, προστίθεται στο ποσοστό που χορηγείται στο δικαιούχο επιζώντα σύζυγο και έως το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης. Εάν ο συνταξιούχος λόγω θανάτου λαμβάνει σύνταξη και από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μιας σύνταξης λόγω θανάτου, δικαιούται βασική σύνταξη για την εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη και για τη μεγαλύτερη από τις συντάξεις λόγω θανάτου. Εάν ο συνταξιούχος, λόγω θανάτου, σύζυγος εργάζεται ή απασχολείται δικαιούται βασική σύνταξη.

Σε περίπτωση επιμερισμού της εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξης μεταξύ δικαιούχου και τέκνων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του νόμου αυτού, το ποσό της βασικής σύνταξης κατανέμεται κατά τα ίδια ποσοστά.

Προκειμένου για συνταξιούχους εξ ιδίου δικαιώματος με περισσότερες της μίας συντάξεις χορηγείται μία βασική σύνταξη. Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούμενου μιας πλήρους σε ποσό και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης βασικής σύνταξης είναι πλήρες και καταβάλλεται από το φορέα που χορηγεί την πλήρη σύνταξη. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης, σε αυτή την κατηγορία συνταξιούχων, είναι ο απονέμων την αναλογική σύνταξη φορέας κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο.

Β. Οι ανασφάλιστοι και όσοι έχουν πραγματοποιήσει λιγότερες από 4.500 ημέρες ή 15 (δεκαπέντε) έτη ασφάλισης σε ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, εφόσον πληρούν αθροιστικά τα παρακάτω κριτήρια:

α) Έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους.

β) Το ατομικό και το οικογενειακό τους εισόδημα, από οποιαδήποτε πηγή, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, δεν υπερβαίνουν το ποσό των πέντε χιλιάδων σαράντα (5.040) ευρώ και δέκα χιλιάδων ογδόντα (10.080) ευρώ αντίστοιχα. Τα ανωτέρω ποσά ανακαθορίζονται κατά το ποσοστό αναπροσαρμογής της βασικής σύνταξης.

γ) Διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη, μεταξύ του 15ου και του 65ου έτους της ηλικίας τους. Η μόνιμη διαμονή αποδεικνύεται με τη διαδικασία που προβλέπεται για τη χορήγηση άδειας διαμονής στους πολίτες τρίτων Χωρών.

Το ύψος της βασικής σύνταξης είναι πλήρες για όσους πληρούν αθροιστικά τα ανωτέρω κριτήρια και έχουν συμπληρώσει στη χώρα τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) πλήρη έτη διαμονής και μειώνεται κατά 1/35 για κάθε 1 (ένα) έτος που υπολείπεται των τριάντα πέντε (35) ετών διαμονής. Η βασική σύνταξη σε αυτή την κατηγορία των δικαιούχων δεν μεταβιβάζεται σε δικαιοδόχα πρόσωπα. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης είναι ο ΟΓΑ σε περίπτωση μη δικαιούχων αναλογικού ποσού σύνταξης και οι φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο από τους οποίους καταβάλλεται το αναλογικό ποσό σύνταξης.

3. Η εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων γίνεται με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων περί προστασίας των πολιτών των κρατών−μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και των σχετικών συμβάσεων που έχει επικυρώσει η Ελλάδα.

……………………………………………………………………………………………………………………………………

Άρθρο 5

Ρύθμιση θεμάτων διαδοχικής ασφάλισης

1. Οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/ 1961 (ΦΕΚ Α΄ 175), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 του ν. 1405/1983 (ΦΕΚ 180 Α΄) και το άρθρο 14 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α΄), αντικαθίστανται ως ακολούθως:

«1. Τα πρόσωπα τα οποία ασφαλίσθηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς, δικαιούνται σύνταξη από τον τελευταίο οργανισμό, στον οποίο ήταν ασφαλισμένα κατά την τελευταία χρονική περίοδο της απασχόλησής τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του οργανισμού αυτού, εφόσον πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του:

α) Πέντε (5) ολόκληρα έτη ή 1.500 ημέρες ασφάλισης εκ των οποίων όμως είκοσι (20) μήνες ή 500 ημέρες κατά την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή αίτησης για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος.

β) Σαράντα (40) μήνες ή 1.000 ημέρες εκ των οποίων όμως 12 (δώδεκα) μήνες ή 300 ημέρες αντίστοιχα κατά την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας ή θανάτου.

Ως νομοθεσία του Οργανισμού για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, καθώς και των επόμενων παραγρ. 2 και 3, νοούνται οι διατάξεις που ορίζουν τον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότηση χρόνο, την ηλικία, την αναπηρία και το θάνατο.

Ειδικές διατάξεις, που αφορούν στην ύπαρξη ενεργού ασφαλιστικού δεσμού, στη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας σε δεδομένο χρόνο σε σχέση με το χρόνο διακοπής της απασχόλησης, στην παραγραφή κ.λπ., δεν λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

2. Αν ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού τον αριθμό ημερών εργασίας ή των ετών ασφάλισης, που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, αλλά στην περίπτωση αυτή δεν έχει πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού, χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή των μελών της οικογένειάς του λόγω θανάτου ή δεν πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού, τον αριθμό ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούνται σύνταξη αυτός ή τα μέλη της οικογένειάς του από τον οργανισμό, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, στον οποίο δεν περιλαμβάνεται ο τελευταίος, εφόσον:

α) Ο ασφαλισμένος που αιτείται τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας, έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας ή είναι ανάπηρος με το ποσοστό αναπηρίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού.

β) Πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού με τον περισσότερο χρόνο ασφάλισης.

3. Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, τότε το δικαίωμα του ασφαλισμένου κρίνεται από τους άλλους οργανισμούς, στους οποίους ασφαλίσθηκε κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας, εκτός από τον τελευταίο.

Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία όλων των οργανισμών, στους οποίους ασφαλίσθηκε πριν από τον τελευταίο, τότε ο τελευταίος οργανισμός είναι αρμόδιος για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος εφόσον ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλισή του 1.000 ημέρες εργασίας ή σαράντα (40) μήνες ασφάλισης, εκ των οποίων 300 ημέρες εργασίας ή δώδεκα (12) μήνες ασφάλισης αντιστοίχως την τελευταία πενταετία και για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας και θανάτου, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλισή του οποτεδήποτε 300 ημέρες εργασίας.

4. Ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όσο και για τον καθορισμό της σύνταξης και δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού.»

2. Το εδάφιο β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του Ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Το ανωτέρω τμηματικό ποσό δύναται κατ’ επιλογή του ασφαλισμένου να καταβληθεί ταυτόχρονα με αυτό του απονέμοντα, μειωμένο κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται έως τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρθρου 69 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄) ορίων ηλικίας.»

3. Οι συντάξιμες αποδοχές των φορέων ασφάλισης μισθωτών που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2α, 5, 12β και 13 του άρθρου 1 του ν. 3232/ 2004 (ΦΕΚ 48 Α΄), πολλαπλασιάζονται για κάθε έτος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε από τη διακοπή της ασφάλισης σε αυτούς, μέχρι το προηγούμενο έτος του χρόνου υποβολής της αίτησης, σύμφωνα με τους παρακάτω συντελεστές.

ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΩΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ

ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΩΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ

ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΩΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ

1

1,020

16

1,373

31

1,848

2

1,040

17

1,400

32

1,885

3

1,061

18

1,428

33

1,922

4

1,082

19

1,457

34

1,961

5

1,104

20

1,486

35

2,000

6

1,126

21

1,516

36

2,040

7

1,149

22

1,546

37

2,081

8

1,172

23

1,577

38

2,122

9

1,195

24

1,608

39

2,165

10

1,219

25

1,641

40

2,208

11

1,243

26

1,673

41

2,252

12

1,268

27

1,707

42

2,297

13

1,294

28

1,741

43

2,343

14

1,319

29

1,776

44

2,390

15

1,346

30

1,811

45

2,438

Οι συντελεστές μεταβάλλονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Οικονομικών, μετά την εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης, από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων με βάσει την εξέλιξη των συντελεστών ωρίμανσης των μισθών και ημερομισθίων. Η ισχύς των ανωτέρω παραγράφων 1, 2 και 3 αρχίζει από 1.1.2011 για αιτήσεις που υποβάλλονται από την ημερομηνία αυτή και εφεξής.

4. Το ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης σύμφωνα με την παράγραφο 1β του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄), όταν ο ΟΑΕΕ είναι συμμετέχων φορέας και επιλεγούν για τη συνταξιοδότηση οι ασφαλιστικές του διατάξεις, καθορίζεται σε 2% για κάθε έτος ασφάλισης και μέχρι τριάντα πέντε (35) έτη ασφάλισης.

5. Στο άρθρο 7 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α΄) προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:

«3. Σε περίπτωση που έχει διανυθεί διαδοχικά χρόνος ασφάλισης σε επικουρικό φορέα και στον καταργούμενο Ε.Λ.Π.Π. ο χρόνος αυτός μπορεί να συνυπολογισθεί στο χρόνο της Ειδικής Προσαύξησης σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας για τη διαδοχική ασφάλιση, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει χωρήσει ασφάλιση στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α.−Τομείς Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων ή σε προγενέστερο επικουρικό φορέα στον οποίο μπορεί να συνυπολογισθεί ο χρόνος αυτός. Η διάταξη αυτή ισχύει από 1.1.2006.»

6. Στο άρθρο 8 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α΄) προστίθεται παράγρ/φος 3 ως εξής:

«3. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων περί διαδοχικής ασφάλισης, όταν ο Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.) είναι συμμετέχων φορέας, οι συντάξιμες αποδοχές ορίζονται στο ποσό των χιλίων είκοσι (1.020) ευρώ από 1-1-2006.

Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά το εκάστοτε ποσοστό αύξησης των συντάξεων του Ε.Τ.Α.Α.−Τομέας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων.»

7. Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού δεν ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 7, του άρθρου μόνου, του Ν. 3847/2010 (ΦΕΚ 67 Α΄), που αφορούν τον υπολογισμό της σύνταξης.

8. α) Οι διατάξεις του ν.δ. 4202/1961 (ΦΕΚ 175 Α΄), όπως αυτές ισχύουν, εφαρμόζονται και επί προσώπων που κατέχουν τη βουλευτική ιδιότητα, τη θέση Υπουργού ή Υφυπουργού, καθώς και των αιρετών, προέδρων κοινοτήτων, δημάρχων και νομαρχών του προϊσχύσαντος καθεστώτος.

β) Τα ανωτέρω πρόσωπα δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στους Κλάδους κύριας, επικουρικής σύνταξης και πρόνοιας, στους οποίους ήταν ασφαλισμένοι πριν την εκλογή τους ή να αναγνωρίσουν τους χρόνους που αντιστοιχούν στη θητεία τους, οποτεδήποτε, στους συγκεκριμένους Κλάδους. Στις περιπτώσεις αυτές οι αναλογούσες εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία του κάθε ασφαλιστικού φορέα βαρύνουν τα πρόσωπα αυτά.

……………………………………………………………………………………………………………………………………….

       Εκτύπωση σελίδας
Πίσω Αρχή Aρχική σελίδα


ΓΡΑΦΕΙΑ: ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 1, ΜΑΡΟΥΣΙ, Τ.Κ. 151 22. ΤΗΛ. 210 3217721, 210 3310096, 210 3240557, FAX: 210 3216671