ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
"ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ & ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ"

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑΤΟΣ "ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΓΕΝΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ"
Πίσω Aρχική σελίδα

 ΘΕΜΑ:  
ΡΑΕ Αριθμ. απόφ. 97/05.03.2015

Πρακτική διαδικασία χρέωσης ετήσιων ανταποδοτικών τελών ηλεκτρικής ενέργειας.

Αριθμ. απόφ. 97/2015

(ΦΕΚ Β΄ 914/20.05.2015)

Πρακτική διαδικασία χρέωσης ετήσιων ανταποδοτικών τελών ηλεκτρικής ενέργειας.

Η ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

(Τακτική συνεδρίαση στις 05 Μαρτίου 2015)

Λαμβάνοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του Ν. 2773/1999 «Απελευθέρωση αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας − Ρύθμιση θεμάτων ενεργειακής πολιτικής και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 286), και ιδίως τις διατάξεις του εδαφίου α΄ της παρ. 1 του άρθρου 6 του νόμου αυτού, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 3426/2005 και ισχύει.

2. Τις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 38, του Ν. 4001/2011 «Για τη λειτουργία Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις» (ΦΕΚ Α΄ 179), όπως ισχύει.

3. Τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. Δ5/ΗΛ/Β/Φ1/ΟΙΚ. 591/12.01.2001 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, με θέμα «Καθορισμός τελών άσκησης δραστηριότητας στον τομέα της ενέργειας που αποτελούν πόρους της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας» (ΦΕΚ Β΄ 43).

4. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη εις βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.

Σκέφτηκε ως εξής:

1. Επειδή στο εδάφιο α΄ της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 2773/1999 «Πόροι − Οικονομική διαχείριση της ΡΑΕ», όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 3426/2005, ρητά ορίζεται ότι: «1. Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η ΡΑ. Ε. εισπράττει, ως πόρους αυτής: α) Ανταποδοτικά τέλη που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις του τομέα της ενέργειας και ειδικότερα:

1) Εφάπαξ τέλη, για την επεξεργασία και γνωμοδότηση επί των αιτήσεων που υποβάλλονται για τη χορήγηση ή τροποποίηση ή επέκταση άδειας προς άσκηση δραστηριότητας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας ή του φυσικού αερίου. 2) Ετήσια τέλη, για την άσκηση δραστηριότητας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου και των υγρών καυσίμων. [...]».

2. Επειδή βάσει των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 38, του Ν. 4001/2011 (ΦΕΚ Α΄ 179), «[γ]ια την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η ΡΑΕ εισπράττει, ως πόρους αυτής: α) [α]νταποδοτικά τέλη που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις του τομέα της ενέργειας και ειδικότερα: (αα) [ε]φάπαξ τέλη, για την επεξεργασία και γνωμοδότηση επί των αιτήσεων που υποβάλλονται για τη χορήγηση, ή τροποποίηση, ή επέκταση άδειας προς άσκηση δραστηριότητας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας ή του φυσικού αερίου, (ββ) [ε]τήσια τέλη, για την άσκηση δραστηριότητας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, τον φυσικού αερίου και των υγρών καυσίμων, β) ....». Επίσης, σύμφωνα με την παρ. 3 του ιδίου ως άνω άρθρου 38 του Ν. 4001/2011 «3. Η ΡΑΕ, με απόφαση της, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζει τη μεθοδολογία υπολογισμού των ανταποδοτικών τελών ανά δραστηριότητα και ακολουθούμενη πρακτική διαδικασία, στο πλαίσιο της εν γένει άσκησης των αρμοδιοτήτων της.

3. Επειδή στο άρθρο 3 της υπ’ αριθ. Δ5/ΗΛ/Β/Φ1/οικ.591/ 12.01.2001 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης «Καθορισμός τελών άσκησης δραστηριότητας στον τομέα της ενέργειας που αποτελούν πόρους της ΡΑΕ» (ΦΕΚ Β΄ 43/22.01.2001, με τίτλο «Κατηγορίες τελών», αναφέρεται ότι: «7. Στις επιχειρήσεις του τομέα ενέργειας, οι οποίες δραστηριοποιούνται στην ελληνική επικράτεια, επιβάλλονται τα προβλεπόμενα στην παρούσα απόφαση ανταποδοτικά τέλη υπέρ της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας για την εκ μέρους της εποπτεία της αγοράς ενέργειας, τη φροντίδα για τη διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά αυτή, περιλαμβανομένης της επεξεργασίας και γνωμοδότησης για τη χορήγηση των απαιτούμενων αδειών, τη φροντίδα σχετικά με την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας και την προστασία τον φυσικού περιβάλλοντος, την επεξεργασία των προγραμμάτων ανάπτυξης και τη φροντίδα για τη βιωσιμότητα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων του τομέα της ενέργειας. 2. Στις επιχειρήσεις αυτές του τομέα ενέργειας επιβάλλονται ειδικότερα:

α) Εφάπαξ ανταποδοτικό τέλος το οποίο καταβάλλεται κατά τη χορήγηση, επέκταση ή τροποποίηση άδειας για την άσκηση δραστηριότητας στον τομέα ενέργειας και β) Ετήσια ανταποδοτικά τέλη». Τέλος, στο άρθρο 7 της ανωτέρω κοινής υπουργικής απόφασης, ορίζεται ότι «Το ανά μονάδα ύψος των ετήσιων ανταποδοτικών τελών, όπως για κάθε περίπτωση ορίζεται στα άρθρα 4 έως και 6 αναπροσαρμόζεται από 1.1.2002 αυτόματα ετησίως κατά το ποσοστό μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, όπως αυτό προσδιορίζεται από την ΕΣΥΕ.

Το κατ’ έτος ισχύον ανά μονάδα ύψος των ετήσιων ανταποδοτικών τελών δημοσιεύεται με τη φροντίδα της ΡΑΕ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».

4. Επειδή το εννοιολογικό περιεχόμενο «ανταποδοτικού τέλους» αναλύεται εκτενώς στις αποφάσεις του ΣτΕ 2113/1963, 1311−3/1964, 2462/1999, 2482/2001, 3293/2005, 2000/2010, 1627/2012, 875/2013 και 2527/2013. Σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές, καθώς και με όσα γίνονται παγίως δεκτά στη νομολογία και τη δημοσιονομική θεωρία, το «ανταποδοτικό τέλος» είναι οικονομικό βάρος που καταβάλλεται από τον πολίτη που επιδιώκει να απολαύσει συγκεκριμένη και ειδική αντιπαροχή εκ μέρους του Κράτους. Το ανταποδοτικό τέλος διέπεται κατά βάση, από τους κανόνες της αντιστοιχίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, και της ελεύθερης χρησιμοποίησης της αντιπαροχής από τον χρήστη. Ειδικότερα, κατά την υπ’ αριθ. 54/2003 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, το «ανταποδοτικό τέλος» αποτελεί αναγκαστική παροχή, όπως και ο «φόρος», καταβάλλεται όμως έναντι ειδικής αντιπαροχής, ήτοι έναντι ειδικώς παρεχομένης υπηρεσίας προς την οποία τελεί κατά βάση σε σχέση αντιστοιχίας, γιατί αποσκοπεί στην κάλυψη του κόστους της υπηρεσίας αυτής (βλ. ΣτΕ 2462/1999, 649, 950/81 ΑΕΔ 5/84 και ΣτΕ 875/2013).

5. Επειδή η ορθή διάκριση οικονομικών επιβαρύνσεων, ως «φόρων», ή ως «ανταποδοτικών τελών» έχει σημασία για την εκτίμηση της συνταγματικότητας της σχετικής επιβολής τους, ιδίως σχετικά με την έκταση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 78 του Συντάγματος για τη φορολογική νομιμότητα και το επιτρεπτό της νομοθετικής εξουσιοδότησης για την επιβολή «ανταποδοτικών τελών».

Πράγματι, ενώ κατ’ αρχήν απαγορεύεται η επιβολή «φόρων» κατά νομοθετική εξουσιοδότηση, η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει επί «ανταποδοτικών τελών» (βλ. ΣτΕ 1239/1961, ΣτΕ 3222/1968, ΣτΕ 3036/1970, ΣτΕ 3046/2003 κ.αλ.).

Αξίζει να σημειωθεί ότι και στην περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 6 της Οδηγίας 2008/7/ΕΚ του Συμβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2008 περί των έμμεσων φόρων των επιβαλλόμενων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων, προβλέπεται ειδική εξαίρεση από την απαγόρευση των έμμεσων φόρων, για τις περιπτώσεις φόρων οι οποίοι έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα. Επομένως, εάν δημόσια υπηρεσία ενεργεί πράξεις στο πλαίσιο των καθηκόντων της για ίδιο λογαριασμό, αλλά επ’ ωφελεία ιδιωτών, ή παρέχει συγκεκριμένες υπηρεσίες σε ιδιώτες, η απαιτούμενη καταβολή πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα.

Συγκεκριμένα, από την υπ’ αριθ. 54/2003 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, προκύπτει ότι το «ανταποδοτικό τέλος» συνδέεται αμέσως με το κόστος παραγωγής της παρεχόμενης υπηρεσίας και συνεπώς έχει, κατά παρέκκλιση του κανόνα του μη ειδικού προορισμού των δημοσίων εξόδων, ως ειδικό προορισμό τη χρηματοδότηση της δημόσιας δαπάνης που είναι αναγκαία για την διατήρηση και λειτουργία της υπηρεσίας αυτής.

Περαιτέρω, σχετικά με τα ετήσια ανταποδοτικά τέλη (EAT) και την ειδική αντιπαροχή της χρήσης της άδειας, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, όσον αφορά τους κατόχους Γενικής Άδειας ταχυδρομικών υπηρεσιών, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, με την υπ’ αριθ. 417/2000 γνωμοδότηση του, έκρινε ότι τα ετήσια τέλη δεν επιμερίζονται αφού ως «ετήσιο τέλος νοείται το τέλος που επιβάλλεται στις ταχυδρομικές επιχειρήσεις, οι οποίες εγγράφονται, ή διαγράφονται κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, ανεξάρτητα αν αυτές έχουν εγγραφεί στην αρχή, ή το τέλος του έτους, ανεξάρτητα αν αυτές έχουν λειτουργήσει, ή όχι κατά τη διάρκεια του έτους». Ως εκ τούτου, θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί η κατ’ αναλογίαν υιοθέτηση της ως άνω γνωμοδότησης και στην περίπτωση των ετήσιων τελών άσκησης δραστηριότητας στον τομέα της ενέργειας.

6. Επειδή τα ετήσια ανταποδοτικά τέλη (EAT), τα οποία προβλέπονται στην ως άνω υπ’ αριθμ. Δ5/ΗΑ/Β/Φ1/ οικ.591/12.01.2001 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, υπολογίζονται και εισπράττονται από το Διαχειριστή του Συστήματος (ΑΔΜΗΕ ΑΕ) και καταβάλλονται στον τραπεζικό λογαριασμό της ΡΑΕ.

Για το λόγο αυτό, η Αρχή αποστέλλει στην ΑΔΜΗΕ ΑΕ, στις αρχές κάθε έτους, ένα αρχείο excel με το «Μητρώο Αδειών Παραγωγής Η/Ε», στο οποίο περιλαμβάνονται οι άδειες όπως ισχύουν και αποτυπώνονται στο μητρώο αδειών της ΡΑΕ στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Το αρχείο αυτό χρησιμοποιείται από την ΑΔΜΗΕ ΑΕ για τον υπολογισμό των EAT που οφείλουν οι αδειούχοι και την αποστολή σε αυτούς των σχετικών ενημερωτικών επιστολών για την καταβολή τους.

Σύμφωνα με την πρακτική που έχει μέχρι σήμερα ακολουθηθεί από τη ΡΑΕ, τα ετήσια ανταποδοτικά τέλη υπολογίζονται για κάθε άδεια παραγωγής, όπως αυτή ισχύει τη χρονική στιγμή που δημιουργείται το ως άνω αρχείο excel, ήτοι την 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους, ανεξάρτητα αν αυτή έχει χορηγηθεί, μεταβληθεί, ή μεταβιβαστεί στην αρχή, στη διάρκεια, ή στο τέλος του έτους αυτού.

Η πρακτική αυτή φαίνεται να είναι και η ορθή, με την κατ’ αναλογία εφαρμογή της ανωτέρω Γνωμ. ΝΣΚ 417/2000, περί μη επιμερισμού των ετήσιων τελών. Επισημαίνεται ότι σε αντίθετη περίπτωση, ενδεχόμενη υιοθέτηση επιμερισμού των ετήσιων τελών ανά ημέρα, ή ανά μήνα, πέραν της ανατροπής της ανωτέρω επιτυχούς πρακτικής, θα προκαλούσε σημαντική επιβάρυνση στη λειτουργία της ΡΑΕ, η οποία δεν θα μπορούσε να υποστηριχτεί από τις υφιστάμενες υποδομές της Αρχής, αλλά ούτε και φαίνεται να δικαιολογείται από τις τρέχουσες συνθήκες.

7. Επειδή, ο κατά τα ως άνω υπολογισμός των ετήσιων ανταποδοτικών τελών εκάστου έτους για κάθε άδεια παραγωγής, όπως αυτή ισχύει την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, συνεπάγεται τα ακόλουθα για τις άδειες παραγωγής που έχουν χορηγηθεί ή μεταβληθεί (μεταβίβαση, μεταβολή ισχύος, κλπ) ή ανακληθεί από την 1η έως την 31η του προηγούμενου έτους:

α) Αν γίνει μεταβολή της ισχύος εντός του προηγούμενου έτους, και η τροποποιημένη άδεια εμφανίζεται στο «Μητρώο Αδειών» στις 31 Δεκεμβρίου του έτους αυτού, τότε ο αδειούχος θα πρέπει να καταβάλει το τέλος με βάση τη νέα (μειωμένη, ή αυξημένη) ισχύ.

β) Αν μεταβιβαστεί η άδεια εντός του προηγούμενου έτους, και εμφανίζεται νέος κάτοχος στο «Μητρώο Αδειών» στις 31 Δεκεμβρίου του έτους αυτού, θα καταβάλει το τέλος ο νέος κάτοχος της άδειας παραγωγής.

γ) Αν χορηγηθεί άδεια εντός του προηγούμενου έτους, ακόμα και την 31η Δεκεμβρίου του έτους αυτού, και επομένως η άδεια αυτή εμφανίζεται στο «Μητρώο Αδειών», ο δικαιούχος της άδειας παραγωγής θα καταβάλει το τέλος.

δ) Αν γίνει ανάκληση άδειας εντός του προηγούμενου έτους, τότε κατά τη δημιουργία του αρχείου δεν θα εμφανίζεται η άδεια στο «Μητρώο Αδειών» στις 31 Δεκεμβρίου και επομένως, ο δικαιούχος δεν θα οφείλει ανταποδοτικό τέλος για το έτος αυτό.

ε) Αν η άδεια μεταβληθεί σε απαλλαγή (εξαίρεση) κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, τότε δεν θα εμφανίζεται η άδεια στο «Μητρώο Αδειών» στις 31 Δεκεμβρίου και επομένως ο δικαιούχος δεν θα οφείλει ανταποδοτικό τέλος για το έτος αυτό.

στ) Αν η άδεια δεν έχει ανακληθεί και εμφανίζεται ενεργή στο «Μητρώο Αδειών» στις 31 Δεκεμβρίου, ανεξαρτήτως της εξέλιξης του έργου παραγωγής Η/Ε, τότε ο δικαιούχος οφείλει να καταβάλει το τέλος του έτους αυτού.

Αποφασίζει:

1. Τα ετήσια ανταποδοτικά τέλη υπολογίζονται για κάθε άδεια, όπως αυτή ισχύει την 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

2. Τη δημοσίευση της παρούσας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 5 Μαρτίου 2015

Ο Β΄ Αντιπρόεδρος

ΜΙΛΤΟΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ

       Εκτύπωση σελίδας
Πίσω Αρχή Aρχική σελίδα


ΓΡΑΦΕΙΑ: ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 1, ΜΑΡΟΥΣΙ, Τ.Κ. 151 22. ΤΗΛ. 210 3217721, 210 3310096, 210 3240557, FAX: 210 3216671