ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
"ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ & ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ"

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑΤΟΣ "ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ"
Πίσω Aρχική σελίδα

 ΘΕΜΑ:  
Άρειος Πάγος Απόφαση 1071/2014 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Σύμβαση μισθώσεως έργου που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες είναι αυτοδικαίως και καθ' ολοκληρίαν άκυρη. Για την έκδοση της παραπάνω αποφάσεως, καθώς και για την προηγούμενη έγκριση, όπου αυτή προβλέπεται, για τη σύναψη συμβάσεως μισθώσεως έργου, απαιτείται …

Σύμβαση μισθώσεως έργου που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες είναι αυτοδικαίως και καθ' ολοκληρίαν άκυρη. Για την έκδοση της παραπάνω αποφάσεως, καθώς και για την προηγούμενη έγκριση, όπου αυτή προβλέπεται, για τη σύναψη συμβάσεως μισθώσεως έργου, απαιτείται …

… βεβαίωση της νομικής υπηρεσίας ή νομικού συμβούλου της οικείας υπηρεσίας ή νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα, ότι πρόκειται για γνήσια σύμβαση έργου που δεν υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία. Ανανέωση ή παράταση της συμβάσεως μισθώσεως έργου απαγορεύεται και είναι αυτοδικαίως άκυρη. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 ΑΚ και 1 του Ν. 2112/1920 προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας.

Απόφαση 1071 / 2014 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Στέργιο Κίκα, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Α., έως και 58) Χ. Κ., κατοίκων ... Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην του 8ου των αναιρεσιβλήτων που δεν παραστάθηκε, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Νικολουτσόπουλο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι: α) ο 8ος αναιρεσίβλητος Ν. Γ. απεβίωσε την 1η-12-2011 και την βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Σ. - Κ. Γ. του Γ. και Ι. - Χ. Γ. του Π., κάτοικοι ..., που εκπροσωπούνται από τον ίδιο και β) το επώνυμο της 3ης των αναιρεσιβλήτων είναι Π. Ε. (πρώην Α. Ε.). Δεν κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-9-1998 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και του ήδη αποβιώσαντος Ν. Γ., που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 266/1999 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2606/2000 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 17-8-2000 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κόμης διάβασε την από 14-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του πρώτου λόγου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και την παραδοχή του δεύτερου λόγου αυτής.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 περ. α', 287 παρ. 1 και 290 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η βίαιη διακοπή της δίκης, που επέρχεται από το θάνατο διαδίκου, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, μπορούν να γνωστοποιηθούν διαδοχικά με ενιαία δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως προς συζήτηση, οπότε, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων, ακολουθεί αμέσως η συζήτηση της υποθέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο φωτοτυπικό αντίγραφο της υπ' αριθμ. 111/5-12-2011 ληξιαρχικής πράξης θανάτου της ληξίαρχου του Δήμου Αθηναίων, την 1-12-2011 απεβίωσε στην Καλλιθέα Αττικής ο όγδοος αναιρεσίβλητος Ν. Γ. του Π., ο οποίος, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα, α) υπ' αριθμ. πρωτ. 35064/8/2011 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δημάρχου Καλλιθέας και β) υπ' αριθμ. 308/19-3-2013 Διάταξη (κληρονομητήριο) της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και δεν αμφισβητήθηκε από τους παριστάμενους διαδίκους, κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη μητέρα του Σ. - Κ. Γ. του Γ. και από τον αμφιθαλή αδελφό του Ι. - Χ. Γ. του Π.. Οι τελευταίοι, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος, με προφορική δήλωση του νομίμως διορισθέντος δικηγόρου τους Χρήστου Νικολουτσόπουλου στο ακροατήριο, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, γνωστοποίησαν τον θάνατο του άνω αναιρεσιβλήτου και την εκούσια στο όνομά τους επανάληψη της βιαίως διακοπείσας δίκης, η οποία πλέον συνεχίζεται νόμιμα. Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την Π.Υ.Σ. 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι, με τους όρους της συμφωνίας τους, αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεώς του προς αυτές. Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από την αναφερόμενη στο άρθρο 681 ΑΚ σύμβαση μισθώσεως έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, κυρίως γιατί με τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία που θα παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με τη σύμβαση μισθώσεως έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 15 (συμβάσεις μίσθωσης έργου) παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 1735/1987, με κοινή απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού καθορίζεται κάθε φορά ο αριθμός των προσώπων, τα οποία μπορεί να απασχολούνται στο δημόσιο τομέα με σύμβαση μισθώσεως έργου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 681 επ. ΑΚ, στην απόφαση δε αυτή προσδιορίζεται το συγκεκριμένο έργο που πρόκειται να εκτελεσθεί, τα προσόντα που απαιτούνται κατά περίπτωση, το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ολική ή τμηματική παράδοση του έργου, το συνολικό ποσό αμοιβής του ανάδοχου κ.λπ. Η απασχόληση σε έργα ή καθήκοντα άσχετα με εκείνα που ανατίθενται κάθε φορά σε πρόσωπα με σύμβαση μισθώσεως έργου, ή ξένα με την ειδικότητά τους απαγορεύεται. Τα πρόσωπα που απασχολούνται με σύμβαση μισθώσεως έργου δεν δικαιούνται επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και άδεια και επίδομα αδείας. Στη συνέχεια μεταβλήθηκε το παραπάνω νομικό καθεστώς και, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 (συμβάσεις μίσθωσης έργου) του Ν. 2527/1997, με την παράγραφο 7 του οποίου (άρθρου 6) καταργήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 15 του άνω Ν. 1735/1987, για τη σύναψη συμβάσεως μισθώσεως έργου από υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα με φυσικά πρόσωπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 681 επ. του ΑΚ ή με άλλες ειδικές διατάξεις, απαιτείται η προηγούμενη έκδοση κοινής αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, με την οποία καθορίζεται ο αριθμός των προσώπων που θα απασχοληθούν, το συγκεκριμένο έργο που θα εκτελέσουν, το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ολική ή τμηματική παράδοση του έργου, το συνολικό ποσό της αμοιβής του αναδόχου, ο τόπος εκτελέσεως του έργου, καθώς και ότι το έργο δεν ανάγεται στον κύκλο των συνήθων καθηκόντων των υπαλλήλων του οικείου φορέα και αιτιολογία για τους λόγους που δεν μπορεί να εκτελεσθεί από υπαλλήλους του. Σύμβαση μισθώσεως έργου που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες είναι αυτοδικαίως και καθ' ολοκληρίαν άκυρη. Για την έκδοση της παραπάνω αποφάσεως, καθώς και για την προηγούμενη έγκριση, όπου αυτή προβλέπεται, για τη σύναψη συμβάσεως μισθώσεως έργου, απαιτείται βεβαίωση της νομικής υπηρεσίας ή νομικού συμβούλου της οικείας υπηρεσίας ή νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα, ότι πρόκειται για γνήσια σύμβαση έργου που δεν υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία. Ανανέωση ή παράταση της συμβάσεως μισθώσεως έργου απαγορεύεται και είναι αυτοδικαίως άκυρη. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 ΑΚ και 1 του Ν. 2112/1920 προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, όπως ήδη αναφέρθηκε, παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της συμβάσεως και καταβολή αποζημίωσης. Ο ορθός, όμως, νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, αλλά αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, τα οποία (δικαστήρια), μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των πραγματικών περιστατικών, κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέονται τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 1 ή 560 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού νομικού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο μιας έννομης σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (Ολ.ΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, από το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, όπως έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί (Ν. 4558/1920, άρθρο 11 Α.Ν. 547/1937), το οποίο ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεως εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της συμβάσεως, αλλά τέθηκε σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του νόμου αυτού, προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας ή συμβάσεις έργου, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή τον σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων εργασίας (άρθρα 1, 2, 3 του Ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του β.δ. 16/18.7.1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται ότι τότε καταρτίσθηκε ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως. Δηλαδή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης έργου ή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο Ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης κοινοτικής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, που άρχισε να ισχύει από 10-7-2001, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου , που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη ως συμβάσεως έργου ή συμβάσεως εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, Ολ.ΑΠ 7 και 8/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου (Ολ.ΑΠ 18/2006). Συνάγεται, ακόμη, από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συμβάσεων έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο, Ο.Τ.Α., Ν.Π.Δ.Δ. κ.λπ., πριν από την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση αυτού το έτος 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α' 85/2001) και απαγορεύουν την, ακόμη και από το νόμο, μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και των συμβάσεων έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή με συμβάσεις έργου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω συνταγματικές και άλλες διατάξεις, διότι αυτές (συμβάσεις έργου ή εργασίας) είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της συνάψεώς τους ως συμβάσεων αορίστου χρόνου (Ολ.ΑΠ 7/2011). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 1082/1980, 1 παρ. 2 της 19040/1981 ΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ. 1 και 2 του ΑΝ 539/1945, 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 και του άρθρου μόνου του Ν. 133/1975, που κύρωσε την από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, προκύπτει ότι επιδόματα (δώρα) εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, άδεια, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας δικαιούνται ευθέως εκ του νόμου όχι μόνον οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και οι εργαζόμενοι με βάση άκυρη σύμβαση εργασίας, δηλαδή με απλή σχέση εργασίας. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο έφεση του εναγομένου, ήδη αναιρεσείοντος, Ελληνικού Δημοσίου κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που είχε δεχθεί την από 30-9-1998 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων (και του ήδη αποβιώσαντος Ν. Γ.) κατ' αυτού (Ελληνικού Δημοσίου), διώκουσα την καταβολή του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων έτους 1995 (επίδομα εορτών Πάσχα δεν ζητείται), των αποδοχών αδείας, της προσαυξήσεως λόγω μη πραγματοποιήσεως της αδείας και του επιδόματος αδείας για το ίδιο έτος (1995), δέχθηκε ανελέγκτως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τα έτη 1991, 1993, 1994 και 1995, με συμβάσεις, οι οποίες χαρακτηρίσθηκαν από το εναγόμενο ως συμβάσεις έργου, για να απασχοληθούν σε διάφορες υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, αμειβόμενοι κατά χρονική μονάδα απασχολήσεως. Οι αρχικές αυτές συμβάσεις των εναγόντων παρατάθηκαν μετά τη λήξη τους και στη συνέχεια ανανεώνονταν διαδοχικά ως συμβάσεις έργου μέχρι και το έτος 1998, με αντικείμενο τη συγκέντρωση, ταξινόμηση, επεξεργασία και τον έλεγχο των στοιχείων που απαιτούνται για την προετοιμασία της αναθεωρήσεως και εκτυπώσεως των εκλογικών καταλόγων, την υλοποίηση όλων των ενεργειών, που είναι απαραίτητες για την ολοκλήρωση της εφαρμογής του θεσμού του δεύτερου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης, που άρχισε να λειτουργεί από 1-1-1995 και τη συγκέντρωση, καταχώρηση και μηχανογράφηση των στοιχείων των εκλεγμένων οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης του πρώτου και του δεύτερου βαθμού. Στην πραγματικότητα όμως - όπως δέχεται το Πολυμελές Πρωτοδικείο - οι ενάγοντες απασχολούντο με τον χειρισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών, με εισηγήσεις (ως εισηγητές) κανονιστικών πράξεων της Διοίκησης, κοινοβουλευτικού ελέγχου και ελέγχου νομιμότητας πράξεων Ο.Τ.Α., με την γραμματειακή υποστήριξη στο γραφείο του Υπουργού, του Υφυπουργού, του Γενικού Γραμματέα και των Διευθυντών του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Έτσι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς λειτουργικές ανάγκες των διαφόρων υπηρεσιών του παραπάνω Υπουργείου, όπως ακριβώς και το μόνιμο προσωπικό αυτού. Επιπρόσθετα, οι ενάγοντες κατά την εκτέλεση της εργασίας τους τελούσαν υπό τις οδηγίες και τον έλεγχο των Διευθυντών της κάθε Διευθύνσεως του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ακολουθούσαν το κανονικό ημερήσιο ωράριο εργασίας, το ίδιο που τηρούσαν και οι μόνιμοι υπάλληλοι, η δε προσέλευση και αποχώρησή τους ελέγχονταν με την υπογραφή καταστάσεων παρουσίας και αποχώρησης. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι συμβάσεις των εναγόντων με το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο έφεραν τον χαρακτήρα συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και όχι συμβάσεων έργου, όπως αβάσιμα υποστηρίζει το εναγόμενο. Ως συμβάσεις, όμως, εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ήταν άκυρες, αφού τέτοιες συμβάσεις αορίστου χρόνου απαγορεύονται, ενώ δεν ήταν ούτε συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, εφόσον δεν υπήρχε νόμος που να επιτρέπει την κατάρτισή τους, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 2 του Συντάγματος.

Συνεπώς, κατέληξε το δικαστήριο της ουσίας, οι ενάγοντες παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο εναγόμενο με άκυρη σύμβαση εργασίας, δηλαδή με απλή σχέση εργασίας, και, ως εκ τούτου, εδικαιούντο ευθέως εκ του νόμου να λάβουν το επίδομα (δώρο) εορτών Χριστουγέννων, τις αποδοχές αδείας μετά της προσαυξήσεως λόγω μη πραγματοποιήσεώς της και το επίδομα αδείας για το έτος 1995, ανάλογα με την χρονική διάρκεια της απασχολήσεώς τους κατά το έτος αυτό, επικυρώνοντας έτσι κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση (266/1999 του Ειρηνοδικείου Αθηνών), που είχε αποφανθεί ομοίως. Κρίνοντας το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, ότι οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας που στην πραγματικότητα είχαν συνάψει οι αναιρεσίβλητοι (ενάγοντες) με το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο (εναγόμενο) ήταν άκυρες, παραβίασε μεν τις ως άνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 και 103 παρ. 2, 7 και 8 του Συντάγματος, αφού οι συμβάσεις αυτές, οι οποίες καταρτίσθηκαν κατά τα έτη 1991, 1993, 1994 και 1995, πριν δηλαδή από την ισχύ της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 το Συντάγματος, και κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσείοντος, είχαν αποκτήσει ήδη τον χαρακτήρα της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, έστω και αν ο νόμος απαγόρευε τη σύναψή τους ως τέτοιων, πλην όμως, εφαρμόζοντας τελικά το δικαστήριο της ουσίας τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1082/ 1980, του άρθρου 1 παρ. 2 της ΥΑ 19040/1981, του άρθρου 1 παρ. 1 και του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945 και του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, σύμφωνα με τις οποίες επιδόματα εορτών, άδεια, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας δικαιούνται και οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι - βάσει άκυρης συμβάσεως εργασίας - με απλή σχέση εργασίας, σε ορθό αποτέλεσμα κατέληξε και, επομένως, όλες οι αντίθετες αιτιάσεις, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 560 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμες. Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 91 του Ν.Δ. 321/1969 "περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού" (ΦΕΚ Α' 205) "Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου είναι πέντε ετών, εφόσον υπό ετέρας γενικής ή ειδικής διατάξεως δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής". Κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του αυτού ως άνω άρθρου 91 "Ο χρόνος παραγραφής των κατά του Δημοσίου αξιώσεων, των δημοσίων υπαλλήλων, πολιτικών και στρατιωτικών, των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μετ' αυτού συνδεομένων, εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαυών ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, είναι δύο ετών". Και κατά τη διάταξη του άρθρου 93 του ίδιου Ν.Δ/τος "Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους, καθ' ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις". Από τις παρατεθείσες διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 91 του Ν.Δ. 321/1969, οι οποίες, κατά το άρθρο 107 του Ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις", εφαρμόζονται εφόσον η σχετική αξίωση γεννήθηκε πριν από τη θέση σε ισχύ του εν λόγω Ν. 2362/1995, δηλαδή πριν από την 1-1-1996 (άρθρο 119 του Ν. 2362/1995), προκύπτει, ότι οι αξιώσεις των με οποιαδήποτε σχέση υπαλλήλων του Ελληνικού Δημοσίου, κατ' αυτού, από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαβές οποιασδήποτε φύσεως ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, οι οποίες ορίζονται και οφείλονται απ' ευθείας από το νόμο και των οποίων την πληρωμή αρνείται ή καθυστερεί το Δημόσιο για οποιοδήποτε λόγο, σύμφωνα με την έννοια την οποία προσδίδουν τα όργανά του στο νόμο, από την οποία, όμως, άρνηση ή καθυστέρηση δεν παρακωλύεται η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως, υπόκεινται σε διετή παραγραφή, η οποία, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 93 του Ν.Δ. 321/1969, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους (που κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν.Δ. 321/ 1969 αρχίζει από 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους) εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξη. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 και 10 παρ. 1 της υπ' αριθμ. 19040/1981 αποφάσεως των Υπ. Οικονομικών και Εργασίας προκύπτει, ότι τα επιδόματα (δώρα) εορτών καταβάλλονται το αργότερο, μέχρι την 30ή Απριλίου το επίδομα Πάσχα και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου το επίδομα Χριστουγέννων, από δε τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 8 και του άρθρου 4 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945 (όπως τα άρθρα αυτά συμπληρώθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 4547/1966 και με την παρ. 15 του άρθρου 4 του Ν. 4504/1966 αντίστοιχα), του άρθρου 3 του Ν.Δ. 3755/1957 (με το οποίο προστέθηκε το εδάφ. 2 στο άρθρο 5 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945) και του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/ 1966 προκύπτει, ότι οι αποδοχές αδείας μετά της προσαυξήσεως λόγω μη πραγματοποιήσεώς της και το επίδομα αδείας καταβάλλονται στον μισθωτό την τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου ημερολογιακού έτους. Επομένως, με τις διατάξεις αυτές θεσπίζεται δήλη ημέρα καταβολής των επιδομάτων εορτών, των αποδοχών αδείας, της προσαυξήσεως λόγω μη πραγματοποιήσεως της αδείας και του επιδόματος αδείας, οπότε αρκεί για τη γένεση των σχετικών αξιώσεων μόνη η πάροδος της δήλης αυτής ημέρας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προεκτέθηκε, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, ότι οι ενάγοντες, συνδεόμενοι με το εναγόμενο με απλή σχέση εργασίας, εδικαιούντο ευθέως εκ του νόμου να λάβουν το επίδομα εορτών Χριστουγέννων έτους 1995, τις αποδοχές αδείας μετά της προσαυξήσεως λόγω μη πραγματοποιήσεώς της και το επίδομα αδείας για το έτος 1995 και επιδίκασε στον καθένα εξ αυτών, ανάλογα με τον χρόνο απασχολήσεώς του, τα αναφερόμενα στην απόφαση χρηματικά ποσά. Περαιτέρω, όσον αφορά την παραδεκτώς προβληθείσα από το εναγόμενο ένσταση της διετούς παραγραφής των επίδικων αξιώσεων των εναγόντων, η οποία ένσταση αναφερόταν τόσο στην κύρια βάση της ένδικης αγωγής, όσο και στην επικουρική βάση αυτής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την ένσταση αυτή ως αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι οι επίδικες αξιώσεις των εναγόντων υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 1 του Ν. 2362/1995. Έτσι, όμως, που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο, παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 91 παρ. 3 και 93 του Ν.Δ. 321/1969, που έχουν εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, ενόψει του ότι οι αξιώσεις των αναιρεσιβλήτων γεννήθηκαν και ήταν δυνατή η δικαστική τους επιδίωξη μέσα στο έτος 1995, άρχισε δε η προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη του άρθρου 91 παρ. 3 του Ν.Δ. 321/1969 διετής παραγραφή, την 1-1-1996, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 93 αυτού, και από τότε, έως την κατάθεση της ένδικης αγωγής, που έλαβε χώρα την 1-10-1998, όπως προκύπτει από την σχετική υπ' αριθμ. 2133/1-10-1998 πράξη επί του δικογράφου αυτής της αρμόδιας Γραμματέας του Ειρηνοδικείου Αθηνών (δεν προκύπτει πότε ακριβώς έγινε η επίδοση της αγωγής), παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών (1996 και 1997), γεγονός που είχε ως συνέπεια την παραγραφή των επίδικων αξιώσεων των εναγόντων, τόσο από την ως άνω εργασιακή σχέση όσο και κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επομένως, ο δεύτερος (τελευταίος) λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας η σχετική πλημμέλεια, είναι βάσιμος.

Συνεπώς, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου (Αρείου Πάγου), η υπόθεση δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Πρέπει, λοιπόν, σύμφωνα με το άρθρο 580 παράγραφος 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013, ο Άρειος Πάγος να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει. Μετά ταύτα, κατά παραδοχή της ως άνω ενστάσεως του αναιρεσείοντος περί παραγραφής των επίδικων αξιώσεων των αναιρεσιβλήτων, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αγωγή, τόσο ως προς την κύρια βάση της όσο και ως προς την επικουρική βάση αυτής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), τα οποία, όμως, θα καταλογισθούν μειωμένα σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, όπως ισχύει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθμ. 2606/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Κρατεί την υπόθεση . Δικάζει την από 30-9-1998 αγωγή (αριθμ. καταθ. 2133/1-10-1998) των ήδη αναιρεσιβλήτων (και του ήδη αποβιώσαντος Ν. Γ.) κατά του ήδη αναιρεσείοντος.

Απορρίπτει την αγωγή αυτή στο σύνολό της. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαΐου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

       Εκτύπωση σελίδας
Πίσω Αρχή Aρχική σελίδα


ΓΡΑΦΕΙΑ: ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 1, ΜΑΡΟΥΣΙ, Τ.Κ. 151 22. ΤΗΛ. 210 3217721, 210 3310096, 210 3240557, FAX: 210 3216671