ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
"ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ & ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ"

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑΤΟΣ "ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ"
Πίσω Aρχική σελίδα

 ΘΕΜΑ:  
ΣτΕ Αριθμός 3177/2014

Νόμιμη η κατάργηση των προσθέτων επιδομάτων (ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ.) των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών.

Αριθμός 3177/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Δεκεμβρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Πρόεδρος, Ν. Ρόζος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Βηλαράς, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Φ. Ντζίμας, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Ό. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Δ. Μακρής, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Κ. Μαρίνου, Μ. Αθανασοπούλου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Β. Αραβαντινός και Β. Ραφτοπούλου, καθώς και η Πάρεδρος Μ. Αθανασοπούλου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

Για να δικάσει την από 20 Φεβρουαρίου 2012 αίτηση:

των: 1. ... ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Αλέξανδρο Σαρηβαλάση (Α.Μ. 19555) που τον διόρισε στο ακροατήριο,έως 2. ... έως και 87. ... με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο.

κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Ευφροσύνη Μπερνικόλα, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 3 Μαΐου 2012 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και της από 17 Δεκεμβρίου 2012 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α’, 20 και 21 του π.δ. 18/1989.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθμ. Δ2Β 1159014/22.11.2011 διαπιστωτική πράξη κατάταξης των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών στους βαθμούς του ν. 4024/2011 και β) τα από Ιανουαρίου 2012 εκκαθαριστικά φύλλα μισθοδοσίας τους.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Μ. Παπαδοπούλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων που παρέστησαν, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. 3190434 και 1220666/2012 ειδικά έντυπα παραβόλου).

2. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση εισάγεται απευθείας προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), κατόπιν της από 9/3.5.2012 πράξεως της Επιτροπής του ως άνω άρθρου και της από 17.12.2012 πράξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου.

3. Επειδή, με την αίτηση αυτή οι αιτούντες, υπάλληλοι του Υπουργείου των Οικονομικών, ζητούν την ακύρωση της υπ’ αριθμ. Δ2Β1149014ΕΞ2011/22.11.2011 αποφάσεως της Διεύθυνσης Προσωπικού Δ.Ο.Υ. της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών, με την οποία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 4024/2011, κατετάγησαν στους βαθμούς της κατηγορίας που υπηρετούσαν. Ζητούν επίσης την ακύρωση των από Ιανουαρίου 2012 εκκαθαριστικών φύλλων μισθοδοσίας τους, καθ’ ο μέρος με αυτά περιεκόπησαν οι αποδοχές τους κατ’ εφαρμογή διατάξεων του ίδιου νόμου.

4. Eπειδή, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με την 2009/415/ΕΚ απόφασή του (ΕΕ L 135/30.5.2009), διαπίστωσε ότι στην Ελλάδα υπάρχει υπερβολικό έλλειμμα. Προς αντιμετώπιση της κατάστασης επιβλήθηκαν με τους νόμους 3758/2009 (Α΄ 68) και 3808/2009 (Α΄ 227), έκτακτες οικονομικές εισφορές στα εισοδήματα φυσικών και νομικών προσώπων καθώς και στη μεγάλη ακίνητη περιουσία φυσικών προσώπων. Στις 14.1.2010 εξάλλου, η Ελληνική Κυβέρνηση παρουσίασε το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης 2010-2013, σύμφωνα με το οποίο η ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης του προβλήματος δανειακής ρευστότητας της χώρας επέβαλε την ταχεία προώθηση μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, μέσω των οποίων θα μπορούσε να επιτευχθεί περιστολή των δημοσίων δαπανών, με τη μείωση, μεταξύ άλλων, της δαπάνης της γενικής κυβέρνησης για επιδόματα κατά 10% και τον περιορισμό των προσλήψεων υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα. Στις 16.2.2010 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης εξέδωσε την 2010/182/ΕΕ (ΕΕ L 83) απόφασή του, με την οποία απηύθυνε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 126 παρ. 9, σε συνδυασμό με το άρθρο 136, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.), ειδοποίηση προς την Ελλάδα για τη λήψη μέτρων για τη μείωση του ελλείμματος, μεταξύ των οποίων περιελαμβάνετο και η μείωση του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου. Στη συνέχεια, λόγω επιδεινώσεως της καταστάσεως και προς «αντιμετώπιση των πρωτόγνωρων δυσμενών οικονομικών συνθηκών και της μεγαλύτερης δημοσιονομικής κρίσης των τελευταίων δεκαετιών, η οποία έχει κλονίσει την αξιοπιστία της Χώρας, έχει προκαλέσει μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθεια κάλυψης των δανειακών αναγκών της και απειλεί σοβαρά την Εθνική Οικονομία», όπως αναφέρεται στη σχετική εισηγητική έκθεση, ελήφθησαν μέτρα με τον ν. 3833/2010 (Α΄ 40), μεταξύ των οποίων αναδρομική μείωση αποδοχών των εργαζομένων στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ειδικότερα, μειώθηκαν κατά 12% τα πάσης φύσεως επιδόματα, και κατά 30% τα επιδόματα εορτών και αδείας, ενώ θεσπίσθηκε όριο στις συνολικές αποδοχές των εργαζομένων του δημόσιου τομέα. Στις 3.5.2010 εξάλλου, υπεγράφη μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ελληνικής Δημοκρατίας «Μνημόνιο Συνεννόησης» στο οποίο περιελήφθησαν, μεταξύ άλλων, τα δημοσιονομικά, χρηματοπιστωτικά και διαρθρωτικά μέτρα του τριετούς προγράμματος που είχε καταρτισθεί από τις ελληνικές αρχές. Οπως ειδικότερα προβλέπεται σ’ αυτό, πριν από την καταβολή των δόσεων του δανείου προς την Ελλάδα συντάσσεται έκθεση συμμόρφωσης σχετικά με την εκπλήρωση των οριζομένων προϋποθέσεων, μεταξύ δε των προβλεπομένων μέτρων περιλαμβάνεται η μείωση του μισθολογίου. Το μνημόνιο αυτό προσαρτήθηκε ως παράρτημα στο ν. 3845/2010 (Α΄ 65), με τον οποίο επήλθε περαιτέρω μείωση των επιδομάτων κατά 8%. Εξάλλου, στις 8.5.2010 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την 2010/320/ΕΕ απόφασή του (L 145), με την οποία απεύθυνε και πάλι, στην Ελλάδα ειδοποίηση για τη λήψη μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, θέτοντας ένα αναλυτικό χρονοδιάγραμμα νομοθετικών μέτρων, μεταξύ των οποίων την εισαγωγή ενός ενιαίου απλοποιημένου συστήματος αμοιβών των δημοσίων υπαλλήλων. Εν τω μεταξύ, δημοσιεύθηκε ο ν. 3871/2010 (Α΄ 141) με τον οποίο επεβλήθη η ψήφιση κατ’ έτος, «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στήριξης», το οποίο εγκρίθηκε για την περίοδο 2012-2015, με το ν. 3985/2011 (Α΄ 151). Με τις προβλέψεις του ως άνω “πλαισίου”, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του σχετικού νόμου, επιδιώκεται, όχι μόνον η μείωση των δαπανών του κράτους αλλά η υλοποίηση μονίμων διαρθρωτικών παρεμβάσεων, όπως ο εξορθολογισμός της μισθοδοτικής δαπάνης του Δημοσίου. Κατόπιν αυτών, δημοσιεύθηκε ο ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπροθέσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012- 2015» (Α΄ 226). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που τον συνοδεύει, βασική του επιδίωξη είναι η καθιέρωση νέου Ενιαίου Mισθολογίου – Βαθμολογίου, ενόψει των ιδιαιτέρων δημοσιονομικών συνθηκών της χώρας. Το νέο μισθολόγιο, πέραν της εξοικονόμησης πόρων, στοχεύει στον εξορθολογισμό της υφισταμένης κατάστασης αναφορικά με τις οικονομικές απολαβές των υπαλλήλων, προκειμένου να επιτευχθεί η δημιουργία ενός ανταγωνιστικού περιβάλλοντος που θα συνδυάζει την εργασιακή ασφάλεια με την αποτελεσματικότητα της διοικητικής δράσης. Το προηγούμενο σύστημα αμοιβών, σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, δεν συνδεόταν με ένα αποτελεσματικό σύστημα αξιολόγησης και ανταμοιβής των υπαλλήλων, ενώ σημαντική παράμετρο αυτού αποτελούσαν τα διάφορα επιδόματα, τα οποία όμως δεν είχαν θεσμοθετηθεί κεντρικά ούτε σχετίζονταν με τα παραγόμενα αποτελέσματα. Προς επίτευξη των εξαγγελλόμενων στην αιτιολογική έκθεση σκοπών, με τα άρθρα 6 και 7 του ν. 4024/2011 καταργείται η αυτόματη βαθμολογική εξέλιξη των υπαλλήλων σε ενιαίες οργανικές θέσεις όλων των βαθμών, με μόνο ουσιαστικό κριτήριο την συμπλήρωση συγκεκριμένου χρόνου υπηρεσίας και καθιερώνεται σύστημα βαθμολογικής προαγωγής κατόπιν αξιολογήσεως. Με το άρθρο 12 του ίδιου νόμου προβλέπεται εξάλλου, ότι ο υπάλληλος λαμβάνει το βασικό μισθό που αντιστοιχεί στο βαθμό του, και ότι, σε περίπτωση δυσμενούς εκθέσεως αξιολόγησης για δύο συνεχή έτη, δεν εξελίσσεται μισθολογικά. Συναφώς, με το άρθρο 13 ορίζεται ως βάση για τον υπολογισμό του αντιστοιχούντος σε κάθε βαθμό, εισαγωγικού μισθού ο εισαγωγικός μηνιαίος βασικός μισθός του κατώτερου βαθμού της κατηγορίας υποχρεωτικής εκπαίδευσης, που καθορίζεται σε 780 ευρώ, ενώ οι αντίστοιχοι μισθοί των λοιπών κατηγοριών, καθορίζονται για την κατηγορία ΔΕ σε 858 €, για την ΤΕ σε 1037 € και για την ΠΕ σε 1092 €. Στο άρθρο 14 προβλέπεται, περαιτέρω, ότι οι μηνιαίες αποδοχές του υπαλλήλου αποτελούνται, πέραν του βασικού μισθού, από τα επιδόματα και τις λοιπές παροχές που προβλέπονται ειδικά στα άρθρα 15, 17, 18, 19 και 29 παρ. 2 του νόμου αυτού και χορηγούνται εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις καταβολής τους, ήτοι τα επιδόματα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, και απομακρυσμένων και παραμεθορίων περιοχών (αρθρ. 15), τα επιδόματα εορτών και αδείας (αρθρ. 16), την οικογενειακή παροχή (αρθρ. 17), το επίδομα θέσης ευθύνης (αρθρ. 18) καθώς και τα κίνητρα επίτευξης στόχων και δημοσιονομικών στόχων (αρθρ. 19). Ειδικότερα, με το άρθρο 18 προβλέπονται αυξημένα επιδόματα θέσης ευθύνης για τους προϊσταμένους οργανικών μονάδων διοίκησης, το ύψος των οποίων καθορίζεται από 700 έως 250 ευρώ, ενώ στο άρθρο 19, ορίζεται ότι στους μεν υπαλλήλους που υπηρετούν σε υπηρεσιακές μονάδες που έχουν επιτύχει, βάσει του ισχύοντος συστήματος αξιολόγησης, τους ποσοτικοποιημένους στόχους που έχουν τεθεί σε ποσοστό ανώτερο του 80%, είναι δυνατή η καταβολή κινήτρου επίτευξης στόχων, στους δε υπαλλήλους των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ που υπηρετούν σε υπηρεσιακές μονάδες που έχουν ως κύρια αρμοδιότητα την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων, την είσπραξη δημοσίων εσόδων του δημοσίου και τον προγραμματισμό και έλεγχο δημοσίων εν γένει δαπανών καταβάλλεται, αντί του ως άνω κινήτρου, κίνητρο επίτευξης δημοσιονομικών στόχων, εφόσον πέτυχαν τους τεθέντες στόχους σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90%. Το ίδιο κίνητρο καταβάλλεται και στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε υπηρεσιακές μονάδες που έχουν ως κύρια αρμοδιότητα την επιθεώρηση ή τον έλεγχο υπηρεσιών της δημόσιας διοίκησης. (Σημειώνεται πάντως, ότι με την περιπτ. 2 της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, η εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου 19 έχει ανασταλεί μέχρι 31.12.2016). Εξάλλου με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4024/2011, κατ’ επίκληση των οποίων εκδόθηκε η πρώτη από τις προσβαλλόμενες πράξεις, επιδιώκεται η ομαλή μετάβαση στο νέο σύστημα βαθμολογικής εξέλιξης, ορίζεται δε ότι οι ήδη υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού υπάλληλοι κατατάσσονται αυτοδικαίως και κατά τις ειδικότερες διακρίσεις του ίδιου άρθρου, στους βαθμούς της κατηγορίας που υπηρετούν βάσει του συνολικού χρόνου πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας τους και του χρόνου προϋπηρεσίας τους στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα που έχει αναγνωριστεί για τη βαθμολογική ή τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξή τους. Στο άρθρο 29 παρ. 1 ρυθμίζονται, συναφώς, τα ζητήματα εντάξεως των υπηρετούντων υπαλλήλων στα μισθολογικά κλιμάκια του βαθμού στον οποίο κατατάσσονται βάσει του προηγουμένου άρθρου, ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ρυθμίζεται ο τρόπος καταβολής της τυχόν προκύπτουσας από τις ως άνω διατάξεις αύξησης των αποδοχών, καθώς και ο τρόπος κατανομής της τυχόν προκύπτουσας συνολικής μείωσης αυτών (με την περ. 2 της υποπαρ. Γ1 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 Α΄ 222, ανεστάλη μέχρι 31.12.2016, η πέραν του 25% μείωση των αποδοχών). Τέλος, στο άρθρο 30 του ν. 4024/2011 ορίζεται ρητώς, ότι «πέραν των επιδομάτων και παροχών του παρόντος κεφαλαίου, όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις, που καταβάλλονται στους υπαλλήλους . . . . μέχρι την έναρξη της ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία, …, καταργούνται, εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του κεφαλαίου αυτού».

5. Επειδή, υπό το προηγούμενο μισθολογικό καθεστώς (ν. 3205/2003, Α’ 297) είχαν επέλθει σημαντικές αυξήσεις των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων λόγω της ενσωματώσεως στο βασικό τους μισθό πολλών από τα επιδόματα που ελάμβαναν. Από τα επιδόματα αυτά ορισμένα εχορηγούντο, υπό προϋποθέσεις, σε όλους τους υπαλλήλους του δημόσιου, ανεξαρτήτως ειδικότητας και φορέα, όπως τα επιδόματα εορτών και αδείας, η αμοιβή για εργασία πέραν του ωραρίου, η οικογενειακή παροχή, το κίνητρο απόδοσης, το επίδομα θέσης ευθύνης, ενώ προβλεπόταν και η χορήγηση πλήθους άλλων επιδομάτων, όπως το επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, αποφοίτων Ε.Σ.Δ.Δ., παραμεθορίων και προβληματικών περιοχών, πληροφορικής και ειδικών συνθηκών εργασίας, στο οποίο ενοποιήθηκαν τα επιδόματα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας κ.α. Πέραν όμως από τα εν λόγω επιδόματα, προβλεπόταν με ειδικές ρυθμίσεις, η χορήγηση, υπό ειδικότερες ονομασίες, ιδιαιτέρων επιδομάτων στους υπαλλήλους συγκεκριμένων Υπουργείων ή άλλων Οργανισμών, τα οποία μάλιστα κατεβάλλοντο στο σύνολο των υπηρετούντων σ’ αυτούς, ανεξαρτήτως ειδικότητας και συνθηκών. Ειδικότερα, όσον αφορά τους υπαλλήλους του Υπουργείου των Οικονομικών, με την οικ.2024387/2870/0022/5.4.1990 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 254), (κυρωθείσα, με το άρθρο 24 του ν. 1884/1990 - Α΄ 81), ορίζετο ότι τα ποσά που παρακρατούνται, λόγω της βεβαιώσεως και εισπράξεως των υπέρ τρίτων εσόδων για την κάλυψη των συναφών δαπανών του Δημοσίου, κατατίθενται σε ειδικό λογαριασμό, που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος, με την ονομασία «Δικαιώματα βεβαίωσης και είσπραξης εσόδων υπέρ τρίτων» (ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ.). Τα εν λόγω ποσά μπορούσαν να διατεθούν, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, μεταξύ άλλων, και για την παροχή κινήτρων στους μόνιμους και έκτακτους υπαλλήλους του ομώνυμου Υπουργείου, στους υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου και στους υπαλλήλους άλλων Υπουργείων ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που υπηρετούν στο Υπουργείο Οικονομικών με πλήρες ωράριο. Παρόμοιες ρυθμίσεις περιελήφθησαν στο άρθρο 27 παρ. 7 του ν. 2166/1993 (Α΄ 137), όπου ορίζονται τα εξής: «Επί των βεβαιωμένων κατά την 31η Δεκεμβρίου 1992 και κάθε επόμενου έτους οφειλών προς είσπραξη, αποδίδεται με προκαταβολές στους φοροτεχνικούς υπαλλήλους και στους λοιπούς υπαλλήλους που υπηρετούν στις φοροτεχνικές υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών και τους υπαλλήλους ΚΕ.Π.Υ.Ο. ποσοστό επί των εισπράξεων των οφειλομένων, προς αντιμετώπιση ειδικών δαπανών της υπηρεσίας αυτής... Το προϊόν του ποσοστού αυτού θα κατατίθεται σε ειδικό έντοκο λογαριασμό που θα ανοιχθεί σε οποιαδήποτε από τις λειτουργούσες στην Ελλάδα αναγνωρισμένες τράπεζες... Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα κριτήρια υπολογισμού και διανομής του ποσού στους δικαιούχους και κάθε άλλη λεπτομέρεια…». Κατ’ επίκληση της ως άνω εξουσιοδοτήσεως, εκδόθηκε η 1064071/5180/ ΟΛ16/4-11.6.1996 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 444), με την οποία ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι δικαιούχοι των κατά τις διατάξεις αυτής ποσών είναι όλοι οι εφοριακοί υπάλληλοι, καθώς και οι λοιποί μόνιμοι υπάλληλοι που υπηρετούν στις φορολογικές υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπ. Οικονομικών, στο ΚΕ.Π.Υ.Ο. στις Ειδικές Αποκεντρωμένες Υπηρεσίες του Υπ. Οικονομικών και στις Κτηματικές Υπηρεσίες, ήτοι δακτυλογράφοι, μεταφραστές, μηχανικοί όλων των ειδικοτήτων, επιμελητές, καθαρίστριες, οδηγοί αυτοκινήτων, τεχνικοί υπάλληλοι, εργάτες κ.λπ., εφοριακοί και λοιποί ως άνω υπάλληλοι συμβασιούχοι αορίστου χρόνου δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου (υπάλληλοι με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης θα λαμβάνουν το αναλογούν ποσό) και τέλος οι διοικητικοί υπάλληλοι του Ν.Σ.Κ. Τέλος, με την 2037774/5654/0022/1997 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 442), εγκρίθηκε η ενοποίηση των ως άνω λογαριασμών του ν. 1884/1990 (Α΄ 81) και του ν. 2166/1993 σε ενιαίο λογαριασμό με την ονομασία «Δικαιώματα Βεβαίωσης και Είσπραξης Εσόδων Υπέρ Τρίτων» (ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ.).

6. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η κατά τα ανωτέρω χορήγηση στο σύνολο των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών των ως άνω προσθέτων επιδομάτων (ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ.) οδήγησε σε σημαντική αύξηση των πραγματικών αποδοχών τους και είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός οιονεί «ειδικού μισθολογίου» για τους υπαλλήλους του Υπουργείου αυτού και την ουσιώδη μισθολογική διαφοροποίησή τους από τους υπαλλήλους των άλλων Υπουργείων. Μετά την κατάργηση των εν λόγω επιδομάτων, με το άρθρο 30 του ν. 4024/2011, και την κατάταξη των αιτούντων στους βαθμούς του νόμου αυτού, με την πρώτη προσβαλλόμενη διαπιστωτική πράξη, εκδόθηκαν τα επίσης προσβαλλόμενα εκκαθαριστικά φύλα μισθοδοσίας τους, από τα οποία προκύπτει η σύμφωνα με το νέο νόμο μείωση των αποδοχών τους. Ειδικότερα, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, στους οποίους δεν αντιλέγει η Διοίκηση, η άμεση μείωση των αποδοχών τους, συγκριτικά με όσα ελάμβαναν προ του ν. 4024/2011, ανέρχεται ήδη, σε ποσοστό άνω του 25%, ενώ, μετά την σταδιακή πλήρη ενσωμάτωση της εν λόγω μειώσεως στο μισθό τους από 1.11.2014, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 4021/11, και αφού συνυπολογισθούν οι περικοπές που επήλθαν δυνάμει των διατάξεων του ν. 3833/2010, η μείωση αυτή θα ανέρχεται στο 60% του μισθού που ελάμβαναν τον Μάιο του 2010.

7. Επειδή, περιουσία κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 - Α΄ 256), αποτελεί και η αξίωση για καταβολή προβλεπόμενων από τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους αποδοχών, εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. .... και λοιποί κατά Φινλανδίας, της 19.4.2007, σκέψη 94). Πάντως με την εν λόγω διάταξη δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε μισθό ή σύνταξη ορισμένου ύψους (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. ....... κ.ά. κατά Ελλάδος, της 20.9.2001, .... κατά Φινλανδίας, Νο 69136/01, ... κατά Ουκρανίας, της 8.2.2006, σκέψη 23, ... και λοιποί κατά Φινλανδίας, σκέψη 94, .... κατά Λετονίας, της 18.2.2009, σκέψη 77), με συνέπεια να μην αποκλείεται, καταρχήν, διαφοροποίηση του ύψους του μισθού ή συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Εξάλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, καταρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβ. Ε.Δ.Δ.Α. αποφάσεις ..και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, Νο 8793/79, σκέψη 46, .. και λοιποί κατά Βελγίου, της 20.11.1995, σκέψη 37, ..κατά Φινλανδίας, της 28.1.2003, .. και λοιποί κατά Ελλάδος, της 8.7.2004, σκέψη 25, ..κατά Λετονίας, της 18.2.2009, σκέψη 83). Περαιτέρω κατά την ίδια νομολογία, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. ..και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 50 και ΣτΕ 1284/2012 ΣΚ. 27.).

8. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω εκτεθέντα (σκ. 4) με τις παρατεθείσες ρυθμίσεις του ν. 4024/2011 επιδιώκεται, ενόψει της δυσμενούς δημοσιονομικής συγκυρίας, η μείωση των δαπανών του κράτους και ο εξορθολογισμός του μισθολογικού κόστους του δημοσίου τομέα και ειδικότερα της πολιτικής των επιδομάτων, προκειμένου να καταστεί δυνατή η διατήρηση βιωσίμου δημοσίας διοικήσεως. Οι σκοποί αυτοί αποτελούν λόγους δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν επαρκώς τη θέσπιση του νέου βαθμολογίου και μισθολογίου. Με τα χαρακτηριστικά αυτά οι ανωτέρω ρυθμίσεις δεν εισάγουν μέτρα απρόσφορα και, μάλιστα, προδήλως, για την επίτευξη των, κατά τα ανωτέρω, επιδιωκόμενων σκοπών δημοσίου συμφέροντος. Εξάλλου, η επί το δυσμενέστερον μεταβολή μισθολογικού χαρακτήρα ρυθμίσεων δεν αντίκειται, κατ’ αρχήν, σε καμία συνταγματική διάταξη ή συνταγματική αρχή, καθόσον ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, μπορεί να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, κινούμενος, βεβαίως, πάντοτε εντός ευλόγων ορίων (πρβλ. ΣτΕ 1372-3/2012, 2784/2008, 966/2008, 720/2008, 2749/2006, 2401/2004 κ.α.). Κατόπιν αυτών, αβασίμως προβάλλεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 6, 7, 12, 13, 14, 16, 17, 28, 29 και 30 του ν. 4024/2011 βάσει των οποίων έχουν εκδοθεί οι προσβαλλόμενες πράξεις, είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου και 17 του Συντάγματος- ανεξαρτήτως του αν η προστασία της ιδιοκτησίας κατά το εν λόγω άρθρο έχει ή όχι την ίδια έννοια και έκταση με την κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου περιουσία-, αλλά ούτε και προς την αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης, εφόσον, κατ’ αρχήν, δεν κατοχυρώνεται από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δικαίωμα σε ορισμένου ύψους αποδοχές. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί ότι η εφαρμογή του μισθολογίου του ν. 4024/2011, παραβιάζει το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι επιφέρει, σε συνδυασμό με τις περικοπές που είχαν επιβληθεί με το ν. 3833/2010, μειώσεις που υπερβαίνουν το ήμισυ των συνολικών αποδοχών των αιτούντων θέτοντας σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των ιδίων και των οικογενειών τους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι διότι, μέσα στο πλαίσιο της εκτεθείσης δημοσιονομικής κρίσεως, η επίδικη παρέμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβαρύνει, στην παρούσα φάση, τους αιτούντες στο βαθμό εκείνο που θα προσέβαλλε την αξιοπρεπή τους διαβίωση, δεδομένου ότι αφ’ ενός μεν με την εφαρμογή του νέου μισθολογίου, δεν επέρχεται μείωση του βασικού μισθού των δημοσίων υπαλλήλων αναφορικά προς το προηγούμενο καθεστώς, (πρβλ. ΣτΕ Ολομέλεια 668/2012, σκ. 35, ΕΔΔΑ, απόφαση της 7.5.2013, . ..και .. κατά Ελλάδος, 57665/2012 σκ. 45, 46), αφ’ ετέρου δε διότι η μεγαλύτερη κατά ποσοστό μείωση του μισθού των αιτούντων σε σχέση με άλλους δημοσίους υπαλλήλους, οφείλεται στο γεγονός ότι αυτοί, ως υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών, ελάμβαναν, όπως προαναφέρθηκε, ιδιαιτέρως αυξημένα ειδικά επιδόματα. Η παραδοχή αυτή βεβαίως, ουδόλως αποκλείει αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου για τυχόν μέλλουσες μειώσεις μισθών, οι οποίες, ενδεχομένως, θα οδηγούσαν σε περαιτέρω υποβάθμιση του επιπέδου διαβιώσεως των δημοσίων υπαλλήλων. Το γεγονός εξάλλου, ότι ορισμένοι από τους αιτούντες, όπως ειδικότερα προβάλλεται στο από 2.5.2013 υπόμνημά τους, βρίσκονται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, λόγω των υψηλών στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων που είχαν λάβει κατά το παρελθόν, ή λόγω των αυξημένων εν γένει οικονομικών τους υποχρεώσεων, δεν καθιστά αντισυνταγματικές τις επίδικες ρυθμίσεις, διότι ο νομοθέτης δεν μπορεί να προβαίνει σε εξατομικευμένη κρίση περί της εφαρμογής ή μη διατάξεων νόμου, ούτε υποχρεούται να προβλέψει ευχέρεια της Διοίκησης να κρίνει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν εξασφαλίζεται ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του γενικού συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας του περιουσιακού δικαιώματος του κάθε υπαλλήλου (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 668/2012, σκ. 35, ΣτΕ Ολομ. 1284/2012 σκ. 28, Ε.Δ.Δ.Α. ... κλπ κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ε.α., σκέψη 68).

9. Επειδή, οι προβαλλόμενοι με την κρινόμενη αίτηση ισχυρισμοί περί παραβάσεως της κατοχυρωμένης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας είναι απορριπτέοι. Ειδικότερα, αβασίμως προβάλλεται ότι ο νομοθέτης πριν από τη λήψη του συγκεκριμένου μέτρου, παρέλειψε να εξετάσει το ενδεχόμενο υιοθετήσεως εναλλακτικών λύσεων, ηπιότερων, δηλαδή, μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής και αντιμετωπίσεως της δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως της Χώρας. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω εκτεθέντα, η αντιμετώπιση της δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως και, περαιτέρω, η δημοσιονομική εξυγίανση αυτής δεν στηρίζεται μόνο στη μείωση των δαπανών μισθοδοσίας αλλά στη λήψη και άλλων μέτρων, οικονομικών, δημοσιονομικών και διαρθρωτικών, η συνολική και συντονισμένη εφαρμογή των οποίων εκτιμάται από το νομοθέτη ότι θα συμβάλει στην έξοδο της Χώρας από την κρίση και στη βελτίωση των δημοσιονομικών της μεγεθών. Εξάλλου, απορριπτέος τυγχάνει και ο ειδικότερος ισχυρισμός ότι κατά παράβαση της ως άνω αρχής της αναλογικότητας, δεν προσδόθηκε προσωρινός χαρακτήρας στο επίμαχο μέτρο, και τούτο, διότι ανεξαρτήτως αν η εν λόγω αρχή θα επέβαλλε τον καθορισμό χρονικών ορίων στις αποφασισθείσες μειώσεις, πάντως με το σύνολο των ρυθμίσεων του ν. 4024/2011, επιδιώκεται η βιωσιμότητα του συστήματος αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων στο προσεχές και στο απώτερο μέλλον. Τα προβαλλόμενα εξάλλου, ότι προ της θεσπίσεως του επίδικου νομοθετήματος, δεν εκπονήθηκαν ειδικές μελέτες, ερείδονται, επί εσφαλμένης εκδοχής, αφού όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, τέτοια μελέτη εκπονήθηκε, πάντως, στο πλαίσιο θεσπίσεως του βαθμολογίου και του ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων (βλ. μελέτη για τις μισθολογικές εξελίξεις στο Δημόσιο του Μαρτίου 2011, HAY και ICAP Group), τα πορίσματα της οποίας επιβεβαιώνουν, κατά τους ισχυρισμούς της διοικήσεως, την ανάγκη περικοπής του υψηλού μισθολογικού κόστους του δημοσίου. Κατά τα λοιπά, η περαιτέρω αμφισβήτηση της ορθότητας της ασκούμενης δημοσιονομικής πολιτικής και των μέτρων υλοποιήσεώς της και οι ισχυρισμοί ότι η ακαταλληλότητα των επίμαχων μέτρων αποδεικνύεται, και από την ίδια την αιτιολογική έκθεση του ν. 4024/2011 με την οποία επιβεβαιώνεται ότι το δημόσιο χρέος της χώρας μεσοπρόθεσμα θα αυξηθεί, πλήττει απαραδέκτως τις ακυρωτικώς ανέλεγκτες εκτιμήσεις του νομοθέτη περί της συνολικής δημοσιονομικής αποδόσεως των επίμαχων μέτρων. Περαιτέρω, οι προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 4024/2011 δεν παραβιάζουν τους κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος κανόνες περί στελεχώσεως της δημόσιας διοικήσεως, ούτε, άλλωστε, αναιρούν τις συνταγματικές εγγυήσεις που θεσπίζονται για τον υποβιβασμό των δημοσίων υπαλλήλων, στο εννοιολογικό πεδίο του οποίου δεν υπάγεται άλλωστε η εκ του νόμου αυτοδίκαιη επανακατάταξη ήδη υπηρετούντων υπαλλήλων στα προβλεπόμενα από νεότερο νόμο βαθμολογικά και μισθολογικά κλιμάκια (πρβλ. ΣτΕ 2934/1993, 484/1991, 1102/1953 κ.α.).

10. Επειδή, κατά την ειδικότερη γνώμη της Συμβούλου Ο. Ζύγουρα, η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση της οποίας ετύγχανον οι υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών, δικαιολογείται εκ λόγων αναγομένων στην ειδική αποστολή των υπαλλήλων αυτών (συναπτομένη προς την δημοσιονομική ισορροπία της χώρας) και στις ειδικές συνθήκες, υπό τις οποίες αυτοί τελούν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, και αποσκοπεί στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας τους και στην θωράκισή τους έναντι τυχόν πιέσεων εκ μέρους των φορολογουμένων. Η επελθούσα δε με τις διατάξεις του ν. 4024/2011 μεταβολή του μισθολογικού τους καθεστώτος δεν προκύπτει ότι εχώρησε μετά από συνεκτίμηση της φύσεως και των ιδιαιτέρων συνθηκών ασκήσεως των καθηκόντων τους. Είναι, εν τούτοις, επί του παρόντος, συνταγματικώς ανεκτή η επελθούσα με το άρθρο 30 κατάργηση των ειδικών επιδομάτων, εν όψει των ανωτέρω στη σκέψη 9 εκτεθέντων περί των λόγων δημοσίου συμφέροντος, που επέβαλαν τη σχετική ρύθμιση, λαμβανομένου υπ’ όψη ότι, πάντως, με το άρθρο 19 του ν. 4024/2011, προβλέπεται, κατ’ αρχήν, η δυνατότης καταβολής στους υπαλλήλους αυτούς των οριζομένων στη διάταξη αυτή κινήτρων. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Ποταμιάς, ο οποίος διατύπωσε την εξής γνώμη: Η επίκληση από τον νομοθέτη, για την δικαιολόγηση των επιδίκων ρυθμίσεων, του δημοσίου συμφέροντος δεν τον απαλλάσσει από τις συνταγματικές του δεσμεύσεις (βλ. άρθρο 82 παρ. 1 του Συντάγματος). Υπό την επίκληση της δημοσιονομικής κρίσεως δεν επιτρέπεται ο νομοθέτης να διακινδυνεύσει τον συνταγματικό σκοπό της δημιουργίας ανεξάρτητης, αξιόπιστης και αποτελεσματικής Δημόσιας Διοίκησης. Ειδικότερα, ο συνταγματικός αυτός σκοπός προκύπτει από το σύνολο των εγγυήσεων κατά αυθαίρετων απολύσεων και υπηρεσιακών μεταβολών (βλ. άρθρο 103 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος) για τη δημιουργία υπαλληλικού σώματος πολιτικά ουδετέρου, δρώντος ανεξαρτήτως κυβερνητικών εναλλαγών, κατά τις επιταγές του νόμου, και συνεπώς απαλλαγμένου κομματικών επιρροών και επεμβάσεων (βλ. Ολ. ΣΕ 2325/1966). Και ναι μεν ο νομοθέτης κατά τη θέσπιση νέου μισθολογίου για τους δημοσίους υπαλλήλους διαθέτει ευρεία ελευθερία διαπλάσεώς του με δυνατότητα διαφορετικής μισθολογικής μεταχειρίσεως διαφόρων κλάδων δημοσίων υπαλλήλων, η διαφορετική όμως μισθολογική μεταχείριση των διαφόρων κλάδων δημοσίων υπαλλήλων μπορεί να στηρίζεται είτε σε αντικειμενικά κριτήρια εντάξεώς τους σε μισθολογικά κλιμάκια (π.χ. κατηγορίες θέσεων, ιεραρχία βαθμών, χρόνια υπηρεσίας κ.λπ.) είτε και σε μετρήσιμα κριτήρια αποδοτικότητας αυτών. Περαιτέρω, για την ορθή ένταξη ενός κλάδου υπαλλήλων στο νέο μισθολόγιο επιβάλλεται ο νομοθέτης, στα πλαίσια του συνταγματικού σκοπού της δημιουργίας αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, να συνεκτιμά τα καθήκοντα και τις ευθύνες του συγκεκριμένου κλάδου δημοσίων υπαλλήλων, αλλά επίσης να λαμβάνει υπ’ όψη και άλλες παραμέτρους που συνδέονται με τον συγκεκριμένο αυτό κλάδο, όπως π.χ. ευνοϊκή μισθολογική μεταχείριση ως κίνητρο προσελκύσεως νέων υπαλλήλων με υψηλά προσόντα, ειδικές συνθήκες ασκήσεως καθηκόντων που συνδέονται με τον συγκεκριμένο κλάδο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αιτούντες ανήκουν σε κλάδο υπαλλήλων, οι οποίοι σύμφωνα με τον Κανονισμό καθηκόντων τους (Πρ. δ/μα 16/1989) ασκούν καθήκοντα ιδιαίτερης ευθύνης (βλ. ΣΕ 1481/2002), βεβαιώσεως, εισπράξεως και ελέγχου των δημοσίων εσόδων, δηλαδή ανήκουν σε ιδιαίτερη κατηγορία υπαλλήλων, στους οποίους έχουν ανατεθεί καθήκοντα που αποβλέπουν στη διασφάλιση των γενικών συμφερόντων του Κράτους. Η μείωση των αποδοχών των αιτούντων με τις επίδικες ρυθμίσεις του ν. 4024/2011 σε ποσοστό 25% συγκριτικά με τις αποδοχές που ελάμβαναν πριν από τον νόμο αυτό και η συνολική μείωση των αποδοχών τους κατά 60% σε σχέση με τον μισθό που ελάμβαναν τον Μάιο του 2010, όπως ισχυρίζονται οι αιτούντες, χωρίς να αντιλέγει η Διοίκηση, παρίσταται αυθαίρετη. Περαιτέρω, για να κριθεί η αναγκαιότητα και η προσφορότητα του μέτρου δεν αρκεί μία γενική συμπερασματική αναφορά στον σκοπό και τις επιδιώξεις του νομοθέτη αλλά απαιτείται προηγουμένως ανάλυση του περιεχομένου των εξεταζομένων ρυθμίσεων από τεχνικό όργανο (ειδικούς εμπειρογνώμονες) μετά από απόφαση του Δικαστηρίου. Ενόψει των ανωτέρω, οι επίδικες ρυθμίσεις αντιβαίνουν στα άρθρα 4, 17 και 103 του Συντάγματος.

11. Επειδή, τα περαιτέρω προβαλλόμενα περί παραβάσεως διατάξεων διεθνών συμβάσεων (άρθρο 4 του κυρωθέντος με τον ν. 1426/1984 Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, και άρθρα 6 και 7 του κυρωθέντος με τον ν. 1532/1985 Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα), πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως αόριστα και ανεπίδεκτα δικαστικής εκτιμήσεως, διότι δι’ αυτών ουδόλως αποδίδεται στις προσβαλλόμενες πράξεις συγκεκριμένη πλημμέλεια σε σχέση με τις ως άνω διατάξεις (βλ. ΣτΕ Ολομέλεια 1285 - 6/2012, σκ. 18). Αβασίμως προβάλλεται, εξάλλου, παράβαση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρα 1, 15, 17, 32, 52), οι διατάξεις του οποίου, όπως έχει κριθεί (πρβλ. ΣτΕ Ολομέλεια 1285 - 6/2012, σκ. 20 και 21), διέπουν τις δράσεις των κρατών - μελών μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, όχι δε και όταν λαμβάνουν μέτρα αμιγώς εσωτερικής πολιτικής, όπως συνέβη εν προκειμένω.

12. Επειδή, προβάλλεται ειδικότερα, ότι η κατά τα ανωτέρω κατάργηση των ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ. με το ν. 4024/2011, είναι αντίθετη προς την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), υπό την έννοια ότι με την κατάργηση αυτήν εισάγεται δυσμενής διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών, στους οποίους ο νομοθέτης, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη σε σχέση με τους λοιπούς υπαλλήλους του Δημοσίου, αποστολή και τις δυσχέρειες ασκήσεως του έργου τους, χορήγησε, ως αντιστάθμισμα του αυξημένου φόρτου εργασίας τους και ευθύνης την, κατά τα ανωτέρω, πρόσθετη αμοιβή. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως έχει εκτεθεί ανωτέρω, η κατάργηση των ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ., εντάσσεται στο πλαίσιο της προσπάθειας του νομοθέτη για εξορθολογισμό της μισθολογικής πολιτικής του Δημοσίου, και ιδίως της πολιτικής εν σχέσει με την χορήγηση επιδομάτων, δεδομένου ότι, (όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4024/2011 ειδικώς επί του άρθρου 30) η κατά το παρελθόν χορήγηση ειδικών παροχών σε όλους τους υπαλλήλους ορισμένων Υπουργείων, προκειμένου αυτοί να ασκούν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους, δυσχερώς συμβιβαζόταν με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

13. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω, ότι η ψήφιση του ν. 4024/2011 δεν αποτέλεσε προϊόν της ελεύθερης βούλησης των μελών της Βουλής, αλλά, κατά παράβαση των άρθρων 1 παρ. 2 και 3, 26 παρ. 1, 51 παρ. 2, 53, 60 παρ. 1 και 65 παρ. 2 του Συντάγματος, εχώρησε σε συμμόρφωση προς τις υπ’ αριθμ. 2010/320, 2010/486, 2011/57, 2011/734 και 2011/791 αποφάσεις του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος διότι δεν προκύπτει ότι κατά την ψήφιση του ν. 4024/2011 η Βουλή θεώρησε ότι δεσμευόταν, από τις εν λόγω αποφάσεις του Συμβουλίου της ΕΕ. Κατόπιν αυτών είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς και οι προβαλλόμενοι με το υπόμνημα ισχυρισμοί ότι οι εν λόγω αποφάσεις του Συμβουλίου, έχουν εκδοθεί καθ’ υπέρβαση του ισχύοντος συστήματος των δοτών αρμοδιοτήτων των κοινοτικών οργάνων, ενώ για τον ίδιο λόγο δεν τίθεται ζήτημα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης σχετικά με τη συμφωνία των αποφάσεων αυτών προς το πρωτογενές και παράγωγο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

14. Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση

Επιβάλλει στους αιτούντες, συμμέτρως, τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2014 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26ης Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.

Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

Σωτ. Αλ. Ρίζος Μ. Παπασαράντη

       Εκτύπωση σελίδας
Πίσω Αρχή Aρχική σελίδα


ΓΡΑΦΕΙΑ: ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 1, ΜΑΡΟΥΣΙ, Τ.Κ. 151 22. ΤΗΛ. 210 3217721, 210 3310096, 210 3240557, FAX: 210 3216671