Παροχές σε είδος. Στην περίπτωση της μονομερούς ανάκλησης ειδικότερα της παροχής τροφής, της αποτελούσης τμήμα του συμβατικού μισθού, η αποτίμηση αυτής σε χρήμα για τον καθορισμό της εντεύθεν οφειλομένης αποζημίωσης για την προμήθεια από τον εργαζόμενο τροφής αντίστοιχης προς αυτήν που χορηγείτο γίνεται με βάση την αγοραία αξία του είδους, δηλ. το τίμημα που θα καταβάλει αυτός στην ελεύθερη αγορά για να προμηθευθεί το είδος. Περαιτέρω, ...
... από τα άρθ. 3 ν. 3239/1995 (που ίσχυσε μέχρι 8-5-1990) και 7 § 2 ν. 1876/1990, με τα οποία ορίζεται ότι οι ευνοϊκότεροι και οι παρέχοντες μεγαλύτερη προστασία στους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων είναι επικρατέστεροι εκείνων που διαλαμβάνονται στην συλλογική σύμβαση (ή διαιτητική απόφαση), συνάγεται, ότι, είναι επιτρεπτός ο συμψηφισμός κάθε αξίωσης από ΣΣΕ ή ΔΑ (εκτός από την αξίωση για την αμοιβή υπερωριακής εργασίας) προς τις καταβαλλόμενες υπέρτερες των νομίμων συμβατικές αποδοχές, καθώς και ότι στην περίπτωση αυτή που με την ατομική σύμβαση (με την οποία καθορίσθηκαν το είδος και οι συνθήκες παροχής της εργασίας) συμφωνήθηκε μισθός μεγαλύτερος του συνόλου των αποδοχών που προβλέπονται από την οικεία συλλογική σύμβαση ή διαιτητική απόφαση (δηλαδή του αθροίσματος βασικού μισθού και επιδομάτων), συγκεκριμένο επίδομα, προβλεπόμενο από την ΣΣΕ ή ΔΑ για την παροχή εργασίας του αυτού είδους και με τις ίδιες συνθήκες (που καθορίσθηκαν με την ατομική σύμβαση εργασίας), δεν οφείλεται στον εργαζόμενο επιπλέον του συμφωνημένου μεγαλύτερου μισθού, γιατί καλύπτεται απ' αυτόν, αφού οι όροι αμοιβής της ίδιας ποιοτικά εργασίας, που περιέχονται στην ατομική και στην συλλογική σύμβαση δεν ισχύουν παράλληλα, αλλά επικρατεί η ευνοϊκότερη ρύθμιση, η οποία αποκλείει την εφαρμογή της δυσμενέστερης, εκτός εάν με την ατομική ή την συλλογική σύμβαση ορίζεται το αντίθετο, δηλαδή ότι το θεσπιζόμενο με την συλλογική σύμβαση επίδομα θα καταβάλλεται επιπλέον του συμφωνημένου (συμβατικού) μεγαλύτερου μισθού.
Απόφαση 266/2014 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΕΒΟ - ΠΥΡΚΑΛ", που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου (κατόπιν συγχωνεύσεως) των ανωνύμων εταιρειών με την επωνυμία: α) "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΟΠΛΩΝ (ΕΒΟ) ΑΕ", που έδρευε στον ... και εκπροσωπείτο νόμιμα και β) "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΥΡΙΤΙΔΟΠΟΙΕΙΟΥ ΚΑΙ ΚΑΛΥΚΟΠΟΙΕΙΟΥ (ΠΥΡΚΑΛ) ΑΕ", που έδρευε στον ... και εκπροσωπείτο νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δήμητρα Παπαϊωάννου.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ν. Π. του Α., κατοίκου ..., έως και 67) Α. Μ. του Θ., κατοίκου ... . Οι 2ος, 5η, 11ος, 14η, 23ος, 36η, 39η, 53ος, 56ος, 57ος, 59η, 63ος, 66ος και 67ος των αναιρεσιβλήτων παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεράσιμο Σπυράτο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι: α) το όνομα πατρός του 16ου των αναιρεσιβλήτων εκ παραδρομής γράφτηκε στο αναιρετήριο "Β." αντί του ορθού "Ν.", β) εκ παραδρομής το επώνυμο της 24ης των αναιρεσιβλήτων γράφτηκε στο αναιρετήριο "Κ." αντί του ορθού "Κ." και γ) το επώνυμο της 50ης των αναιρεσιβλήτων είναι Κ. ’. (πρώην Σ. ’.) του Ι.. Οι 1ος, 3η, 4η, 6ος, 7ος, 8η, 9ος, 10η, 12ος, 13η, 15η, 16ος, 18η, 19η, 20ος, 21ος, 26ος, 28η, 30ος, 31η, 32ος, 33η, 34η, 35η, 37ος, 38η, 41η, 42ος, 44ος, 45η, 46η, 47η, 49η, 50η, 51ος, 52η, 54η, 55ος, 58η, 60ος, 61ος, 62ος και 64ος εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεράσιμο Σπυράτο, ενώ οι 17ος, 22η, 24η, 25ος, 27η, 29ος, 40η, 43ος, 48η και 65η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-8-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 99/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3033/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-2-2013 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος διάβασε την από 22-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. (A) Από τις διατάξεις των άρθ. 108, 110 § 2, 498 § 1, 568 §§ 1, 2 και 4, 576 §§ 1 - 3 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, αν κατά την συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή δεν μετάσχει σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος διάδικος, το Δικαστήριο ερευνά αυτεπάγγελτα, ποιός από τους διαδίκους επέσπευσε την συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και αν μεν την συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος, κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς, ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα την συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, εάν δηλ. δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζήτησης ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί, ποιός διάδικος την επέσπευσε, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους, καταρχήν, τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με νέα κλήση. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθ. 226 § 4 εδ. β' και γ' ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στην αναιρετική διαδικασία (άρθ. 575 εδ. β' ΚΠολΔ), αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στην σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά την ορισθείσα δικάσιμο, κατά την οποία δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου προς εμφάνιση, η δε αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή της στο πινάκιο για την μετ' αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για την δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήση του απολειπομένου κατ' αυτήν διαδίκου, εφόσον αυτός είτε είχε επισπεύσει έγκυρα ο ίδιος την συζήτηση της υπόθεσης κατά την δικάσιμο, κατά την οποία εχώρησε η αναβολή, είτε είχε κλητευθεί νόμιμα να παραστεί είτε είχε σε κάθε περίπτωση παραστεί νόμιμα κατ' αυτήν, καθόσον με τη νόμιμη παράστασή του, χωρίς εναντίωσή του, καλύφθηκε η τυχόν ακυρότητα της κλήτευσής του κατά την αρχική δικάσιμο. Διαφορετικά, η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο για την μετ' αναβολή δικάσιμο δεν ισχύει ως κλήτευση του απολειπομένου κατ' αυτήν διαδίκου. Ειδικά, εάν ο μη εμφανισθείς διάδικος είναι αναιρεσίβλητος και δεν προκύπτει ότι την συζήτηση επισπεύδει αυτός, για το παραδεκτό της συζήτησης, δεν αρκεί η επίδοση προς αυτόν μόνο της κλήσης για συζήτηση, αλλ' απαιτείται να του έχει επιδοθεί και αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης.
(Β) Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας και τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης αυτής (άρθ. 561 § 1 ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής: (1) Προς συζήτηση της κρινόμενης αίτησης για αναίρεση της 3033/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας και δέχθηκε κατ' ουσίαν την έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της 99/2008 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων και υποχρέωσε την αναιρεσείουσα να καταβάλει σε κάθε έναν απ' αυτούς ως εργαζομένους σ' αυτήν τα εκεί ποσά για την μονομερή διακοπή της παροχής γεύματος στους αναιρεσιβλήτους (που είχε καταστεί μέρος του μισθού τους, σε είδος), προσδιορίσθηκε η δικάσιμος της 3-12-2013 (2) Κατ' αυτήν, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με την σειρά της από το πινάκιο, και όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, από τους αναιρεσίβλητους ήταν απόντες και δεν παραστάθηκαν με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο οι 17ος, 22η, 24η, 25ος, 27η, 29ος, 40η, 43ος, 48η, 65η, που δεν είχαν παραστεί και κατά την δικάσιμο της 3-12-2013, κατά την οποία εχώρησε ως άνω η αναβολή, πλην της 22ης που παρέστη κατά την δικάσιμο εκείνη με πληρεξούσιο δικηγόρο. Δεν αποδεικνύεται, όμως, ούτε επικαλείται κάποιος από τους παρισταμένους διαδίκους, ότι στους ως άνω αναιρεσιβλήτους έχει επιδοθεί νομότυπα αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, καθώς επίσης, σε σχέση με τους λοιπούς πλην της 22ης, και κλήση για την προηγουμένη δικάσιμο της 3-12-2013, ενώ εξάλλου δεν προκύπτει ούτε ποιός επισπεύδει την συζήτηση. Επομένως, πρέπει ως προς τους αναιρεσιβλήτους αυτούς να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ως προς τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους (νομίμως παρισταμένους), υφισταμένης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, μεταξύ αυτών και των απόντων αναιρεσιβλήτων απλής ομοδικίας, πρέπει να χωρισθεί η υπόθεση και το Δικαστήριο να χωρήσει στην συζήτηση της αίτησης αναίρεσης (άρθ. 576 § 3 εδ. β' ΚΠολΔ, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθ. 62 ν. 4139/2013).
ΙΙ. (Α) Σύμφωνα με την διάταξη του άρθ. 560 αριθ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ, όμοια με την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τις σχετικές παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις παραδοχές αυτές, συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά το εδ. β' της ως άνω διάταξης ως παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ελέγχεται η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, μόνο εάν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών γεγονότων. Κατά την σαφή έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης (που αν και χρησιμοποιεί τον όρο "εφαρμογή" ουσιαστικά ταυτίζεται εννοιολογικά προς την αντίστοιχη του άρθ. 559 αριθ. 1 εδ. β' του ίδιου Κώδικα), η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, δηλ. των γενικών αρχών που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, την συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις και που έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την ερμηνεία των κανόνων δικαίου και δη την εξειδίκευση των περιεχομένων σ' αυτούς αορίστων νομικών εννοιών, καθώς και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, ιδρύει λόγο αναίρεσης, μόνον εάν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, δηλ. όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας για την ανεύρεση της έννοιας κάποιου κανόνα δικαίου ή για την υπαγωγή σ' αυτόν των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, και όχι όταν χρησιμεύουν για την εξακρίβωση από το δικαστήριο της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών ή για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν, διότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για αναιρετικά ανέλεγκτη κατ' άρθ. 561 § 1 ΚΠολΔ εκτίμηση πραγμάτων και επομένως λόγος αναίρεσης με τέτοιο περιεχόμενο είναι απαράδεκτος. Για την πληρότητα και το ορισμένο του λόγου αυτού αναίρεσης πρέπει ν' αναφέρεται στο αναιρετήριο, ποιά συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας παραβιάσθηκαν, ο κανόνας δικαίου για την αληθινή έννοια του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα και σε τι συνίσταται η παραβίαση, διαφορετικά ο λόγος αυτός είναι αόριστος. (Β) Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 648, 649, 653 και 361 ΑΚ, 3 § 2 ν. 2190/1920, 5 § 1 ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου" που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955 συνάγεται ότι ως μισθός στην σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία κατά νομική δέσμευση που απορρέει από το νόμο ή την σύμβαση καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, μέρος δε αυτού (είτε κατά πρόβλεψη της αρχικής σύμβασης, είτε με μεταγενέστερη συμφωνία) είναι δυνατόν να συνιστούν και παροχές σε είδος (εφόσον δίνονται σε αντάλλαγμα της εργασίας και όχι για άλλο λόγο, όπως για τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης κ.λπ.) και δη σε τροφή. Συνάγεται περαιτέρω ότι ο εργοδότης, κατά την διάρκεια της λειτουργίας της εργασιακής σχέσης, μπορεί να προβαίνει σε οικειοθελείς παροχές προς τον μισθωτό, παροχές δηλ. για τις οποίες δεν έχει καταρχήν νομική δέσμευση (και δη από την σύμβαση), ως ιδιαίτερη αμοιβή για την εργασία (που μπορούν, όπως προαναφέρθηκε, να συνίστανται και σε είδος, όπως η χορήγηση γεύματος στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης του εργοδότη), η συνεχής δε και επανειλημμένη επί μακρόν και μάλιστα κατά τακτά χρονικά διαστήματα παροχή της ιδιαίτερης αυτής αμοιβής καταλήγει σε σιωπηρή συμφωνία για την τακτική καταβολή της, αποτελεί δηλ. μισθό με βάση την (σιωπηρά καταρτιζομένη) σύμβαση, και κατά συνέπεια δεν μπορεί να διακοπεί η καταβολή της από τον εργοδότη, αφού δεν στηρίζεται πλέον στην μονομερή θέλησή του αλλά στην σύμβαση, εκτός αν αυτός είχε ρητά επιφυλαχθεί ως προς την διακοπή της στο μέλλον, και κατά συνέπεια η μονομερής ανάκλησή της απ' αυτόν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης. Στην περίπτωση της μονομερούς ανάκλησης ειδικότερα της παροχής τροφής, της αποτελούσης πλέον, κατά τα προαναφερθέντα, ως παροχή σε είδος, τμήμα του συμβατικού μισθού, η αποτίμηση αυτής σε χρήμα για τον καθορισμό της εντεύθεν οφειλομένης αποζημίωσης για την προμήθεια από τον εργαζόμενο τροφής αντίστοιχης προς αυτήν που χορηγείτο γίνεται με βάση την αγοραία αξία του είδους, δηλ. το τίμημα που θα καταβάλει αυτός στην ελεύθερη αγορά για να προμηθευθεί το είδος. Περαιτέρω, από τα άρθ. 3 ν. 3239/1995 (που ίσχυσε μέχρι 8-5-1990) και 7 § 2 ν. 1876/1990, με τα οποία ορίζεται ότι οι ευνοϊκότεροι και οι παρέχοντες μεγαλύτερη προστασία στους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων είναι επικρατέστεροι εκείνων που διαλαμβάνονται στην συλλογική σύμβαση (ή διαιτητική απόφαση), συνάγεται, ότι, είναι επιτρεπτός ο συμψηφισμός κάθε αξίωσης από ΣΣΕ ή ΔΑ (εκτός από την αξίωση για την αμοιβή υπερωριακής εργασίας) προς τις καταβαλλόμενες υπέρτερες των νομίμων συμβατικές αποδοχές, καθώς και ότι στην περίπτωση αυτή που με την ατομική σύμβαση (με την οποία καθορίσθηκαν το είδος και οι συνθήκες παροχής της εργασίας) συμφωνήθηκε μισθός μεγαλύτερος του συνόλου των αποδοχών που προβλέπονται από την οικεία συλλογική σύμβαση ή διαιτητική απόφαση (δηλαδή του αθροίσματος βασικού μισθού και επιδομάτων), συγκεκριμένο επίδομα, προβλεπόμενο από την ΣΣΕ ή ΔΑ για την παροχή εργασίας του αυτού είδους και με τις ίδιες συνθήκες (που καθορίσθηκαν με την ατομική σύμβαση εργασίας), δεν οφείλεται στον εργαζόμενο επιπλέον του συμφωνημένου μεγαλύτερου μισθού, γιατί καλύπτεται απ' αυτόν, αφού οι όροι αμοιβής της ίδιας ποιοτικά εργασίας, που περιέχονται στην ατομική και στην συλλογική σύμβαση δεν ισχύουν παράλληλα, αλλά επικρατεί η ευνοϊκότερη ρύθμιση, η οποία αποκλείει την εφαρμογή της δυσμενέστερης, εκτός εάν με την ατομική ή την συλλογική σύμβαση ορίζεται το αντίθετο, δηλαδή ότι το θεσπιζόμενο με την συλλογική σύμβαση επίδομα θα καταβάλλεται επιπλέον του συμφωνημένου (συμβατικού) μεγαλύτερου μισθού. Από τα παραπάνω παρέπεται επίσης ότι, αντίθετα, δεν νοείται κάλυψη και συμψηφισμός με τον προβλεπόμενο υπέρτερο του νομίμου συμβατικό μισθό οικειοθελούς, αρχικά, παροχής του εργοδότη προς τον εργαζόμενο, και δη σε είδος, η χορήγηση της οποίας, υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες και προϋποθέσεις, καταλήγει σε σιωπηρή συμφωνία για την τακτική καταβολή της, διότι τότε αυτή αποτελεί πλέον τμήμα αυτού τούτου του καταβαλλομένου υπέρτερου συμβατικού μισθού και όρο της ατομικής σύμβασης του εργαζομένου και όχι επίδομα ή οποιαδήποτε άλλη παροχή προβλεπομένη και χορηγουμένη από ΣΣΕ, ΔΑ ή άλλη διάταξη νόμου και κατά συνέπεια η διακοπή της χορήγησης αυτής συνιστά ανεπίτρεπτη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων των ατομικών συμβάσεων εργασίας. Στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κρίνοντας ύστερ' από εφέσεις αμφοτέρων των διαδίκων μερών επί αγωγής των ήδη αναιρεσιβλήτων κατά της τώρα αναιρεσείουσας με αντικείμενο την καταβολή σε κάθε έναν απ' αυτούς του ποσού των 3535,5 ευρώ ως αποζημίωση (του χρονικού διαστήματος από 16-7-2006 μέχρι 31-7-2007) για την εκ μέρους της μονομερή διακοπή της χορήγησης σ' αυτούς γεύματος, ως αντάλλαγμα για την παρεχομένη εργασία τους, που αποτελούσε δεσμευτική γι' αυτήν παροχή, με την προσβαλλομένη 3033/2012 απόφασή του και όπως απ' αυτήν προκύπτει δέχθηκε, ότι οι ενάγοντες (αναιρεσίβλητοι) προσλήφθηκαν από το έτος 1978 μέχρι το έτος 1997, κατά τις εκεί διακρίσεις, από την εταιρεία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΠΛΩΝ (ΕΒΟ)", που αποτελούσε επιχείρηση υπαγομένη στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, συγχωνευθείσα από 28-12-2003 με την εταιρεία "ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΥΡΙΤΙΔΟΠΟΙΕΟ ΚΑΙ ΚΑΛΥΚΟΠΟΙΕΙΟ (ΠΥΡΚΑΛ)", διά συστάσεως της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "ΕΒΟ ΠΥΡΚΑΛ", η οποία υπεισήλθε αυτοδίκαια ως καθολική διάδοχος σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ως άνω συγχωνευθεισών εταιρειών και στην οποία οι ενάγοντες συνέχιζαν να εργάζονται κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, ότι το έτος 1983 η αρχική ως άνω εργοδότριά τους αποφάσισε να χορηγήσει σε όλο το προσωπικό των κεντρικών εγκαταστάσεων στην Αθήνα, που βρίσκονταν στην ... αριθ. 160, πλήρες γεύμα αποτελούμενο από κύριο πιάτο, σαλάτα, τυρί και φρούτο εποχής ή γλυκό, που παρασκεύαζε η ίδια σε ειδικό χώρο των υπογείων του ως άνω κτιρίου, που ήταν τότε η έδρα της, τον οποίο είχε διαμορφώσει σε οργανωμένο μαγειρείο, ότι το γεύμα αυτό, που διέθετε σε χώρο διαμορφωμένο ως εστιατόριο, προσέφερε ως οικειοθελή εκ μέρους της παροχή προς τους εργαζομένους της και ως αντάλλαγμα για την παρεχομένη εργασία τους, το οποίο οι τελευταίοι αποδέχθηκαν ν' αποτελεί μισθό καταβαλλόμενο σε είδος, ανέλαβε δε η ίδια την πλήρη κάλυψη της σχετικής δαπάνης χωρίς επιβάρυνση των εργαζομένων, ότι η παροχή του γεύματος γινόταν συνεχώς και αδιαλείπτως από το έτος 1983 μέχρι το έτος 1991, όταν η εργοδότρια, επικαλουμένη οικονομικές δυσχέρειες, έπαυσε προσωρινά, παρά τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων, την χορήγηση του γεύματος αντικαθιστώντας αυτό με πρόχειρη τροφή (σάντουιτς), διατήρησε, ωστόσο, την λειτουργία του χώρου του εστιατορίου, με την υπόσχεση επαναφοράς στο μέλλον της παροχής πλήρους γεύματος, ότι το έτος 1994, μετά από έντονες διαμαρτυρίες από το συνδικαλιστικό σωματείο των εργαζομένων για την επαναλειτουργία του μαγειρείου, η ως άνω εταιρεία αποφάσισε να χορηγεί πλήρες γεύμα, παρασκευαζόμενο από την εταιρεία "Olympic Catering", ενώ το έτος 2000 αποφάσισε, με τον σκοπό μείωσης του κόστους, να επαναλειτουργήσει το μαγειρείο και να επαναχορηγήσει πλήρες γεύμα, παρασκευαζόμενο απ' αυτό, ότι έκτοτε σε εκτέλεση της υποχρέωσής της αυτής χορηγούσε πλήρες γεύμα στους εργαζομένους της, που παρασκευαζόταν στις εγκαταστάσεις της, μέχρι και την 16-12-2001, ενώ από την 17-12-2001, όταν και πραγματοποιήθηκε η μετεγκατάσταση των γραφείων της στον ... (... 1), έπαυσε μονομερώς την λειτουργία των εγκαταστάσεων, δηλ. του μαγειρείου και του εστιατορίου, και την χορήγηση γεύματος στους εργαζομένους της, μεταξύ των οποίων ήταν και οι ενάγοντες, αρχικά επικαλουμένη έλλειψη κατάλληλων χώρων και στην συνέχεια αμφισβητώντας την υποχρέωσή της προς παροχή γεύματος στο προσωπικό της, όλα δε τα παραπάνω συνέβησαν παρά τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες των εργαζομένων, ότι η ως άνω επί μακρό χρόνο, και συγκεκριμένα επί 18 έτη, συνεχής και αδιάλειπτη χορήγηση από την αρχική εργοδότρια, γεύματος στους ενάγοντες εργαζομένους της απέληξε με τον ανωτέρω τρόπο σε σιωπηρή σύμβαση για τακτική καταβολή του με την έννοια του μισθού σε είδος, χωρίς η παροχή αυτή να είναι δυνατόν να διακοπεί ελεύθερα απ' αυτήν, ως μη ερειδομένη πλέον στην μονομερή θέλησή της αλλά στην, έστω και σιωπηρά, καταρτισθείσα σύμβαση που συμπλήρωνε τους όρους των ατομικών συμβάσεων εργασίας των εναγομένων, ότι κατά συνέπεια η διακοπή της χορήγησης της ένδικης παροχής, δηλ. η μονομερής της ανάκληση, συνιστά ανεπίτρεπτη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων των εργασιακών συμβάσεων των εναγόντων, από την οποία απορρέει δικαίωμα αποζημίωσης για την μη χορήγησή της, ότι ως προς την αξίωση των εναγόντων για την ανωτέρω παροχή έχει παραχθεί δεδικασμένο για την δίκη αυτή από την 1088/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καταστάσα ήδη αμετάκλητη (μετά την απόρριψη της κατ' αυτής έφεσης με την 4946/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και της αναίρεσης -κατά της τελευταίας - με την 95/2009 του Δικαστηρίου τούτου), η οποία εκδόθηκε επί της από 3-12-2002 αγωγής των εναγόντων με το αυτό, μεταξύ άλλων, αίτημα καταβολής αποζημίωσης λόγω διακοπής της χορήγησης γεύματος για προηγούμενο χρονικό διάστημα από 17-12-2001 έως 3-12-2002, ότι (περαιτέρω από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας αποδεικνύεται ότι) το ελάχιστο ποσό που θα δαπανούσε κατά μέσο όρο κάθε ενάγων για να προμηθεύεται τροφή αντίστοιχη της ένδικης παροχής που χορηγείτο από την εναγομένη ανερχόταν σε 12 ευρώ κατά το έτος 2006 και σε 13 ευρώ κατά το έτος 2007 και όχι, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στο ποσό των 6 ευρώ ανά ημέρα εργασίας για όλο το επίδικο αυτό διάστημα, υπολαμβάνοντας τούτο ως επίδομα και όχι ως αποζημίωση. Με βάση τα γενόμενα ως άνω δεκτά το Εφετείο (α) απέρριψε, πέραν των άλλων, την επαναφερθείσα σ' αυτό με λόγο έφεσης ένσταση συμψηφισμού που είχε προβάλει και πρωτοδίκως η αναιρεσείουσα, ισχυριζομένη ότι οι ατομικές συμβάσεις των αναιρεσιβλήτων εναγόντων περιέχουν ευνοϊκότερους όρους που παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζομένους και είναι επικρατέστεροι, επομένως, αυτών που τυχόν προβλέπονται στην ΣΣΕ και ότι γι' αυτό η επίδικη παροχή δεν οφείλεται στους ενάγοντες επιπλέον του συμφωνημένου μεγαλύτερου μισθού τους δεδομένου ότι καλύπτεται απ' αυτόν, ως μη νόμιμη, διαλαμβάνοντας στην προσβαλλομένη απόφασή του, ότι, και εάν υποτεθεί ότι ο καταβαλλόμενος στους ενάγοντες με βάση τις ατομικές συμβάσεις τους μισθός είναι υπέρτερος του προβλεπομένου από ΣΣΕ ή ΔΑ ή άλλη διάταξη, η επίδικη παροχή (παροχή γεύματος) δεν απορρέει από τις ως άνω πηγές, αλλ' αποτελεί όρο των ατομικών συμβάσεων εργασίας των εναγόντων και ως εκ τούτου δεν καλύπτεται, ούτε συμψηφίζεται με τον καταβαλλόμενο από την εναγομένη μισθό, τέλος δε στο σύνολό της την έφεση της αναιρεσείουσας (β) κατά παραδοχή σχετικού λόγου της έφεσης των εναγόντων αναιρεσιβλήτων εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή και υποχρέωσε την αναιρεσείουσα εναγομένη να καταβάλει για την αιτία αυτή σε κάθε έναν ενάγοντα το ποσό των 3.315 ευρώ κ.λπ. Κρίνοντας έτσι το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ενώ ειδικότερα ως προς την χορήγηση γεύματος (στην αρχή με την μορφή οικειοθελούς παροχής και στην συνέχεια) ως μέρους του μισθού των εναγόντων σε είδος με, σιωπηρά καταρτισθείσα, σύμβαση, χωρίς δυνατότητα μονομερούς διακοπής (ανάκλησης) της παροχής αυτής, και το δικαίωμα αποζημίωσης των εναγόντων από την διακοπή χορήγησης της παροχής αυτής, ως συνιστώσα μονομερή βλαπτική μεταβολή των συμβάσεων εργασίας, δέχθηκε την περί αυτών ύπαρξη δεδικασμένου από την (αμετάκλητη) 1088/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (που εκδόθηκε επί άλλης αγωγής των εναγόντων με την αυτή ιστορική και νομική αιτία για προηγούμενο χρονικό διάστημα). Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από το άρθ. 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτεται ότι το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο (α) κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ειδικότερα της διάταξης του άρθ. 648 ΑΚ δέχθηκε ότι η παροχή (υπό τα ανελέγκτως γενόμενα ως άνω δεκτά περιστατικά) πλήρους γεύματος στους ενάγοντες (εργαζομένους) νοείται ως μισθός ή ως ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εργασία τους και αποτελεί όρο των ατομικών συμβάσεων εργασίας τους, ενώ, όπως προέβαλε η αναιρεσείουσα, αυτή εδίδετο αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης (β) κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθ. 3 ν. 3239/1955 και 7 § 2 ν. 1876/1990 απέρριψε την προταθείσα απ' αυτήν ως άνω ένσταση συμψηφισμού και (γ) προς υπολογισμό του αντιτίμου κάθε γεύματος (και συνακόλουθα της οφειλομένης γι' αυτό αποζημίωσης) έλαβε ως βάση το ποσό που θα κατέβαλλε, κατά μέσο όρο, κάθε ενάγων και όχι, ως έδει, το ποσό που θα δαπανούσε η αναιρεσείουσα για την παρασκευή και διάθεση του γεύματος, πρέπει ν' απορριφθεί κατά τα συναφή σκέλη του ως αβάσιμος, αλλά και ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση (αφού ειδικότερα ως προς την αξίωση καθεαυτήν των εναγόντων προς λήψη της παροχής αυτής ως μέρους του μισθού τους δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου). Ο αυτός λόγος ως προς την ειδικότερη αιτίαση περί παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατ' εκτίμηση αυτής, ως προς τον υπολογισμό της αποζημίωσης για την μη παροχή του γεύματος, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος και δη το μεν ως αόριστος, διότι δεν καθορίζονται τα φερόμενα ως παραβιασθέντα διδάγματα κοινής πείρας, το δε και κυρίως διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το δικαστήριο χρησιμοποίησε τα διδάγματα κοινής πείρας (όχι για την ανεύρεση της έννοιας κάποιου κανόνα δικαίου ή για την υπαγωγή σ' αυτόν των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, αλλά) για την εξακρίβωση και απόδειξη πραγματικών περιστατικών και δη τον καθορισμό του ποσού που απαιτείται να δαπανήσει κάθε ενάγων για την προμήθεια τροφής αντίστοιχης της παρεχομένης από την εναγομένη, που δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο.
Σύμφωνα με τα παραπάνω πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως προς τους λοιπούς (παρισταμένους) αναιρεσιβλήτους και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα αυτών, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη την συζήτηση της από 18-2-2013 αίτησης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" (και τον διακριτικό τίτλο "ΕΒΟ -ΠΥΡΚΑΛ") για αναίρεση της 3033/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς τους 17ο, 22η, 24η, 25ο, 27η, 29ο, 40η, 43ο, 48η και 65η αναιρεσιβλήτους.
Απορρίπτει την ως άνω αίτηση ως προς τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων αυτών, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 2014. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ