ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
"ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ & ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ"

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑΤΟΣ "ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ"
Πίσω Aρχική σελίδα

 ΘΕΜΑ:  
Άρειος Πάγος Απόφαση 1000/2014 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

«Σχέση ετοιμότητας για εργασία». Όπως συνάγεται από τα άρθρα 648, 649 και 653 ΑΚ, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των ν. 3239/1933, 1876/1990 και 3755/1957, η σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει μερικώς την ελευθερία των κινήσεών του υπέρ του άλλου, χωρίς να διατηρεί σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις στη διάθεση αυτού κάθε στιγμή, φέρει μεν το χαρακτήρα της συμβάσεως εργασίας, λόγω όμως της ιδιομορφίας της δεν υπόκειται στις διατάξεις ειδικών νόμων ή συλλογικών συμβάσεων, ...

«Σχέση ετοιμότητας για εργασία». Όπως συνάγεται από τα άρθρα 648, 649 και 653 ΑΚ, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των ν. 3239/1933, 1876/1990 και 3755/1957, η σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει μερικώς την ελευθερία των κινήσεών του υπέρ του άλλου, χωρίς να διατηρεί σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις στη διάθεση αυτού κάθε στιγμή, φέρει μεν το χαρακτήρα της συμβάσεως εργασίας, λόγω όμως της ιδιομορφίας της δεν υπόκειται στις διατάξεις ειδικών νόμων ή συλλογικών συμβάσεων, ...

... αναφορικά με το ελάχιστο όριο αμοιβής και τις προσαυξήσεις για νυκτερινή, υπερωριακή ή άλλη εργασία σε ημέρα γιορτής ή αναπαύσεως, γιατί αυτές, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση πλήρους απασχολήσεως ή πάντως διατηρήσεως σε εγρήγορση των σωματικών ή πνευματικών δυνάμεων του μισθωτού στις καθορισμένες για κάθε περίπτωση ώρες. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για "σχέση ετοιμότητας για εργασία", η οποία ανάλογα με το βαθμό ετοιμότητας, διακρίνεται σε δύο κύριες κατηγορίες: (α) μία πρώτη κατηγορία που είναι και η πιο συνηθισμένη στην πρακτική, συνιστά η λεγόμενη "γνήσια ετοιμότητα για εργασία", στην οποία έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και στην οποία ο μισθωτός οφείλει να βρίσκεται σε ορισμένο τόπο (της επιχείρησης ή και εκτός αυτής από όπου καλούμενος να έχει την δυνατότητα να προσέλθει στον τόπο εργασίας) και χρόνο, διατηρώντας τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε ένταση για να προσφέρει τις υπηρεσίες του μόλις παραστεί ανάγκη, οπότε σε αυτήν τη μορφή ετοιμότητας θεωρείται ότι υπάρχει πλήρης απασχόληση, ανεξάρτητα αν θα παρουσιασθούν περιστατικά για την παροχή εργασίας και έτσι η ετοιμότητα εξομοιώνεται ολότελα με την κανονική εργασία, γιατί, εκτός από τη δέσμευση της ελευθερίας, υπάρχει και εγρήγορση των δυνάμεων του μισθωτού, (β) μία δεύτερη κατηγορία είναι η λεγόμενη "μη γνήσια ετοιμότητα ή ετοιμότητα κλήσης", κατά την οποία ο μισθωτός δεν υποχρεούται να έχει σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις, έχοντας τη δυνατότητα να αναπαύεται ή να βρίσκεται έξω από τον τόπο εργασίας, οπότε στην περίπτωση αυτή δεν έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις του εργατικού δικαίου και ειδικότερα οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις για παροχή νυκτερινής ή υπερωριακής εργασίας ή άλλης εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες, εκτός αν έχει συμφωνηθεί ειδικά το αντίθετο και (γ) μεταξύ της μιας και της άλλης κατηγορίας ετοιμότητας μπορούν να υπάρχουν "ενδιάμεσες βαθμίδες ετοιμότητας" και μερική εγρήγορση του μισθωτού, οπότε ανάλογα με τα χρονικά διαστήματα υπολογίζονται και οι αποδοχές του μισθωτού. Το ζήτημα για το είδος της ετοιμότητας εργασίας και ειδικότερα αν πρόκειται για γνήσια ετοιμότητα ή μη γνήσια (απλή) ετοιμότητα κλήσης ή κάποια άλλη ενδιάμεση μορφή, είναι θέμα αποδείξεως των πραγματικών εκείνων περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στη μία ή άλλη κατηγορία. Η πάγια αυτή θέση της νομολογίας για την διάκριση, κατά την προδιαληφθείσα των όρων έννοια, μεταξύ της γνήσιας και της μη γνήσιας (απλής) ετοιμότητας προς εργασία αναφορικά με το θέμα αμοιβής του μισθωτού δεν διαφοροποιείται με το π.δ. 88/1999, με το οποίο εναρμονίσθηκε το εσωτερικό δίκαιο με την 93/104 ΕΚ Οδηγία του Συμβουλίου της 23-11-1993, η οποία τροποποιήθηκε με την επακολουθήσασα 2000/34 ΕΚ του Συμβουλίου της 22-6-2000 και σε συμμόρφωση προς αυτήν το π.δ. 88/1999 τροποποιήθηκε με το π.δ. 76/2005.

Απόφαση 1000 / 2014 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Γ. Π. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστείδη Λαμπρόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΘΕΜΕΛΗ ΑΕ", που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Ματθαίου, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 13-3-2014 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-2-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2992/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3752/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8-7-2013 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιχαήλ Αυγουλέας διάβασε την από 10-3-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγου της κρινόμενης αίτησης και την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, όσον αφορά τα κεφάλαιά της για τις οφειλόμενες προσαυξήσεις της υπερεργασίας και παράνομης υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Κατά τη διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως εάν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση δίκης. Από την τελευταία διάταξη προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτήν λόγος ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), όταν δηλ. δεν προκύπτει από την απόφαση ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε αυτή, ώστε σε συνδυασμό με το διατακτικό της να κριθεί περαιτέρω, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόσθηκε. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό πόρισμά της και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Εξάλλου, κατά κανόνα, η εργασιακή σχέση προϋποθέτει ενεργό ή θετική παραδοχή πνευματικής ή σωματικής ανθρώπινης δραστηριότητας για την επίτευξη κάποιου οικονομικού αποτελέσματος. Ωστόσο υπάρχει παροχή εξαρτημένης εργασίας και όταν απλώς δεσμεύεται η ελευθερία του μισθωτού, με την υποχρέωσή του να παραμένει στον καθοριζόμενο από τον εργοδότη τόπο και χρόνο, για να είναι έτοιμος προς παροχή της εργασίας του, αν από τις περιστάσεις παραστεί ανάγκη. Όπως συνάγεται, περαιτέρω, από τα άρθρα 648, 649 και 653 ΑΚ, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των ν. 3239/1933, 1876/1990 και 3755/1957, η σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει μερικώς την ελευθερία των κινήσεών του υπέρ του άλλου, χωρίς να διατηρεί σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις στη διάθεση αυτού κάθε στιγμή, φέρει μεν το χαρακτήρα της συμβάσεως εργασίας, λόγω όμως της ιδιομορφίας της δεν υπόκειται στις διατάξεις ειδικών νόμων ή συλλογικών συμβάσεων, αναφορικά με το ελάχιστο όριο αμοιβής και τις προσαυξήσεις για νυκτερινή, υπερωριακή ή άλλη εργασία σε ημέρα γιορτής ή αναπαύσεως, γιατί αυτές, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση πλήρους απασχολήσεως ή πάντως διατηρήσεως σε εγρήγορση των σωματικών ή πνευματικών δυνάμεων του μισθωτού στις καθορισμένες για κάθε περίπτωση ώρες. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για "σχέση ετοιμότητας για εργασία", η οποία ανάλογα με το βαθμό ετοιμότητας, διακρίνεται σε δύο κύριες κατηγορίες: (α) μία πρώτη κατηγορία που είναι και η πιο συνηθισμένη στην πρακτική, συνιστά η λεγόμενη "γνήσια ετοιμότητα για εργασία", στην οποία έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και στην οποία ο μισθωτός οφείλει να βρίσκεται σε ορισμένο τόπο (της επιχείρησης ή και εκτός αυτής από όπου καλούμενος να έχει την δυνατότητα να προσέλθει στον τόπο εργασίας) και χρόνο, διατηρώντας τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε ένταση για να προσφέρει τις υπηρεσίες του μόλις παραστεί ανάγκη, οπότε σε αυτήν τη μορφή ετοιμότητας θεωρείται ότι υπάρχει πλήρης απασχόληση, ανεξάρτητα αν θα παρουσιασθούν περιστατικά για την παροχή εργασίας και έτσι η ετοιμότητα εξομοιώνεται ολότελα με την κανονική εργασία, γιατί, εκτός από τη δέσμευση της ελευθερίας, υπάρχει και εγρήγορση των δυνάμεων του μισθωτού, (β) μία δεύτερη κατηγορία είναι η λεγόμενη "μη γνήσια ετοιμότητα ή ετοιμότητα κλήσης", κατά την οποία ο μισθωτός δεν υποχρεούται να έχει σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις, έχοντας τη δυνατότητα να αναπαύεται ή να βρίσκεται έξω από τον τόπο εργασίας, οπότε στην περίπτωση αυτή δεν έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις του εργατικού δικαίου και ειδικότερα οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις για παροχή νυκτερινής ή υπερωριακής εργασίας ή άλλης εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες, εκτός αν έχει συμφωνηθεί ειδικά το αντίθετο και (γ) μεταξύ της μιας και της άλλης κατηγορίας ετοιμότητας μπορούν να υπάρχουν "ενδιάμεσες βαθμίδες ετοιμότητας" και μερική εγρήγορση του μισθωτού, οπότε ανάλογα με τα χρονικά διαστήματα υπολογίζονται και οι αποδοχές του μισθωτού. Το ζήτημα για το είδος της ετοιμότητας εργασίας και ειδικότερα αν πρόκειται για γνήσια ετοιμότητα ή μη γνήσια (απλή) ετοιμότητα κλήσης ή κάποια άλλη ενδιάμεση μορφή, είναι θέμα αποδείξεως των πραγματικών εκείνων περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στη μία ή άλλη κατηγορία. Η πάγια αυτή θέση της νομολογίας για την διάκριση, κατά την προδιαληφθείσα των όρων έννοια, μεταξύ της γνήσιας και της μη γνήσιας (απλής) ετοιμότητας προς εργασία αναφορικά με το θέμα αμοιβής του μισθωτού δεν διαφοροποιείται με το π.δ. 88/1999, με το οποίο εναρμονίσθηκε το εσωτερικό δίκαιο με την 93/104 ΕΚ Οδηγία του Συμβουλίου της 23-11-1993, η οποία τροποποιήθηκε με την επακολουθήσασα 2000/34 ΕΚ του Συμβουλίου της 22-6-2000 και σε συμμόρφωση προς αυτήν το π.δ. 88/1999 τροποποιήθηκε με το π.δ. 76/2005. Τέλος με την 2003/88/ΕΚ του Συμβουλίου της 4-11-2003 κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις για την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Άλλωστε και πριν από τα π.δ. 88/1999 κρίσιμο θέμα δεν ήταν ο προσδιορισμός του χρόνου εργασίας του μισθωτού υπό συνθήκες απασχολήσεώς του απλής ετοιμότητας προς εργασία, αλλά ο τρόπος αμοιβής αυτού, η οποία και μετά τις κοινοτικές οδηγίες και το προς συμμόρφωση προς αυτές εκδοθέν π.δ. 88/1999 επαφίεται στον κοινό νομοθέτη να καθορισθεί (βλ. σχετ. Ολ.ΑΠ 10/2009, ΑΠ 766/ 2012, 491/2011, 1102/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, σε σχέση με τη φύση και των ωρών απασχόλησης του αναιρεσείοντος, δέχτηκε μετά από εκτίμηση των μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά στοιχεία, ανελέγκτως, τα ακόλουθα: "Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη στις 21-8-2006, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως οδηγός τριαξονικού γερανοφόρου αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της εναγομένης, η οποία δραστηριοποιείται στην εκτέλεση τεχνικών έργων, έχοντας τα προς τούτο τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Με την πιο πάνω ειδικότητα, ο ενάγων απασχολήθηκε από την εναγομένη μέχρι την 20-9-2007, που αποχώρησε οικειοθελώς, εργαζόμενος καθ' όλες τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και ορισμένα Σάββατα και Κυριακές. Κατά τις καθημερινές ημέρες εκάστης εβδομάδος, με εξαίρεση τα διαστήματα από 25-12-2006 έως και 5-1-2007, από 12-2-2007 έως και 15-2-2007, από 17-3-2007 έως 30-3-2007, τον Απρίλιο και το Μάιο 2007 και το διάστημα από 1-7-2007 μέχρι τη λήξη της εργασιακής του συμβάσεως, διαστήματα κατά τα οποία η απασχόλησή του δεν υπερέβαινε το οκτάωρο ημερησίως, ο ενάγων πραγματοποιούσε, κατ' απαίτηση της εργοδότριάς του και για τις ανάγκες της επιχείρησής της, τρεις ώρες απασχόλησης πέραν του οκταώρου, όπως προκύπτει και από την επισκόπηση των προσκομισθέντων ταχογράφων του φορτηγού που οδηγούσε. Σημειωτέον ότι ο τελευταίος, ως εκ της φύσεως της εργασίας του, ανέμενε αρκετό χρόνο καθημερινά (ενίοτε και ώρες) στον τόπο της φόρτωσης προκειμένου αυτή να ολοκληρωθεί, χρόνο κατά τον οποίο ουδόλως απησχολείτο, αφού δεν μετείχε στην φόρτωση, περιμένοντας την ολοκλήρωσή της για να αναχωρήσει, κι' επομένως ο χρόνος αυτός δεν συνυπολογίζεται για την εξεύρεση του ωραρίου της καθημερινής του εργασίας, ούτε υπήρχε σχετική συμφωνία με την εναγομένη, και βεβαίως δεν θεμελιώνει αξιώσεις για αμοιβή υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι το βιβλίο δρομολογίων, αντίγραφο του οποίου προσκομίζει ο ενάγων, δεν αποτελεί αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο, όπως βάσιμα υποστηρίζει και η εναγομένη με το σχετικό λόγο της έφεσής της, αφού τούτο είναι ελλιπώς συμπληρωμένο και αναφέρει μόνο τον αρχικό χρόνο εκκίνησης του φορτηγού και τον τελικό χρόνο ακινητοποίησής του, στην οικία μάλιστα του ενάγοντος, όπου αυτό παρέμενε κατά τη νύκτα, χωρίς να περιλαμβάνει τις ενδιάμεσες κινήσεις τούτου...". Με βάση τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο, κατέληξε ότι, κατά το χρόνο φόρτωσης του αυτοκινήτου, ο ενάγων τελούσε σε απλή ετοιμότητα και δεν συνυπολόγισε για την εξεύρεση της υπερεργασίας του και της παράνομης υπερωριακής του απασχόλησης, τις ώρες αναμονής του και συνακόλουθα επιδίκασε μειωμένα ποσά σε σχέση με τα αξιούμενα με τη αγωγή κονδύλια. Με τις κρίσεις του αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην απόφαση ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για το πιο πάνω κρίσιμο ζήτημα, αφού τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά δεν καλύπτουν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την άρνηση εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας για τις προσαυξήσεις για την παροχή υπερεργασίας και παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, στις οποίες θεμελιώνονταν οι αγωγικές αξιώσεις. Ειδικότερα, δεν διαλαμβάνεται, αν το διάστημα, που ο ενάγων δεν μετείχε στη φόρτωση, είχε τη δυνατότητα να αναπαύεται, ή να απομακρύνεται από τον τόπο της φόρτωσης ή να χρησιμοποιεί την εργασιακή του δύναμη διαφορετικά. Επομένως, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης, αληθώς από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά τα κεφάλαιά της για τις οφειλόμενες προσαυξήσεις της υπερεργασίας και παράνομης υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα οποία (κεφάλαια) και μόνο υποβάλλονται παράπονα κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, ενόψει της αναιρετικής εμβέλειας του 1ου λόγου αυτής. Τέλος, η δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος πρέπει να επιβληθεί στην αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη διάδικο (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί την υπ' αρ. 3752/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, όσον αφορά τα κεφάλαια αυτής που έχουν σχέση με τις αξιώσεις του αναιρεσείοντος από την υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή απασχόλησή του, στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης.

Παραπέμπει, προς εκδίκαση την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Και Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2014. Και Δημοσιεύτηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

       Εκτύπωση σελίδας
Πίσω Αρχή Aρχική σελίδα


ΓΡΑΦΕΙΑ: ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 1, ΜΑΡΟΥΣΙ, Τ.Κ. 151 22. ΤΗΛ. 210 3217721, 210 3310096, 210 3240557, FAX: 210 3216671