ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
"ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ & ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ"

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑΤΟΣ "ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ"
Πίσω Aρχική σελίδα

 ΘΕΜΑ:  
ΣτΕ Αριθμός 1157/2014

Επιβολή προστίμου για λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων. Σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής κατά εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το δικαστήριο ελέγχει την πράξη ή παράλειψη κατά τον νόμο και την ουσία μέσα στα όρια της προσφυγής, όπως αυτά προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ’ εξαίρεση ελέγχεται αυτεπαγγέλτως ...

Επιβολή προστίμου για λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων. Σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής κατά εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το δικαστήριο ελέγχει την πράξη ή παράλειψη κατά τον νόμο και την ουσία μέσα στα όρια της προσφυγής, όπως αυτά προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ’ εξαίρεση ελέγχεται αυτεπαγγέλτως ...

... από το διοικητικό δικαστήριο για τους αναφερομένους στο τελευταίο εδάφιο της ανωτέρω παραγράφου 1 του άρθρου 79 λόγους, μεταξύ των οποίων και η αναρμοδιότητα του οργάνου και η μη νόμιμη συγκρότηση η σύνθεση του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, δεν περιλαμβάνεται, όμως στους λόγους αυτούς και, συνεπώς, δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως η μη τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγουμένης κλήσεως του ενδιαφερομένου σε ακρόαση (ΣτΕ 1272/2011).

Εξ άλλου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά την υπόθεση εντός των ορίων των αιτιάσεων που προβάλλονται κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ερευνά δε αυτεπαγγέλτως μόνον τους λόγους, τους οποίους και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ώφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, αλλά δεν τους εξέτασε, καθώς και τις μνημονευόμενες στην παραγρ. 2 του άρθρου 97 του ΚΔΔ πλημμέλειες που αναφέρονται στη δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, συγκρότηση και σύνθεση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΣτΕ 718/2011, 3403/2010 κ.α.).

Αριθμός 1157/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β`

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2013 με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Α.- Γ. Βώρος, Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Αγ. Σδράκα, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 29 Ιουλίου 2008 αίτηση:

της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία ".................", που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ................. αρ. ...), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Επαμεινώνδα Βαγενά (Α.Μ. 16924), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Παναγιώτη Πανάγο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 215/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Γ. Τσιμέκα.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, για την υπό κρίση αίτηση έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 851588- 89/2008 έντυπα παραβόλου, σειράς Α`).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 11.4.2011 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθ. 215/2008 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ’ αριθ. 5055/2006 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση, κατά μερική αποδοχή προσφυγής της ήδη αναιρεσείουσας, τροποποιήθηκε η υπ’ αριθ. 298/2002 απόφαση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α` Αθηνών και περιορίσθηκε σε 117.694,06 ευρώ το πρόστιμο των 235.388 ευρώ που είχε επιβληθεί σε βάρος της με την ανωτέρω καταλογιστική πράξη, λόγω παράβασης διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων κατά τη διαχειριστική περίοδο 1999.

3. Επειδή, στο άρθρο 5 του ν. 2523/1997 (Α` 179), το οποίο έχει εφαρμογή κατά την ένδικη διαχειριστική περίοδο, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Oποιος παραβαίνει τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992 ΦΕΚ 84 Α`) τιμωρείται με πρόστιμο που προσδιορίζεται κατ’ αντικειμενικό τρόπο Για το σκοπό αυτό καθιερώνονται δύο βάσεις υπολογισμού, συντελεστές βαρύτητας και ανώτατα όρια (οροφές). Οι παραβάσεις διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, γενικές και αυτοτελείς. 2. . Για την εφαρμογή του αντικειμενικού συστήματος δίδονται οι πιο κάτω εννοιολογικοί προσδιορισμοί: α) Βάση Υπολογισμού Νο 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) … β) Βάση Υπολογισμού Νο 2 (ΒΑΣ.ΥΠ.2) … Το ποσό της βάσης αυτής ισούται με την αξία της συναλλαγής ή του στοιχείου ή μέρους αυτών, μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. κατά περίπτωση. .. 10. Οι παρακάτω περιπτώσεις επίσης θεωρούνται αυτοτελείς παραβάσεις, για τις οποίες εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο2 (ΒΑΣ. ΥΠ. 2), όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στις κατ’ ιδίαν διατάξεις με τις οποίες προσδιορίζεται και η τιμή του κατά περίπτωση ισχύοντος συντελεστή βαρύτητας: α) ...... β) Η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων και η λήψη εικονικών καθώς και η νόθευση αυτών θεωρείται ιδιάζουσα φορολογική παράβαση και επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο της αξίας κάθε στοιχείου, μη συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών, σε αντίθετη δε περίπτωση ίσο με το διπλάσιο της ΒΑΣ.ΥΠ. 1. …». Στο άρθρο 19 παρ. 4 του ανωτέρω ν. 2523/1997 ορίζεται, περαιτέρω, ότι «Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία ......». Τέλος, με την παράγραφο 16 του άρθρου 40 του ν. 3220/2004 (Α` 15) προστέθηκε εδάφιο στην παράγραφο 11 του άρθρου 5 του ν. 2523/1997 το οποίο ορίζει τα εξής: «Δεν καταλογίζεται ιδιαίτερη παράβαση για την καταχώρηση εικονικών, πλαστών ή νοθευμένων στοιχείων, εφόσον επιβάλλεται πρόστιμο της περίπτωσης β της προηγούμενης παραγράφου (για την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων και τη λήψη εικονικών, ή νόθευση αυτών), ανεξάρτητα από το χρόνο στον οποίο ανάγεται η παράβαση», με την δε παράγραφο 17 του ιδίου ως άνω άρθρου ορίσθηκε ότι «Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς στις φορολογικές αρχές, στα διοικητικά δικαστήρια και στο Συμβούλιο Επικρατείας υποθέσεις».

4. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά τη διάρκεια φορολογικού ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στην έδρα της επιχειρήσεως «.................», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, και έχει ως αντικείμενο εργασιών το εμπόριο κρεάτων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν από τα ελεγκτικά όργανα του ΣΔΟΕ τα βιβλία και στοιχεία της επιχειρήσεως «.................», η οποία είχε το ίδιο αντικείμενο εργασιών και έδρα επίσης την Αθήνα. Από τον έλεγχο των στοιχείων αυτών προέκυψε ότι η αναιρεσείουσα ζήτησε, έλαβε και καταχώρισε στο τηρούμενο βιβλίο αγορών της δώδεκα τιμολόγια-δελτία αποστολής, εκδόσεως της ως άνω επιχειρήσεως, συνολικής αξίας 40.104.250 δραχμών συν ΦΠΑ 3.208.339 δραχμών. Κατά την εκτίμηση του ελέγχου, τα ανωτέρω φορολογικά στοιχεία ήταν εικονικά ως προς το πρόσωπο του εκδότη και, ενόψει αυτού, εκδόθηκε η αναφερόμενη στη σκέψη 2 υπ’ αριθ. 298/2002 πράξη επιβολής προστίμου του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Α` Αθηνών. Προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της καταλογιστικής αυτής πράξης έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ’ αριθ. 5055/2006 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε ότι τα ανωτέρω τιμολόγια- δελτία αποστολής ήταν εικονικά, όσον αφορά το πρόσωπο του εκδότη τους και ότι το γεγονός αυτό, που εγνώριζε η αναιρεσείουσα, στοιχειοθετεί την παράβαση της αποδοχής και λήψεως εικονικών τιμολογίων, η οποία προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 40 παρ. 16 του ν. 3220/2004, που έχει αναδρομική ισχύ και καταλαμβάνει και την εν λόγω διαπραχθείσα παράβαση, περιορίσθηκε όμως το επιβληθέν πρόστιμο στο 50%, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 10 περιπτ. β` εδαφ. α και δ του ν. 2523/1997, όπως το τελευταίο αυτό εδάφιο προστέθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 10 του ν. 2753/1999. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι τα προαναφερόμενα 12 τιμολόγια - δελτία αποστολής, τα οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν από την επιχείρηση «.................» για την πώληση κρεάτων προς την αναιρεσείουσα, είναι εικονικά ως προς το πρόσωπο του εκδότη αυτών. Και τούτο, διότι, η ως άνω επιχείρηση, αν και είχε θεωρήσει βιβλία και στοιχεία στην αρμόδια φορολογική αρχή, πάντως κατά το χρόνο του ελέγχου δεν βρέθηκε να λειτουργεί στη δηλωθείσα διεύθυνσή της, στην οδό ................. αριθμός ..., στην Αθήνα, ενώ δεν είχε υποβάλει δήλωση αλλαγής της διευθύνσεώς της στην ως άνω φορολογική αρχή. Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι, από τα εκδοθέντα από την επιχείρηση φορολογικά στοιχεία, αυτή εφέρετο ότι είχε πραγματοποιήσει συναλλαγές πολλών εκατομμυρίων δραχμών κατά τις χρήσεις 1998 και 1999, ουδέποτε είχε υποβάλει δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και ΦΠΑ στην αρμόδια ΔΟΥ. Εξάλλου, από πουθενά δεν προέκυπτε ότι αυτή διέθετε προσωπικό και την απαιτούμενη υλικοτεχνική υποδομή, όπως αυτοκίνητα, αποθήκες κ.λπ., τα οποία είναι απαραίτητα για τη μεταφορά και τη συντήρηση ευπαθών προϊόντων, όπως είναι τα κρέατα, ενώ ο νόμιμος εκπρόσωπος και μοναδικός της εταίρος αυτής ................. ασκούσε αποκλειστικά το επάγγελμα του οδηγού, δεν είχε ποτέ ασχοληθεί με το εμπόριο κρεάτων, δεν είχε καμία επαφή με τους φερόμενους ως πελάτες της επιχειρήσεώς του, μεταξύ των οποίων και η αναιρεσείουσα, ούτε είχε εκδώσει ο ίδιος κανένα φορολογικό στοιχείο για τις φερόμενες συναλλαγές της επιχειρήσεώς του και η συμμετοχή του σ’ αυτήν περιορίσθηκε μόνο στην έναρξη της λειτουργίας της και στη θεώρηση των σχετικών βιβλίων και στοιχείων στην αρμόδια ΔΟΥ. Τέλος, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι η επιχείρηση λειτουργούσε από συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο, αλλά αντίθετα προέκυψε ότι οι αγορές κρεάτων που είχε διενεργήσει από τις νήσους Θάσο και Σαμοθράκη πραγματοποιούνταν από τους ................. και ................., οι οποίοι ως φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιούσαν τα στοιχεία της ως άνω επιχειρήσεως. Ενόψει αυτών, το Διοικητικό Εφετείο, απορρίψαν τους σχετικούς αντίθετους λόγους εφέσεως της ήδη αναιρεσείουσας, δέχθηκε ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν ασκούσε πραγματική δραστηριότητα κατά το χρόνο που εξέδωσε τα ένδικα τιμολόγια και η αναιρεσείουσα γνώριζε το γεγονός αυτό. Ειδικότερα, ο προβληθείς λόγος εφέσεως ότι αυτή ότι δεν γνώριζε την εικονικότητα ως προς το πρόσωπο του εκδότη των τιμολογίων, τα οποία αποδέχθηκε, καθόσον τα εκδοθέντα τιμολόγια έφεραν τη νόμιμη θεώρηση από τη φορολογική αρχή και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση να ελέγξει αν η εκδότρια αυτών επιχείρηση λειτουργούσε νομότυπα και αν είχε εκπληρώσει τις φορολογικές της υποχρεώσεις, απερρίφθη ως αβάσιμος, με την αιτιολογία ότι το γεγονός ότι οι έδρες των δύο επιχειρήσεων βρίσκονται στο κέντρο της Αθήνας, στην ίδια οδό και σε απόσταση λίγων μέτρων η μία από την άλλη (συγκεκριμένα, η φερόμενη έδρα της εκδότριας των ένδικων τιμολογίων επιχειρήσεως «.................» ήταν στην οδό ................. αριθμός ..., ενώ η έδρα της αναιρεσείουσας στον αριθμό ...), δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την άγνοια της αναιρεσείουσας για την εικονικότητα του φορέα της επιχειρήσεως της «.................», αφού η τελευταία, ενόψει του ότι δεν είχε ποτέ πραγματική έδρα, ούτε αποθηκευτικούς χώρους, ούτε μεταφορικά μέσα, δεν ήταν λογικώς δυνατό να προβαίνει σε συναλλαγές εκατομμυρίων με την επιχείρηση της αναιρεσείουσας και να μην έχει γίνει αντιληπτή από την τελευταία η μη νόμιμη λειτουργία της γειτονικής της επιχειρήσεως.

5. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α` 97), ορίζει στο άρθρο 79, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της προσφυγής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, κατά περίπτωση, χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί: α) αν συντρέχουν οι λόγοι της περ. α` της παρ. 3 ή β) αν η πράξη είναι πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της, ή γ) αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου.... 3. Το δικαστήριο ακυρώνει την πράξη και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα: α) αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο ή από συλλογικό όργανο που δεν έχει νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση ή β) αν συντρέχει παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, που έχει ταχθεί για την έκδοση της πράξης, ή γ) αν η Διοίκηση δεν έχει ασκήσει τη διακριτική της εξουσία.…» και στο άρθρο 97 παρ. 1 ότι: «Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο περιορίζεται να κρίνει την υπόθεση μέσα στα όρια των αιτιάσεων που προβάλλονται κατά της πρωτόδικης απόφασης. Μέσα στα όρια αυτά, το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως όσα το πρωτοβάθμιο έπρεπε να εξετάσει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη δεύτερη περίοδο της παρ. 1 του άρθρου 79, αλλά δεν τα εξέτασε». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής κατά εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το δικαστήριο ελέγχει την πράξη ή παράλειψη κατά τον νόμο και την ουσία μέσα στα όρια της προσφυγής, όπως αυτά προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ’ εξαίρεση ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το διοικητικό δικαστήριο για τους αναφερομένους στο τελευταίο εδάφιο της ανωτέρω παραγράφου 1 του άρθρου 79 λόγους, μεταξύ των οποίων και η αναρμοδιότητα του οργάνου και η μη νόμιμη συγκρότηση η σύνθεση του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, δεν περιλαμβάνεται, όμως στους λόγους αυτούς και, συνεπώς, δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως η μη τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγουμένης κλήσεως του ενδιαφερομένου σε ακρόαση (ΣτΕ 1272/2011).

Εξ άλλου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά την υπόθεση εντός των ορίων των αιτιάσεων που προβάλλονται κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ερευνά δε αυτεπαγγέλτως μόνον τους λόγους, τους οποίους και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ώφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, αλλά δεν τους εξέτασε, καθώς και τις μνημονευόμενες στην παραγρ. 2 του άρθρου 97 του ΚΔΔ πλημμέλειες που αναφέρονται στη δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, συγκρότηση και σύνθεση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΣτΕ 718/2011, 3403/2010 κ.α.). Ενόψει των ανωτέρω, ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως περί παραβάσεως του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακροάσεως, αφενός μεν απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον κατ’ αναίρεση, διότι συνδέεται με πραγματικό (κλήση ή μη της αναιρεσείουσας σε ακρόαση) που δεν προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ΣτΕ 3213/2008, 2012/2011), αφετέρου δε, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται ότι το δικάσαν Εφετείο όφειλε να έχει ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την ως άνω παράβαση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, η εν λόγω παράβαση δεν στοιχειοθετούσε λόγο αυτεπαγγέλτως ερευνώμενο από το δικαστήριο αυτό.

6. Επειδή, απαραδέκτως το πρώτον με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι μη νομίμως με την ένδικη πράξη της φορολογικής αρχής επιβλήθηκε ενιαίο πρόστιμο για την τέλεση των αυτοτελών παραβάσεων της λήψης και καταχώρισης εικονικών τιμολογίων.

7. Επειδή, η παρατεθείσα ανωτέρω (σκ. 4) κρίση του διοικητικού εφετείου περί του ότι η αναιρεσείουσα υπέπεσε στην αποδοθείσα σ’ αυτήν παράβαση είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Τούτο δε διότι το δικάσαν δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη και εκτίμησε την έκθεση ελέγχου των οργάνων του ΣΔΟΕ, καθώς και τους ισχυρισμούς και αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν από την αναιρεσείουσα και την φορολογική αρχή και παρατίθενται λεπτομερώς στην εν λόγω απόφαση, σχημάτισε πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση περί του ότι ο εκδότης των ένδικων φορολογικών στοιχείων ήταν πρόσωπο συναλλακτικώς ανύπαρκτο, κρίνοντας περαιτέρω, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ότι η αιτούσα δεν τελούσε σε καλή πίστη κατά την πραγματοποίηση των ένδικων συναλλαγών. Τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα και ως απαράδεκτα στο βαθμό που πλήσσουν ευθέως την ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων απ’ το δικαστήριο της ουσίας. (ΣτΕ 1498/2011). Εξάλλου, τα προβαλλόμενα ότι το δικάσαν Εφετείο εσφαλμένως θεώρησε ότι η εικονικότητα των εκδοθέντων στοιχείων αφορούσε στις συναλλαγές και όχι στο πρόσωπο του εκδότη, όπως είχε θεωρήσει η έκθεση του ΣΔΟΕ, είναι απορριπτέα ως ερειδόμενα σε εσφαλμένη προϋπόθεση διότι, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, «…όπως προκύπτει από την έκθεση ελέγχου των οργάνων του ΣΔΟΕ, τα προαναφερόμενα 12 τιμολόγια - δελτία αποστολής, τα οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν από την επιχείρηση «.................» για την πώληση κρεάτων προς την αναιρεσείουσα, είναι εικονικά ως προς το πρόσωπο του εκδότη αυτών…». Περαιτέρω δε, ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι από την ανωτέρω έκθεση ελέγχου προκύπτει ότι η εκδότρια των ανωτέρω τιμολογίων εταιρία λειτουργούσε νόμιμα και οι συναλλαγές της με την αναιρεσείουσα ήταν πραγματικές και όχι εικονικές, πέραν της αοριστίας του, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι παραπέμπει σε μη διαδικαστικό έγγραφο.

9. Επειδή, τέλος, η αναιρεσείουσα εταιρία με υπόμνημά της, που κατέθεσε στο διοικητικό εφετείο την 7.6.2007, μετά την συζήτηση, στις 4.6.2007, της εφέσεώς της, επικαλέσθηκε το πρώτον την υπ’ αριθ. 13834/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία, η ................., νόμιμη εκπρόσωπος αυτής, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο εν λόγω υπόμνημα, κηρύχθηκε αθώα για το αδίκημα της αποδοχής των επίμαχων εικονικών φορολογικών στοιχείων. Εφόσον, όμως, η εν λόγω απόφαση δεν προσκομίσθηκε προαποδεικτικώς, όπως επιβάλλεται για κάθε αποδεικτικό μέσο από την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 150 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., σύμφωνα με την οποία «Τα έγγραφα … πρέπει απαραιτήτως να προσάγονται στο δικαστήριο ως την προηγούμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία γίνεται η πρώτη συζήτηση της υπόθεσης …» το διοικητικό εφετείο δεν υποχρεούτο να την λάβει υπ’ όψη του και να την συνεκτιμήσει (ΣτΕ 4165/2012, 952/2011) και, κατά συνέπεια, όσα περί του αντιθέτου προβάλλει η αναιρεσείουσα εταιρία, με τον περιεχόμενο στο από 11.4.2011 δικόγραφο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, είναι επίσης απορριπτέα, ως αβάσιμα.

10. Επειδή, κατόπιν αυτών και εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και

Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2013 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26ης Μαρτίου 2014.

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος                    Η Γραμματέας

Ε. Γαλανού                                                  Α. Ζυγουρίτσα

       Εκτύπωση σελίδας
Πίσω Αρχή Aρχική σελίδα


ΓΡΑΦΕΙΑ: ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 1, ΜΑΡΟΥΣΙ, Τ.Κ. 151 22. ΤΗΛ. 210 3217721, 210 3310096, 210 3240557, FAX: 210 3216671