Για τους μέχρι 31-12-1992 ασφαλισμένους σε φορείς επικουρικής ασφαλίσεως ο χρόνος συνταξιοδοτήσεως λόγω αναπηρίας συνυπολογίζεται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω γήρατος από τους φορείς επικουρικής ασφαλίσεως.Για το συνυπολογισμό αυτό αρκεί ο ενδιαφερόμενος να είχε δικαιωθή συντάξεως λόγω αναπηρίας από τον αντίστοιχο ασφαλιστικό οργανισμό, χωρίς να απαιτήται, ως περαιτέρω προϋπόθεση, να έχη χωρήσει και καταβολή σ` αυτόν της συντάξεως, την οποία εδικαιούτο
Αριθμός 1191/2014
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α`
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 30 Σεπτεμβρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Αν. Γκότσης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Α. Καλογεροπούλου, Ο. Ζύγουρα, Σύμβουλοι, Κ. Κονιδιτσιώτου, Αικ. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Βλασερού.
Για να δικάσει την από 5 Δεκεμβρίου 2002 αίτηση:
του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγ. Κωνσταντίνου 8), το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Θεοδώρα Αντωνίου (Α.Μ. 10123), που την διόρισε με πληρεξούσιο, κατά της ................ χήρας ................, κατοίκου εν ζωή Ανοιξης Αττικής (................), η οποία απεβίωσε και τη δίκη συνεχίζουν οι νόμιμοι κληρονόμοι της: α) ................, το γένος ................, β) ................, και γ) ................, το γένος ................, οι οποίοι δεν παρέστησαν.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ιδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 3356/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η πληρεξουσία του αναιρεσείοντος Ιδρύματος δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ο. Ζύγουρα.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή δια της κρινομένης αιτήσεως, ασκουμένης κατά νόμον άνευ καταβολής παραβόλου, και φερομένης προς συζήτηση μετά την 781/2013 προδικαστική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ζητείται η αναίρεση της 3356/02 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή έφεση της αναιρεσιβλήτου, εξηφανίσθη η 6592/99 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εκρίθη, κατ’ αποδοχήν προσφυγής του, ότι ο αποβιώσας σύζυγός της αναιρεσιβλήτου εδικαιούτο επικουρικής συντάξεως λόγω γήρατος από της υποβολής σχετικού αιτήματός του, ηκυρώθη η 430/1999 απόφαση της Τ.Δ.Ε. Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Αμαρουσίου και ανεπέμφθη η υπόθεση στο ΙΚΑ προς νέα κρίση.
2. Επειδή η παρούσα δίκη συνεχίζεται, χωρίς διακοπή, κατά το άρθρο 48 παρ. 5 του ν. 4052/2012 (φ. 42 τ. Α`), από το δια του άρθρου 35 του ιδίου νόμου συσταθέν Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), στο οποίο έχει ενταγή (άρθρο 36 παρ. 1ν. 4052/12) το Ε.Τ.Ε.Α.Μ., που απετέλεσε, κατά το άρθρο 6 παρ. 3 ν. 3029/2002, καθολικό διάδοχο του Ι.Κ.Α. - Τ.ΕΑ.Μ., το οποίο συνέχιζε, κατά το άρθρο 6 παρ. 6 ν. 3029/2002 (φ. 160 τ. Α`) όπως αντικατεστάθη από το άρθρο 32 παρ. 1 ν. 3232/2004 (φ. 48 τ. Α`), τις εκκρεμείς δίκες, στις οποίες διάδικος εφέρετο το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και αφορούσαν το τέως Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. (ΣτΕ 781/2013)
3. Επειδή, εξ άλλου, συνεχίζουν την δίκη, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της αναιρεσιβλήτου, η οποία απεβίωσε την 21-03-2008 (μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως), τα τέκνα της ................ το γένος ................, ................, και ................ το γένος ................ (ΣτΕ 781/2013). Νομίμως δε χωρεί η συζήτηση της υποθέσεως και απολιπομένων τούτων, δεδομένου ότι έχει χωρήσει νομοτύπως, την 02-07-2013, κοινοποίηση αντιγράφου της ως άνω 781/2013 προδικαστικής αποφάσεως με μνεία της παρούσης δικασίμου της υποθέσεως, προς την παραστάσα κατά την συζήτηση, κατόπιν της οποίας εξεδόθη η εν λόγω προδικαστική απόφαση, πληρεξουσία δικηγόρο των.
4. Επειδή, με την ως άνω 781/2013 προδικαστική απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να αναβληθή η εκδίκαση της υποθέσεως προκειμένου το E.T.E.A. να υποβάλη σημείωμα για το ποσό της διαφοράς. Ηδη υπεβλήθη το 21061/27-09-13 έγγραφο του ΕΤΕΑ, όπου αναφέρεται ότι το ποσό της διαφοράς ανέρχεται σε 15.380,71 ευρώ. Εν όψει τούτου, παραδεκτώς, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 53 του πδ 18/89 (8 Α`), όπως αντικατεστάθη με το άρθρο 36 παρ. 2 ν. 2721/1999 (112 Α`) και το άρθρο 5 του ν. 2944/2001 (222 Α`), ασκείται η κρινομένη αίτηση.
5. Επειδή, στο άρθρο 3 του ν. 997/1979 «περί συστάσεως Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών και ετέρων τινών διατάξεων» (φ. 287 τ. Α`), όπως η παρ. 1 είχε αντικατασταθή με το άρθρο 18 παρ. 3 ν. 1902/1990 (φ. 138 τ. Α`), η παρ. 2 συνεπληρώθη με το άρθρο 56 παρ. 1 ν. 1140/1980 (φ. 68 τ. Α`), η παρ. 5 αντικατεστάθη με το άρθρο 17 παρ. 1 ν. 1539/1985 (φ. 64 τ. Α`), ορίζονται τα εξής: «Ησφαλισμένοι. 1. Στην ασφάλιση του ταμείου υπάγονται υποχρεωτικώς τα πρόσωπα, τα οποία ασφαλίζονται, δυνάμει των κειμένων περί υποχρεωτικής ασφάλισης διατάξεων, στο Ι.Κ.Α ή άλλο φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών και δεν υπάγονται, για την αυτή απασχόληση, στην ασφάλιση άλλου φορέα, κλάδου ή λογαριασμού ασφαλίσεων που λειτουργεί με τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ. Κατ` εξαίρεση τα επικουρικά ταμεία, κλάδοι, λογαριασμοί ασφάλισης μισθωτών που λειτουργούν με τη μορφή Ν.Π.Ι.Δ., ως και κάθε άλλος φορέας επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής, που έχουν συσταθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εξακολουθούν να διέπονται από τις καταστατικές τους διατάξεις και τα πρόσωπα που ασφαλίζονται σ` αυτά εξαιρούνται από την ασφάλιση του Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. 2. Η κατά τα άνω υπαγωγή εις την ασφάλισιν του Ταμείου χωρεί κατά κατηγορίαν μισθωτών, διά Προεδρικών Διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Συντονισμού και Κοινωνικών Υπηρεσιών από του, διά των αυτών Προεδρικών Διαταγμάτων, οριζομένου χρόνου, μετά γνώμην του Δ.Σ. του Ταμείου. Η κατά τα ανωτέρω υπαγωγή μπορεί να γίνει και για όλες τις κατηγορίες μισθωτών δι` ενός και μόνο Π. Δ/τος. 2. … 4. Κατά την πρώτην εφαρμογήν του παρόντος νόμου, υπάγονται αυτοδικαίως εις την ασφάλισιν του Ταμείου, υπό τας προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου: α. … β. … 5. Η επίλυση κάθε αμφισβήτησης σχετικά με την υπαγωγή ή μη στην ασφάλιση των Κλάδων ΙΚΑ-ΤΕΑΜ και ΙΚΑ - ΕΤΕΑΜ, γίνεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του ΙΚΑ, όπως αυτή ισχύει κάθε φορά. 6. …». Στο άρθρο 4 του αυτού νόμου, όπως η παρ. 3 τούτου προσετέθη με το άρθρο 56 παρ. 4 ν. 1140/81 (φ. 68 τ. Α`), ορίζεται: «… 3. Αι εκάστοτε ισχύουσαι διατάξεις περί της αναγνωρίσεως εν γένει των ημερών εργασίας των ησφαλισμένων του ΙΚΑ, του τρόπου ως και του χρόνου αναγνωρίσεως αυτών καθώς και παντός συναφούς προς αυτά θέματος εφαρμόζονται αναλόγως και περί των ημερών εργασίας των ησφαλισμένων του Ταμείου. 4. …». Στο άρθρο 5 του ιδίου νόμου ορίζεται: «1. Ο ησφαλισμένος παρά τω Ταμείω δικαιούται συντάξεως λόγω γήρατος εάν μετά την έναρξιν της λειτουργίας του Ταμείου, έτυχε συντάξεως λόγω γήρατος εκ του ΙΚΑ ή ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως αυτού και επραγματοποίησε 1.000 ημέρες εργασίας εις την ασφάλισιν του Ταμείου. Το ως άνω κατώτατον όριον ημερών εργασίας αυξάνεται προοδευτικώς εις 4.050 ημέρας εργασίας, προστιθεμένων εις τας 1.000 ημέρας εργασίας ανά 175 τοιούτων, κατά μέσον όρον, καθ` έκαστον επόμενον ημερολογιακόν έτος, αρχής γενομένης από της 1ης Ιανουαρίου του έκτου έτους από της ενάρξεως λειτουργίας του Ταμείου, δια τους, κατά την παρ. 4 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, υπαγομένους εις την ασφάλισιν ή από της 1ης Ιανουαρίου του έκτου έτους από του κατά την παρ. 2 του άρθρου 3, ορισθησομένου χρόνου, δια τους υπαγομένους εφεξής εις την ασφάλισιν. 2. Ο ησφαλισμένος παρά τω Ταμείω δικαιούται συντάξεως λόγω αναπηρίας, εάν μετά την έναρξιν λειτουργίας του Ταμείου, έτυχε συντάξεως λόγω αναπηρίας εκ του ΙΚΑ ή ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως αυτού και επραγματοποίησε 700 ημέρας εργασίας εις την ασφάλισιν του Ταμείου, από τας οποίας τουλάχιστον 300 εντός των πέντε ημερολογιακών ετών των αμέσως προηγουμένων εκείνου κατά το οποίον κατέστη ανάπηρος, ή τον υπό της προηγουμένης παραγράφου απαιτούμενον εκάστοτε αριθμόν ημερών εργασίας. Το ως άνω κατώτατον όριον των 700 ημερών εργασίας αυξάνεται προοδευτικώς εις 1.500 ημέρας εργασίας, προστιθεμένων εις τας 700 ημέρας εργασίας ανά 100 τοιούτων κατά μέσον όρον καθ` έκαστον ημερολογιακόν έτος, αρχής γενομένης κατά τα οριζόμενα υπό της προηγουμένης παραγράφου. 3. Εις περίπτωσιν θανάτου συνταξιούχου του Ταμείου ή ησφαλισμένου, έχοντος συμπληρώσει τας χρονικάς προϋποθέσεις των προηγουμένων παραγράφων δικαιούνται συντάξεως τα μέλη της οικογενείας του θανόντος, τα αναγνωριζόμενα υπό της εκάστοτε κειμένης νομοθεσίας ασφαλίσεως του ΙΚΑ ή ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως αυτού. 4. …». Στο άρθρο 6 του ιδίου νόμου, όπως αντικατεστάθη με την παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 1539/1985 ορίζεται: «Η κρίση του αρμόδιου, για την αναγνώριση δικαιώματος σε σύνταξη αναπηρίας, οργάνου του ΙΚΑ ή άλλου φορέα κύριας ασφάλισης, ως προς το βαθμό της αναπηρίας και τη χρονική της διάρκεια είναι υποχρεωτική και για τα αρμόδια για την αναγνώριση δικαιώματος σε σύνταξη από το ΙΚΑ - ΤΕΑΜ όργανα του ΙΚΑ.». Στο δε άρθρο 7 τού ιδίου νόμου, όπως η παρ. 2 αυτού αντικατεστάθη με το άρθρο 17 παρ. 3 ν. 1539/1985 ορίζεται: «Άσκησις δικαιώματος - Εναρξις καταβολής συντάξεως. 1. Το δικαίωμα προς απόληψιν συντάξεως ασκείται υπό του έχοντος έννομον συμφέρον, δι` αιτήσεως υποβαλλομένης μετ` αντιγράφου της σχετικής αποφάσεως περί απονομής συντάξεως εκ του ΙΚΑ ή ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως εις το Ταμείον. 2.α. Η καταβολή της σύνταξης από το ΙΚΑ-ΤΕΑΜ αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης καταβολής της σύνταξης από το φορέα κύριας ασφάλισης, εφόσον η αίτηση υποβληθεί μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης απονομής της σύνταξης από το φορέα κύριας ασφάλισης. β. Σε περίπτωση που η αίτηση για την απονομή σύνταξης από το ΙΚΑ- ΤΕΑΜ υποβληθεί μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. γ. Αν το δικαίωμα σε σύνταξη από το ΙΚΑ - ΤΕΑΜ θεμελιώνεται σε χρόνο μεταγενέστερο της έναρξης καταβολής της κύριας σύνταξης, η καταβολή της σύνταξης αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση από το ΙΚΑ - ΤΕΑΜ.». Τέλος, με το άρθρο 9 του ιδίου νομοθετήματος ορίζεται: «1. Δια Π.Δ/των εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Κοιν. Υπηρεσιών και Οικονομικών, μετά γνώμην του Δ.Σ. του Ταμείου και του παρά τω Υπουργείω Κοιν. Υπηρεσιών λειτουργούντος Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφαλίσεως, εγκρίνεται και τροποποιείται το Καταστατικόν του Ταμείου, δι` ού ορίζονται η έναρξις της παρ` αυτώ ασφαλίσεως, τα του χρόνου ενάρξεως της υποχρεώσεως καταβολής των εισφορών ησφαλισμένων και συνεισφορών των εργοδοτών, τα του τρόπου βεβαιώσεως και εισπράξεως αυτών, ο τρόπος διαχειρίσεως και διαθέσεως των πόρων και της εξασφαλίσεως εν γένει των κεφαλαίων του Ταμείου, το ύψος των καταβαλλομένων παροχών, καθώς και πάσα άλλη λεπτομέρεια αναγκαία δια την λειτουργίαν και εκπλήρωσιν των σκοπών του Ταμείου. 2. …». Περαιτέρω, στο εκδοθέν κατ` επίκλησιν των εξουσιοδοτικών διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. 997/79 πδ 995/1980 «Περί εγκρίσεως του Καταστατικού του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών» (φ. 251 τ. Α`), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζονται τα εξής: «ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ. Ασφαλιστικαί Διατάξεις. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α` Περί Ασφαλίσεως και Εισφορών. Αρθρον 1. Εναρξις ασφαλίσεως και καταβολής εισφορών. 1. Από της 1ης του επομένου της δημοσιεύσεως του παρόντος μηνός άρχεται η ασφάλισις των, δυνάμει της παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν. 997/1979, υπαγομένων αυτοδικαίως εις την ασφάλισιν του Ταμείου προσώπων. 2. Από της αυτής, ωσαύτως, ημερομηνίας άρχεται και ή υποχρέωσις καταβολής των εισφορών ησφαλισμένων και συνεισφορών εργοδοτών των ανωτέρω κατηγοριών μισθωτών. 3. Η υποχρέωσις καταβολής των εισφορών ησφαλισμένων και συνεισφορών εργοδοτών των, δυνάμει της παρ. 2 άρθρου 3 του Ν. 997/79 δυναμένων να υπαχθούν εις την ασφάλισιν του Ταμείου κατηγοριών μισθωτών, άρχεται από της ημερομηνίας ασφαλίσεώς των. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β` Υπολογισμός Συντάξεων. Αρθρον 3. Συντάξιμοι αποδοχαί. 1. Δια τον υπολογισμόν των απονεμομένων υπό του Ταμείου συντάξεων, ως συντάξιμοι αποδοχαί νοούνται εκείναι, αι οποίαι ελήφθησαν υπ όψιν δια τον υπολογισμόν της χορηγηθείσης υπό του ΙΚΑ συντάξεως. … 2.. … Αρθρον 12. Γενική Διάταξις. Η εκάστοτε διέπουσα το Ι.Κ.Α. νομοθεσία ως προς την διάρκειαν και λήξιν του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, την αναστολήν της συντάξεως, τον συνυπολογισμόν των μετά την συνταξιοδότησιν πραγματοποιηθεισών ημερών ασφαλίσεως, την εξόφλησιν, την ειδικήν προστασίαν και παραγραφήν των συντάξεων, τας στερήσεις και εκπτώσεις εκ των παροχών και παν έτερον συναφές θέμα, μη ρυθμιζόμενον άλλως υπό του ιδρυτικού νόμου του Ταμείου και του παρόντος, εφαρμόζεται αναλόγως.»
6. Επειδή, εξ άλλου, στο άρθρο 40 του ν. 2084/1992 (φ. 165 τ. Α`) ορίζονται τα εξής: «Χρόνος ασφάλισης. Αρθρον 40. 1. Ως χρόνος ασφάλισης στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης λογίζεται, πλην του χρόνου πραγματικής απασχόλησης: α) Ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας, β) …, γ) ο χρόνος επιδότησης λόγω ασθενείας και τακτικής ανεργίας και δ) … 2. … Ο χρόνος επιδότησης λόγω ασθενείας … συνυπολογίζεται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω γήρατος και μέχρι διακόσιες (200) ημέρες την τελευταία δεκαετία πριν από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης για την επιδότηση λόγω ασθενείας … κατά το αυτό χρονικό διάστημα. 3. Ο χρόνος κατά τον οποίο ο ασφαλισμένος έλαβε σύνταξη αναπηρίας συνυπολογίζεται για την θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω γήρατος.». Περαιτέρω στον ίδιο αυτό ν. 2084/1992 ορίζονται τα εξής: «Συντάξιμος χρόνος. Αρθρον 47. 1. … 12. Οι διατάξεις του άρθρου 40 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται αναλόγως και για τους μέχρι 31-12-1992 υπαγομένους στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης. Διατάξεις που προβλέπουν αναγνώριση άλλων χρόνων πλην των αναφερομένων στο άρθρο 40 του παρόντος νόμου ή προσμέτρηση άλλου πλασματικού χρόνου για την θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή προσαύξηση του ποσού της σύνταξης καταργούνται από 1.1.1994, με εξαίρεση τις διατάξεις, που προβλέπουν την αναγνώριση από φορείς επικουρικής ασφάλισης, του χρόνου που διανύθηκε στο φορέα κύριας ασφάλισης και μέχρι τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, τις διατάξεις που προβλέπουν αναγνώριση χρόνου εθνικής αντίστασης, τις διατάξεις των παρ. 4, 5 του άρθρου 5 και του άρθρου 7 του ν. 1759/1988 και των παρ. 4 και 5 του άρθρου 4 του ν. 1880/1990. Χρόνοι, που έχουν αναγνωρισθεί και εξαγορασθεί μέχρι 31.12.1993 βάσει των καταργουμένων διατάξεων, θεωρούνται έγκυροι. Αρθρο 53. Προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως-Συντάξιμες αποδοχές. 1. Οι προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου των ασφαλισμένων των φορέων κύριας ασφάλισης, όπως τροποποιούνται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ισχύουν και για τους φορείς επικουρικής ασφάλισης, στους οποίους υπάγονται οι ασφαλισμένοι. Υφιστάμενες ευνοϊκότερες διατάξεις των καταστατικών φορέων επικουρικής ασφάλισης προσαρμόζονται κατά τα ανωτέρω μέχρι 31.12.1997. Κατ` εξαίρεση εξακολουθούν ισχύουσες οι ειδικές διατάξεις του Ι.Κ.Α. -Τ.Ε.Α.Μ. και των λοιπών επικουρικών φορέων για τη συνταξιοδότηση νέων κατηγοριών ασφαλισμένων ή ασφαλισμένων νέων περιοχών. … 2. Οι διατάξεις του άρθρου 50 του νόμου αυτού έχουν εφαρμογή και για τους φορείς επικουρικής ασφάλισης.»
7. Επειδή, οι διατάξεις του άρθρου 40 του ν. 2084/1992, οι οποίες εφαρμόζονται, βάσει του άρθρου 47 παρ. 12 του ιδίου νόμου, και στους μέχρι 31-12-1992 υπαγομένους στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κυρίας ασφαλίσεως, εφαρμόζονται και για τους μέχρι 31-12-1992 ασφαλισμένους σε φορείς επικουρικής ασφαλίσεως, δυνάμει του άρθρου 53 παρ. 1 του ιδίου νόμου. Και τούτο, διότι ο χρόνος ασφαλίσεως που ρυθμίζεται με το άρθρο 40 του ως άνω νόμου για τους ασφαλισμένους σε φορείς κυρίας ασφαλίσεως συνιστά προϋπόθεση συνταξιοδοτήσεως, η οποία ισχύει, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 53 παρ. 1 και για φορείς επικουρικής ασφαλίσεως. Συνεπώς, για τους μέχρι 31-12-1992 ασφαλισμένους σε φορείς επικουρικής ασφαλίσεως ο χρόνος συνταξιοδοτήσεως λόγω αναπηρίας συνυπολογίζεται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω γήρατος από τους φορείς επικουρικής ασφαλίσεως. (ΣτΕ 1421/2009, 2743/2007, 2737/2004, πρβλ. ΣτΕ 981/2010). Εξ άλλου, ο συνυπολογισμός αυτός ισχύει, αφού ο νόμος δεν διακρίνει, και για το μεταβατικό στάδιο του άρθρου 5 του ν. 997/1979 και όχι μόνο μετά τη συμπλήρωση των κατά τη διάταξη αυτή 4050 ημερών εργασίας (ΣτΕ 1421/2009). Προκειμένου δε να συνυπολογισθή για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω γήρατος από τον οργανισμό επικουρικής ασφαλίσεως ο χρόνος συνταξιοδοτήσεως λόγω αναπηρίας αρκεί ο ενδιαφερόμενος να είχε δικαιωθή συντάξεως λόγω αναπηρίας από τον αντίστοιχο ασφαλιστικό οργανισμό, χωρίς να απαιτήται, ως περαιτέρω προϋπόθεση, να έχη χωρήσει και καταβολή σ` αυτόν της συντάξεως, την οποία εδικαιούτο (πρβλ. ΣτΕ 2030/1982). Απαιτείται, δηλαδή, εν πάση περιπτώσει, να έχη εκδοθή από τον οργανισμό επικουρικής ασφαλίσεως πράξη χορηγήσεως στον ενδιαφερόμενο συντάξεως λόγω αναπηρίας τούτο δε, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα αρμόδια όργανα του εν λόγω οργανισμού έχουν διατυπώσει κρίση περί του ότι ο ενδιαφερόμενος πληρούσε τις προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις προϋποθέσεις για την συνταξιοδότηση του λόγω αναπηρίας.
8. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα, ο ................, σύζυγος της αναιρεσιβλήτου, ο οποίος είχε γεννηθή το έτος 1926, εσυνταξιοδοτήθη λόγω γήρατος από το ΙΚΑ με την 927/1993 απόφαση του Διευθυντού του Υποκαταστήματός του στο Μαρούσι, από 07-10-1992. Για τη συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων θεμελιώσεως του εν λόγω δικαιώματός του συνυπελογίσθησαν και 2091 ημέρες του χρονικού διαστήματος από 15-04-1983 έως 31-03-1993, κατά το οποίο αυτός είχε λάβει σύνταξη λόγω αναπηρίας. Ακολούθως, ο ανωτέρω, με την από 02-11-1993 αίτησή του προς το αναιρεσείον, εζήτησε να του χορηγηθή από το Ι.Κ.Α. Τ.Ε.Α.Μ. επικουρική σύνταξη λόγω γήρατος ή έστω αναπηρίας με συνυπολογισμό και του ως άνω χρόνου συνταξιοδοτήσεως λόγω αναπηρίας από το Ι.Κ.Α. Το Υποκατάστημα Ι.Κ.Α. Αμαρουσίου με έγγραφό του προς το Υποκατάστημα Ι.Κ.Α. Αθηνών εζήτησε να πληροφορηθή πόσες ημέρες ασφαλίσεως είχε αυτός στο Τ.Ε.Α.Μ. πριν την συγχώνευσή του στο ΙΚΑ. Κατόπιν ερεύνης συνετάγη το 11278/94/13-1-1995 έγγραφο του Διευθυντού Μητρώου του εν λόγω Υποκαταστήματος του ΙΚΑ, όπου ανεφέρετο ότι ο σύζυγος της αναιρεσιβλήτου είχε ασφαλισθή στο ΤΕΑΜ από 01-01-1981 έως 31-01-1983 και είχε πραγματοποιήσει 637 ημέρες ασφαλίσεως, ότι από 01-02-1983 ο χρόνος ασφαλίσεως προέκυπτε από τα ασφαλιστικά βιβλιάρια, καθώς και ότι το έγγραφο αυτό είχε θέση αναγνωριστικής αποφάσεως, κατά της οποίας ο ασφαλισμένος ηδύνατο να υποβάλη ένσταση εντός 30 ημερών από της κοινοποιήσεώς της. Περαιτέρω, συνετάγη πινακίδα ανακεφαλαιώσεως ημερών εργασίας στο ΙΚΑ, με σύνολο ημερών 1959, από τις οποίες 300 το έτος 1980, 311 το 1981, 307 το 1982 και 76 το 1983, καθώς και πινακίδα ανακεφαλαιοποιήσεως ημερών εργασίας στο ΤΕΑΜ με 637 ημέρες από 01-01-1981 έως 31-01-1983 και 50 ημέρες για τον 2ο και 3ο μήνα του 1983 και συνολικά 687 ημέρες εργασίας. Με την 796/1995 απόφαση του Διευθυντού του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Αμαρουσίου απερρίφθη το αίτημα του συζύγου της αναιρεσιβλήτου με την αιτιολογία ότι αφού αυτός έλαβε σύνταξη γήρατος από το Ι.Κ.Α. μόνο σύνταξη γήρατος ηδύνατο να του χορηγηθή και από το Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ., πλην αυτός δεν είχε τις απαιτούμενες προς τούτο 2225 ημέρες αλλά μόνο 687, στη νομοθεσία δε του Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. δεν προβλέπεται συνυπολογισμός του χρόνου συνταξιοδοτήσεως λόγω αναπηρίας για τη συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος. Ενσταση του ασφαλισμένου κατά της αποφάσεως αυτής απερρίφθη με την ίδια αιτιολογία με την 430/1997 απόφαση της ΤΔΕ του ιδίου Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α., κατά της οποίας αυτός άσκησε προσφυγή, η οποία απερρίφθη με την προαναφερθείσα 6592/99 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση η σύζυγός του - ήδη αναιρεσίβλητη, δεδομένου ότι ο ανωτέρω ασφαλισμένος είχε εν τω μεταξύ αποβιώσει. Με την έφεση αυτή εζητήθη να εξαφανισθή η πρωτόδικη απόφαση και να γίνη δεκτή η από 01-07-1997 προσφυγή του συζύγου της αναιρεσιβλήτου κατά της 430/97 αποφάσεως της ΤΔΕ του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Αμαρουσίου, «αναγνωριζομένου του δικαιώματος του θανόντος συζύγου (της) για τη χορήγηση επικουρικής συντάξεως και διατασσομένου του ΙΚΑ όπως χορηγήση αυτήν επ’ ονόματί του». Ανεφέρετο δε στην έφεση, ότι για τους λόγους, που προεβάλλοντο με αυτήν, η εκκαλουμένη απόφαση ώφειλε πρωτίστως να είχε αναγνωρίσει «το δικαίωμα συντάξεως γήρατος, άλλως επικουρικώς αναπηρίας, από την ημέρα του ατυχήματος και να διατάξη τη χορήγηση των απαιτητών δόσεων αυτής από του νομίμου χρόνου μέχρι της λήξεως της αναπηρίας του θανόντος που άρχισε από την ημέρα του ατυχήματος μέχρι το θάνατό του…». Το δικάσαν δικαστήριο, με την ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, εδέχθη την έφεση. Ειδικώτερον, με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό, ότι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 και 2, 7 παρ. 1 του ν. 997/1979 και 4 παρ. 3 του ιδίου νόμου, όπως ετροποποιήθη με το άρθρο 56 παρ. 4 ν. 1140/1981, των άρθρων 1 και 12 του πδ 995/1980, 40 παρ. 3, 47 παρ. 12, 53 παρ. 1 του ν. 2084/1992 «και κυρίως αυτών του ν. 2084/1992, για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω γήρατος, από το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης, συνυπολογίζεται και ο χρόνος που ο ασφαλισμένος έλαβε σύνταξη λόγω αναπηρίας. Περαιτέρω δε και εν όψει του συνυπολογισμού του χρόνου αυτού, ως χρόνου εργασίας στην ασφάλιση κατά πλάσμα δικαίου και της επικουρικότητας του εν λόγω ασφαλιστικού φορέα, για το συνυπολογισμό αυτό αρκεί η διαπίστωση, ότι ο ασφαλισμένος εδικαιούτο να λάβει κατά νόμο σύνταξη λόγω αναπηρίας και δεν απαιτείται ακόμη να έχει γίνει και καταβολή σ’ αυτόν της σύνταξης που εδικαιούτο.». Εκρίθη δε βάσιμος ο προβληθείς από την ήδη αναιρεσίβλητη λόγος εφέσεως ότι, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2084/1992, έπρεπε να συνυπολογισθή ο χρόνος, που ο σύζυγός της εδικαιούτο να λάβη σύνταξη αναπηρίας από το Τ.Ε.Α.Μ. και με την προσμέτρηση του οποίου συμπλήρωνε τις προϋποθέσεις για να λάβη σύνταξη γήρατος και από τον κλάδο αυτό, καθώς και ότι ο σύζυγός της εδικαιούτο να λάβη σύνταξη αναπηρίας από το Ι.Κ.Α. -Τ.Ε.Α.Μ., καθ’ όσον, ως προεβάλλετο, αυτός είχε μέχρι την ημέρα του εργατικού ατυχήματος 744 ημέρες ασφαλίσεως στο Τ.Ε.Α.Μ., από τις οποίες 76 μετά την 31-01-1983, ενώ για τη χορήγηση συντάξεως λόγω αναπηρίας αρκούσαν 700 ημέρες ασφαλίσεως, για δε το ατύχημα αρκούσε μία μόνο ημέρα ασφαλίσεως, κατά τα άρθρα 4 και 5 του ν. 997/1979. Τούτο δε με την σκέψη ότι: «ο σύζυγος της εκκαλούσας κατά το χρόνο αιτήσεώς του ελάμβανε από το Ι.Κ.Α. και θα εδικαιούτο από το Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. σύνταξη αναπηρίας από κοινή νόσο και πρέπει να εξετασθούν οι χρονικές προϋποθέσεις ασφαλίσεως». Εξ άλλου, το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε, ότι το προαναφερθέν έγγραφο του Διευθυντού Μητρώου του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Αθηνών δεν προσεβάλλετο αυτοτελώς, καθ’ όσον ήτο απλό πληροφοριακό έγγραφο της διοικητικής διαδικασίας και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη, ενώ προσβλητή ήτο η 796/1995 πράξη του Διευθυντού του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Αμαρουσίου, με την οποία υπελογίσθη ο χρόνος ασφαλίσεώς του στο Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. και απερρίφθη το αίτημα του συζύγου της αναιρεσιβλήτου και ότι, συνεπώς, νομίμως ημφεσβητήθη πρωτοδίκως και κατ’ έφεση ο προσδιορισθείς με την πράξη αυτή συνολικός αριθμός ημερών ασφαλίσεως. Τέλος, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι ο σύζυγος της αναιρεσιβλήτου είχε στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. τουλάχιστον 713 ημέρες, δηλαδή 637 μέχρι 31-01-1983 και 76 για το μετέπειτα διάστημα και ότι αφού αυτός εδικαιούτο και από το Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. σύνταξη αναπηρίας έπρεπε να συνυπολογισθή από τον χρόνο αυτό όσος απητείτο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος λόγω γήρατος και ότι ο χρόνος αυτός ήτο αρκετός «αφού ο απαιτούμενος συνολικός χρόνος είναι 2225 ημέρες και υπολείπονται μετά την αφαίρεση των 713 ημερών που είχε, 1522 ημέρες ασφάλισης και αυτές που εδικαιούτο συντάξεως λόγω αναπηρίας είναι πολύ περισσότερες, αφού εδικαιούτο το ίδιο χρονικό διάστημα που συνταξιοδοτήθηκε λόγω αναπηρίας και από το ΙΚΑ, από τον οποίο συνυπολογίστηκαν για τη συνταξιοδότησή του από αυτό μόνο 2091 ημέρες, δηλαδή πολύ περισσότερες από τις υπολειπόμενες ως άνω 1522 ημέρες ασφάλισης.». Με βάση τις κρίσεις αυτές το δικάσαν δικαστήριο εδέχθη την έφεση, ακολούθως δε, εδίκασε την προσφυγή, την οποία και εδέχθη, ακύρωσε την 430/1997 απόφαση της ΤΔΕ του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Αμαρουσίου, ανεγνώρισε ότι ο σύζυγος της αναιρεσιβλήτου εδικαιούτο εν ζωή συντάξεως λόγω γήρατος από το Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. και ανέπεμψε την υπόθεση στο Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Αμαρουσίου για να την υπολογίση.
9. Επειδή, από τα πραγματικά περιστατικά που, κατά τα ανωτέρω, δέχεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, προκύπτει ότι ο αποβιώσας σύζυγος της αναιρεσιβλήτου, με την από 2-11-1993 αίτησή του, είχε ζητήσει να του χορηγηθή από το Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. τόσο επικουρική σύνταξη λόγω γήρατος, όσο και επικουρική σύνταξη λόγω αναπηρίας. Επομένως, το Ταμείο ώφειλε να αποφανθή επί αμφοτέρων των αιτημάτων. Ωφειλε, δηλαδή, να αποφανθή, κατόπιν ερεύνης της συνδρομής στο πρόσωπό του των σχετικών προϋποθέσεων, και επί του αιτήματος του ασφαλισμένου περί χορηγήσεως σ` αυτόν συντάξεως λόγω αναπηρίας από τον επικουρικό ασφαλιστικό φορέα. Η ανωτέρω αίτηση, όμως, του συζύγου της αναιρεσιβλήτου απερρίφθη με την 796/1995 απόφαση του Διευθυντού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Αμαρουσίου και, τελικώς, με την 430/1997 απόφαση της οικείας ΤΔΕ με την αιτιολογία ότι εφ` όσον αυτός είχε λάβει από το Ι.Κ.Α. κύρια σύνταξη λόγω γήρατος, μόνο σύνταξη λόγω γήρατος εδικαιούτο να λάβη από τον επικουρικό φορέα Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. Δεν απεφάνθη, έτσι, τελικώς το Ταμείο επί του αιτήματος χορηγήσεως στον ανωτέρω ασφαλισμένο επικουρικής συντάξεως λόγω αναπηρίας. Ακολούθως, το δικάσαν δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, αντί να ακυρώση την παράλειψη του Ταμείου να αποφανθή επί του ανωτέρω αιτήματος και να παραπέμψη την υπόθεση στο Ταμείο, προκειμένου αυτό, ως αρμόδιος ασφαλιστικός φορέας, να κρίνη -εν όψει και του χρόνου ασφαλίσεως σ` αυτό του ενδιαφερομένου - επί του αιτήματος χορηγήσεως συντάξεως λόγω αναπηρίας, προέβη το ίδιο, υποκαθιστώντας τα αρμόδια όργανα του Ταμείου, σε παρεμπίπτουσα κρίση περί της συνδρομής στο πρόσωπο του συζύγου της αναιρεσιβλήτου των χρονικών προϋποθέσεων ασφαλίσεως στον επικουρικό φορέα και απεφάνθη ότι αυτός εδικαιούτο επικουρικής συντάξεως λόγω αναπηρίας από το Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. Κατόπιν δε αυτού, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι ο χρόνος, κατά τον οποίο, όπως τούτο εδέχθη, ο σύζυγος της αναιρεσιβλήτου θα εδικαιούτο επικουρικής συντάξεως λόγω αναπηρίας - και ανεξάρτητα από τη μη έκδοση από τον επικουρικό φορέα πράξεως χορηγήσεως τέτοιας συντάξεως στον ασφαλισμένο - ήτο συνυπολογιστέος για την θεμελίωση δικαιώματος λήψεως επικουρικής συντάξεως λόγω γήρατος από το Ι.Κ.Α. -Τ.Ε.Α.Μ. Ούτως έχουσα, όμως, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου δεν παρίσταται, εν όψει και των ανωτέρω, στη σκέψη 7, εκτεθέντων περί της εννοίας των εφαρμοστέων διατάξεων, νόμιμος. Για τον λόγο δε αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, καθ` ερμηνεία του δικογράφου της κρινομένης αιτήσεως, πρέπει να γίνη δεκτή η αίτηση, να αναιρεθή η προσβαλλομένη απόφαση και η υπόθεση να παραπεμφθή στο δικάσαν δικαστήριο προς νέα νόμιμη κρίση.
Διά ταύτα.
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 3356/02 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση στο δικάσαν δικαστήριο προς νέα νόμιμη κρίση κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
Επιβάλλει εις βάρος της αναιρεσιβλήτου την δικαστική δαπάνη του ΕΤΕΑ, ανερχομένη σε 920 ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 2 Οκτωβρίου 2013 και στις 19 Μαρτίου 2014
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Αν. Γκότσης Μ. Βλασερού
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 31ης Μαρτίου 2014.