Υποχρέωση του εργοδότη να αναγγέλλει στον Ο.Α.Ε.Δ. την για οποιονδήποτε λόγο αποχώρηση μισθωτού του εντός προθεσμίας οκτώ ημερών από την αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του. Σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν τηρήσει την ανωτέρω υποχρέωσή του, καθιερώνεται νόμιμο μαχητό τεκμήριο απασχολήσεως του μισθωτού κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία προσλήψεώς του μέχρι την προηγούμενη ημέρα του ελέγχου, αφαιρουμένης της ως άνω οκταήμερης προθεσμίας αναγγελίας. Το τεκμήριο αυτό δύναται να ανατραπεί με την επίκληση επίσημων έγγραφων στοιχείων του εργοδότη ή του μισθωτού, από τα οποία να προκύπτει η αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του σε προγενέστερο από την ημερομηνία του ελέγχου χρόνο.
Περίληψη:
Με το εδάφιο στ` της παρ. 9 του άρθρου 26 του αν.ν. 1846/1951 θεσπίστηκε υποχρέωση του εργοδότη να αναγγέλλει στον Ο.Α.Ε.Δ. την για οποιονδήποτε λόγο αποχώρηση μισθωτού του εντός προθεσμίας οκτώ ημερών από την αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του. Κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, οι οποίες έχουν (βλ. την εισηγητική έκθεση του ν. 2556/1997) ως σκοπό την προστασία των εργαζομένων αλλά και των εργοδοτών από αβάσιμες καταγγελίες καθώς και την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής, στην περίπτωση κατά την οποία έχει αναγγελθεί η έναρξη της απασχολήσεως ασφαλισμένου μισθωτού σε ορισμένο εργοδότη, ο μισθωτός θεωρείται ότι εξακολουθεί να υπάγεται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., εφόσον ο εργοδότης δεν τηρεί την υποχρέωσή του να αναγγείλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας οκτώ (8) ημερών, στην αρμόδια Υπηρεσία του ΟΑΕΔ την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποχώρηση του μισθωτού από την επιχείρησή του ή εφόσον η αποχώρηση του μισθωτού δεν αποδεικνύεται από επίσημο στοιχείο. Σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν τηρήσει την κατά τ’ ανωτέρω υποχρέωσή του, καθιερώνεται από την ανωτέρω διάταξη νόμιμο μαχητό τεκμήριο απασχολήσεως του μισθωτού κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία προσλήψεώς του μέχρι την προηγούμενη ημέρα του ελέγχου, αφαιρουμένης της ως άνω οκταήμερης προθεσμίας αναγγελίας. Το τεκμήριο αυτό δύναται να ανατραπεί ενώπιον της διοικήσεως και των δικαστηρίων της ουσίας με την επίκληση επίσημων έγγραφων στοιχείων του εργοδότη ή του μισθωτού, από τα οποία να προκύπτει η αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του σε προγενέστερο από την ημερομηνία του ελέγχου χρόνο (ΣτΕ 2306/2010, 2109/2011). Επίσημα δε στοιχεία, που αναπληρώνουν, κατ’ εξαίρεση, την αναγγελία στον ΟΑΕΔ της αποχωρήσεως του μισθωτού από την επιχείρηση του εργοδότη και τα οποία πρέπει να επικαλεστεί ο εργοδότης, ο οποίος και έχει το βάρος της αποδείξεως του ακριβούς χρόνου αποχωρήσεως του μισθωτού του από την εργασία του στην περίπτωση που ο ίδιος δεν έχει τηρήσει την υποχρέωση ανακοινώσεως της αποχωρήσεως στον ΟΑΕΔ, αποτελούν έγγραφα στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει, κατά το δυνατόν, κατά τρόπο αντικειμενικό και αδιαμφισβήτητο η αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του [όπως, έγγραφα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει, για παράδειγμα, η κατάταξη του μισθωτού στο στράτευμα, η ασθένεια του μισθωτού και η αδυναμία του, συνεπεία της ασθένειάς του, να εργαστεί, η αποχώρηση του μισθωτού από τη χώρα ή από την περιοχή στην οποία βρίσκεται η εργασία του ή τα δελτία ασφαλιστικής ταυτότητας και εισφορών (Δ.Α.Τ.Ε.) από τα οποία να προκύπτει ασφάλιση του μισθωτού κατά τον κρίσιμο χρόνο σε άλλους εργοδότες (ΣτΕ 4359/2013, πρβ. ΣτΕ 2109/2011, 2259/2012)]. Δεν αποτελούν δε, κατ’ αρχήν, τέτοια στοιχεία μόνες οι προβλεπόμενες στο εδάφιο β΄ της παρ. 9 του αν.ν. 1846/1951 και στην παρ. 2 του άρθρου 12 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ μισθοδοτικές καταστάσεις, τις οποίες συμπληρώνει ο ίδιος ο εργοδότης, στο πλαίσιο υποχρεώσεως αυτού που θεσπίζεται στο εδάφιο β` της παρ. 9 του άρθρου 26 του αν.ν. 1846/1951, στην ίδια, δηλαδή, παράγραφο, η οποία προβλέπει ως αυτοτελή την υποχρέωση του εργοδότη να ανακοινώνει στον ΟΑΕΔ τον ακριβή χρόνο αποχωρήσεως από την επιχείρησή του απασχολούμενου σε αυτόν προσωπικού παραλλήλως προς την υποχρέωση αυτού να τηρεί μισθοδοτικές καταστάσεις (ΣτΕ 4359/2013).
Αριθμός 1192/2014
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α`
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Μαρτίου 2014, με την εξής σύνθεση: Αν. Γκότσης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ο. Ζύγουρα, Π. Μπραΐμη, Σύμβουλοι, Θ. Ζιάμου, Σ. Παπακωνσταντίνου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Κατσιώνη.
Για να δικάσει την από 30 Οκτωβρίου 2006 αίτηση:
του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγ. Κωνσταντίνου 8), το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Ολυμπία Αναστασοπούλου (Α.Μ. 19520), που τη διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «..............», που εδρεύει στον Αγ. Γεώργιο Κορωπίου, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Ζαχαρόπουλο (Α.Μ. 20246), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ιδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 3869/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ο. Ζύγουρα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, δια της κρινομένης αιτήσεως, ασκουμένης, κατά νόμον άνευ καταβολής παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 3869/05 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 14059/03 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσιβλήτου και ηκυρώθη η 318/11-12-2000 απόφαση της ΤΔΕ Υποκαταστήματος ΙΚΑ Κορωπίου, με την οποία είχε γίνει εν μέρει μόνο δεκτή ένσταση της αναιρεσιβλήτου κατά της 22213/23-03-2000 ΠΕΕ και της 4269/23- 03-2000 ΠΕΠΕΕ, δια των οποίων είχαν επιβληθή εις βάρος της εισφορές για την ασφαλιστική τακτοποίηση τριών υπαλλήλων, τους οποίους αυτή είχε παύσει να ασφαλίζη χωρίς να έχη αναγγείλει εις τον ΟΑΕΔ την αποχώρησή των.
2. Επειδή, στο άρθρο 53 παρ. 3 του πδ 18/89, όπως η παρ. 3 αυτού ετροποποιήθη με τα άρθρα 36 παρ. 2 ν. 2721/1999 και 5 ν. 2944/2001 και η παρ. 4 με το άρθρο 36 παρ. 3 ν. 2721/1999, ορίζονται τα εξής: «3. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από 5.900 ευρώ (2.000.000 δραχμές). … Κατ` εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από το παραπάνω ποσό, όταν με το εισαγωγικό δικόγραφο προβάλλεται από το διάδικο ότι η επίλυση της διαφοράς έχει γι` αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης. Προκειμένου για διαφορές από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό της εισφοράς, φόρου κλπ. χωρίς προσαυξήσεις και πρόσθετους φόρους που αμφισβητείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. … Οταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από τον ιδιώτη διάδικο, η αρμόδια κατά περίπτωση αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υποβάλλουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με μέριμνα της Γραμματείας του Δικαστηρίου, σημείωμα για το παραπάνω ποσό της διαφοράς. Οταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από τη διάδικο διοικητική αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου … το εν λόγω σημείωμα συνυποβάλλεται με την κατάθεση του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως. 4. Η παράγραφος 3 δεν έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναιρέσεως κατά αποφάσεων που εκδίδονται κατ` έφεση επί προσφυγών ουσίας εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές.». Εν προκειμένω, εν σχέσει προς το ποσό της διαφοράς έχει επισυναφθή στην αίτηση το 9409/06/19-10-06 έγγραφο της Δ/ντρίας του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Κορωπίου, όπου αναφέρεται ότι μετά την δια της ανωτέρω πράξεως ΤΔΕ εν μέρει αποδοχή της ενστάσεως της αναιρεσιβλήτου η μεν ΠΕΕ εμειώθη στο ποσό των 2.828.100δρχ, η δε ΠΕΠΕΕ στο ποσό των 848.430 δρχ. Εξ άλλου, με το δικόγραφο της αιτήσεως δεν προβάλλονται αυτοτελείς λόγοι εν σχέσει προς την ΠΕΠΕΕ. Υπό τα δεδομένα αυτά η κρινομένη αίτηση ασκείται παραδεκτώς.
3. Επειδή, κατά το άρθρο 26 του α.ν. 1846/1951 (Α` 179), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο: «1. Δια την καταβολήν των εισφορών των ησφαλισμένων ευθύνεται επί παρεχόντων εξηρτημένην εργασίαν ο εργοδότης … 2. … 8. … (παράγραφος που προστέθηκε με το άρθρο 53 του ν. 1539/1985, Α` 64). Οπου για την απόδειξη των στοιχείων ασφάλισης που αναφέρονται στις ημέρες εργασίας, στη διάρκεια της ασφάλισης, στις αποδοχές και στα στοιχεία του εργοδότη προβλέπεται βεβαίωση του Ι.Κ.Α., θα υποβάλλονται αντί αυτής επικυρωμένες φωτοτυπίες των ασφαλιστικών βιβλιαρίων ή των μηχανογραφικών αποσπασμάτων ασφάλισης … 9. Προς εξακρίβωσιν των εκάστοτε υπαγομένων εις την ασφάλισιν προσώπων, του αριθμού τούτων και των καταβλητέων εισφορών, οι εργοδόται υποχρεούνται: α) Να μεριμνούν δια τον εφοδιασμόν των απασχολουμένων παρ’ αυτοίς προσώπων διά ασφαλιστικής ταυτότητος. β) (όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997, Α` 270) Nα τηρούν τις οριζόμενες από τον Κανονισμό καταστάσεις προσωπικού και να φυλάττουν αυτές επί δεκαετία. γ) … στ) (εδάφιο που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2556/1997, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το εδάφιο δ` της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2972/2001 - Α` 291) Να καταχωρούν σε θεωρημένο και ειδικό προς τούτο έντυπο τους προσλαμβανόμενους μισθωτούς τους αμέσως μετά την πρόσληψη και πριν αυτοί αναλάβουν εργασία … Ο εργοδότης, πέραν των απορρεουσών, από τις ισχύουσες διατάξεις της νομοθεσίας του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), υποχρεώσεών του για αναγγελία πρόσληψης και καταγγελίας σύμβασης μισθωτού, αναγγέλλει υποχρεωτικά στον Οργανισμό αυτό εντός οκτώ (8) ημερών και κάθε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης του μισθωτού (εδ. γ`) … Εάν ο εργοδότης δεν αναγγείλει στον Ο.Α.Ε.Δ την καθ` οιονδήποτε λόγο αποχώρηση του μισθωτού εντός της προθεσμίας των οκτώ (8) ημερών ή η αποχώρησή του δεν αποδεικνύεται από κανένα επίσημο έγγραφο στοιχείο του εργοδότη ή του μισθωτού, τα όργανα του Ι.Κ.Α. θα ασφαλίζουν αυτόν για όλη την περίοδο από την ημερομηνία πρόσληψης μέχρι την προηγούμενη ημέρα του ελέγχου, αφαιρουμένης της ανωτέρω οκταημέρου προθεσμίας αναγγελίας αποχώρησης. Η διάταξη αυτή δεν ισχύει για τους εργοδότες οικοδομικοτεχνικών έργων. (εδ. η`). Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από πρόταση του Ι.Κ.Α., θα προσδιοριστεί το ύψος του προστίμου για κάθε παράβαση και για κάθε άτομο, το είδος του εντύπου καταχώρισης … Με την ίδια απόφαση, ύστερα από πρόταση του Ο.Α.Ε.Δ., θα καθοριστεί και ο τύπος του εντύπου αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης του μισθωτού και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του. Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 1.4.1998. ζ) … 11. (όπως αυτή ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με την παρ. 2 του άρθρου 60 του ν. 2676/1999 - Α` 1) Εάν ο εργοδότης παραβαίνη την υποχρέωσιν προς τήρησιν και διαφύλαξιν των περί ων ανωτέρω στοιχείων, ή δεν τηρή ταύτα προσηκόντως, ή αρνήται να συμμορφωθή προς τους ορισμούς της παραγράφου 9, εκ τούτου δε δυσχεραίνεται η εξακρίβωσις των υπαγομένων εις την ασφάλισιν προσώπων, ή των καταβλητέων εισφορών, αυταί καθορίζονται κατά την ανεξέλεγκτον κρίσιν του Ι.Κ.Α. 12. … 13. …».
4. Επειδή, εξ άλλου, στην παρ. 2 του άρθρου 12 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ (AYE 55575/1479/18.11.1965, Β` 816) με τίτλο «Καταστάσεις μισθοδοσίας - Μισθολόγια» ορίζονται τα εξής: «Οι εργοδόται υποχρεούνται να τηρούν κατά τους ορισμούς των επομένων διατάξεων βιβλία καταχωρήσεως μισθών, καταστάσεις μισθοδοσίας ονομαστικάς του παρ’ αυτών απασχολουμένου προσωπικού εκτυπουμένας παρά του Ιδρύματος εις τύπον και μέγεθος καθοριζόμενα δι’ αποφάσεως του Διοικητού αυτού. Το Ιδρυμα δύναται ν’ αναλάβη την προμήθειαν τοιούτων καταστάσεων και μισθολογίων και την επί τιμήματι διάθεσιν αυτών εις τους εργοδότας. Εις τας ως άνω καταστάσεις μισθοδοσίας ο εργοδότης υποχρεούται να αναγράφη τα στοιχεία της επωνυμίας και της διευθύνσεως αυτού ως και τον αριθμόν μητρώου αυτού επικεφαλής εκάστης σελίδος, καθ’ εκάστην δε μισθολογικήν περίοδον τα στοιχεία των απασχολουμένων μισθωτών και της ασφαλίσεως αυτών, οριζόμενα ειδικώτερον δι’ αποφάσεως του Διοικητού του Ιδρύματος.», στην παρ. 3 ότι: «Αι καταστάσεις μισθοδοσίας, ως και παν άλλο βιβλίον ή έγγραφον περιέχον εγγραφάς μισθών, ημερομισθίων και λοιπών απολαβών, δέον να φυλάττωνται παρά τω εργοδότη επί 5ετίαν από της τελευταίας εν αυταίς εγγραφής και να τίθενται αμελλητί εις την διάθεσιν των εντεταλμένων με τον έλεγχον υπαλλήλων του Ιδρύματος.», στην παρ. 4 ότι: «Δύναται δι’ αποφάσεως του Διοικητού του Ιδρύματος να ορισθή διά τινας κατηγορίας εργοδοτών, οσάκις ως εκ του αριθμού των μισθωτών ή της ιδιομορφίας της επιχειρήσεως θεωρηθεί σκόπιμον, όπως αι καταστάσεις μισθοδοσίας συντάσσωνται και τηρώνται παρ’ υπαλλήλων του Ιδρύματος.», στην παρ. 5 ότι: «Αντίγραφα των ως άνω καταστάσεων, συντασσομένων εις διπλούν δια χάρτου αντιγραφής, υποβάλλονται, προκειμένου περί μεγάλων επιχειρήσεων ή ειδικών κατηγοριών εργοδοτών οριζομένων δι’ αποφάσεως του Διοικητού εις την Υπηρεσίαν του Ιδρύματος, υπογεγραμμένα, υπό τύπον υπευθύνου δηλώσεως ως προς την αλήθειαν και την πληρότητα του περιεχομένου υπό του εργοδότου ή του νομίμως εκπροσωπούντος αυτόν ή του ειδικώς εξουσιοδοτηθέντος αντιπροσώπου του. Βάσει των αντιγράφων τούτων η Υπηρεσία του Ιδρύματος τηρεί ατομικούς λογαριασμούς των ησφαλισμένων, των οποίων αντίγραφα κοινοποιεί εις τούτους κατά τα εν άρθρω 7 παρ. 2 οριζόμενα. Ο χρόνος καθ’ ό δέον να υποβάλλωνται τα ανωτέρω αντίγραφα καταστάσεων μισθοδοσίας εις την Υπηρεσίαν του Ιδρύματος, ορίζεται δι’ αποφάσεως του Διοικητού.», τέλος στην παρ. 7 ορίζονται τα εξής: «Εργοδόται παραλείποντες την υποχρέωσιν αυτών δια την έγκαιρον και κανονικήν σύνταξιν των καταστάσεων μισθοδοσίας ή την υποβολήν εις το Ιδρυμα αντιγράφου αυτών, εις ας περιπτώσεις προβλέπεται τούτο, ή συντάσσοντες ταύτας ουχί κατά τον προσήκοντα τρόπον ή με ανειλικρινή ή ελλιπή στοιχεία, υπόκεινται εις τας νομίμους κυρώσεις». Περαιτέρω, στο άρθρο 24 του ίδιου Κανονισμού με τίτλο: «Υποχρεώσεις εργοδοτών και ησφαλισμένων κατά τον έλεγχον» ορίζονται τα εξής: «1. Οι εργοδόται υποχρεούνται να παρέχουν εις το Ιδρυμα και τους προς τούτο εντεταλμένους υπαλλήλους ακριβείς και πλήρεις πληροφορίας:
α) Περί της ταυτότητος των παρ’ αυτοίς ασχολουμένων μισθωτών β) … γ) Περί του χρόνου της προσλήψεως των μισθωτών, των εν τη εργατική συμβάσει επερχομένων μεταβολών και της από της εργασίας απομακρύνσεως των μισθωτών. 2. Οι εργοδόται υποχρεούνται ωσαύτως να επιδεικνύουν εις τα όργανα του Ιδρύματος τα παρ’ αυτών τηρούμενα βιβλία μισθολογίων, τας παρ’ αυτών κατεχομένας αποδείξεις καταβολής προς το Ιδρυμα, τα ασφαλιστικά βιβλιάρια των παρ’ αυτοίς απασχολουμένων ησφαλισμένων, ως και τας τυχόν υφισταμένας μεταξύ αυτών και των μισθωτών εγγράφους συμβάσεις εργασίας ή υπηρεσίας. Αι ανωτέρω υποχρεώσεις των εργοδοτών υφίστανται και προκειμένου περί στοιχείων αφορώντων μισθωτούς, οίτινες εν τω μεταξύ έπαυσαν ασχολούμενοι παρά τω εργοδότη. 3. … 4. Οι ησφαλισμένοι υποχρεούνται να παρέχουν εις το Ίδρυμα ακριβείς πληροφορίας: α) Περί του τόπου και είδους της απασχολήσεως, και περί της ταυτότητος του εργοδότου των. β) Περί του χρόνου προσλήψεως και της διαρκείας της απασχολήσεως. γ) … Ωσαύτως υποχρεούνται να επιδεικνύουν εις τα όργανα του Ιδρύματος τα ασφαλιστικά βιβλιάρια, τα εις χείρας των δελτία εισφορών, ως και τας τυχόν υπαρχούσας εγγράφους συμβάσεις εργασίας ή υπηρεσίας και να παραδίδουν εις το Ιδρυμα ή τους εντεταλμένους τα έγγραφα ταύτα κατόπιν εγγράφου παραγγελίας επί επιστροφή και έναντι αποδείξεως.» Επίσης, στο άρθρο 25 του ως άνω Κανονισμού με τίτλο «Αδυναμία διεξαγωγής ελέγχου» ορίζονται τα εξής:
«Εάν η διεξαγωγή του ελέγχου δεν καθίσταται δυνατή λόγω μη συμμορφώσεως εργοδοτών και ησφαλισμένων προς τας ως άνω υποχρεώσεις αυτών ή εξ άλλου οιουδήποτε λόγου, οφείλουν ούτοι επί τη αιτήσει του Διευθυντού του Υποκαταστήματος να παράσχουν τας αναγκαίας πληροφορίας είτε γραπτώς είτε προφορικώς, εν τόπω και χρόνω οριζομένω παρά τούτου, παρουσιάζοντες συγχρόνως τα τυχόν εις χείρας των ασφαλιστικά βιβλιάρια, βιβλία μισθολογίων, εγγράφους συμβάσεις εργασίας κ.λπ. Εν περιπτώσει αρνήσεως προς παροχήν των ανωτέρω πληροφοριών, ο επί του ελέγχου υπάλληλος προβαίνει αυτεπαγγέλτως εις την συλλογήν παντός στοιχείου χρησίμου για τον υπολογισμόν των βαρυνουσών τον εργοδότην εισφορών (άρθρ. 26, παρ. 11, Α.Ν. 1846/51)». Τέλος, στο άρθρο 26 του ίδιου Κανονισμού με τίτλο: «Διενέργεια του ελέγχου» ορίζονται τα εξής: «1. Ενεργουμένου ελέγχου παρ’ εργοδόταις, οίτινες επικολλούν οι ίδιοι τα ένσημα επί ασφαλιστικών βιβλιαρίων … εάν ο επί του ελέγχου υπάλληλος πείθεται εκ της εξετάσεως των μισθολογίων και των ασφαλιστικών βιβλιαρίων και εν γένει εκ της επιτοπίου ερεύνης, ότι ο εργοδότης … δεν επεκόλλησε παντάπασι ένσημα … ή επεκόλλησε τοιαύτα αξίας μικροτέρας της κανονικής, καλεί τούτον όπως επικολλήση τα ελλείποντα ένσημα, συνάμα δε όπως καταβάλη και το πρόσθετον τέλος, εφόσον συντρέχει περίπτωσις επιβολής τοιούτου. Συγχρόνως ο υπάλληλος προβαίνει εις την εν τω βιβλίω μισθολογίου εγγραφήν των τυχόν ελλειπουσών ενδείξεων. 2. … 3.
Εάν ο εργοδότης αδυνατή ή αρνείται να επικολλήση τα ελλείποντα ένσημα, ο επί του ελέγχου υπάλληλος συντάσσει πράξιν επιβολής εισφορών, … Συγχρόνως ο επί του ελέγχου υπάλληλος συντάσσει έκθεσιν … 4. Καθ’ άς περιπτώσεις τα ασφαλιστικά βιβλιάρια των ησφαλισμένων τηρούνται παρά τω Ιδρύματι, ο έλεγχος διεξάγεται επί τη βάσει των υπό των εργοδοτών υποβαλλομένων μισθολογικών καταστάσεων, ων η ακρίβεια ελέγχεται υπό των υπαλλήλων δι’ επιτοπίου ερεύνης, ενεργουμένων περαιτέρω των οριζομένων εις τα προηγούμενα άρθρα, αναλόγως εφαρμοζόμενα, ως και των προβλεπομένων εγγραφών εις τον ατομικόν λογαριασμόν εκάστου εργοδότου και το βιβλίον καθυστερήσεων.».
5. Επειδή, όπως έχει κριθή, με τις πιο πάνω διατάξεις του εδαφίου στ` της παρ. 9 του άρθρου 26 του αν.ν. 1846/1951 θεσπίστηκε υποχρέωση του εργοδότη να αναγγέλλει στον Ο.Α.Ε.Δ. την για οποιονδήποτε λόγο αποχώρηση μισθωτού του εντός προθεσμίας οκτώ ημερών από την αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του. Κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, οι οποίες έχουν (βλ. την εισηγητική έκθεση του ν. 2556/1997) ως σκοπό την προστασία των εργαζομένων αλλά και των εργοδοτών από αβάσιμες καταγγελίες καθώς και την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής, στην περίπτωση κατά την οποία έχει αναγγελθεί η έναρξη της απασχολήσεως ασφαλισμένου μισθωτού σε ορισμένο εργοδότη, ο μισθωτός θεωρείται ότι εξακολουθεί να υπάγεται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., εφόσον ο εργοδότης δεν τηρεί την υποχρέωσή του να αναγγείλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας οκτώ (8) ημερών, στην αρμόδια Υπηρεσία του ΟΑΕΔ την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποχώρηση του μισθωτού από την επιχείρησή του ή εφόσον η αποχώρηση του μισθωτού δεν αποδεικνύεται από επίσημο στοιχείο. Σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν τηρήσει την κατά τ’ ανωτέρω υποχρέωσή του, καθιερώνεται από την ανωτέρω διάταξη νόμιμο μαχητό τεκμήριο απασχολήσεως του μισθωτού κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία προσλήψεώς του μέχρι την προηγούμενη ημέρα του ελέγχου, αφαιρουμένης της ως άνω οκταήμερης προθεσμίας αναγγελίας. Το τεκμήριο αυτό δύναται να ανατραπεί ενώπιον της διοικήσεως και των δικαστηρίων της ουσίας με την επίκληση επίσημων έγγραφων στοιχείων του εργοδότη ή του μισθωτού, από τα οποία να προκύπτει η αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του σε προγενέστερο από την ημερομηνία του ελέγχου χρόνο (ΣτΕ 2306/2010, 2109/2011). Επίσημα δε στοιχεία, που αναπληρώνουν, κατ’ εξαίρεση, την αναγγελία στον ΟΑΕΔ της αποχωρήσεως του μισθωτού από την επιχείρηση του εργοδότη και τα οποία πρέπει να επικαλεστεί ο εργοδότης, ο οποίος και έχει το βάρος της αποδείξεως του ακριβούς χρόνου αποχωρήσεως του μισθωτού του από την εργασία του στην περίπτωση που ο ίδιος δεν έχει τηρήσει την υποχρέωση ανακοινώσεως της αποχωρήσεως στον ΟΑΕΔ, αποτελούν έγγραφα στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει, κατά το δυνατόν, κατά τρόπο αντικειμενικό και αδιαμφισβήτητο η αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του [όπως, έγγραφα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει, για παράδειγμα, η κατάταξη του μισθωτού στο στράτευμα, η ασθένεια του μισθωτού και η αδυναμία του, συνεπεία της ασθένειάς του, να εργαστεί, η αποχώρηση του μισθωτού από τη χώρα ή από την περιοχή στην οποία βρίσκεται η εργασία του ή τα δελτία ασφαλιστικής ταυτότητας και εισφορών (Δ.Α.Τ.Ε.) από τα οποία να προκύπτει ασφάλιση του μισθωτού κατά τον κρίσιμο χρόνο σε άλλους εργοδότες (ΣτΕ 4359/2013, πρβ. ΣτΕ 2109/2011, 2259/2012)]. Δεν αποτελούν δε, κατ’ αρχήν, τέτοια στοιχεία μόνες οι προβλεπόμενες στο εδάφιο β΄ της παρ. 9 του αν.ν. 1846/1951 και στην παρ. 2 του άρθρου 12 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ μισθοδοτικές καταστάσεις, τις οποίες συμπληρώνει ο ίδιος ο εργοδότης, στο πλαίσιο υποχρεώσεως αυτού που θεσπίζεται στο εδάφιο β` της παρ. 9 του άρθρου 26 του αν.ν. 1846/1951, στην ίδια, δηλαδή, παράγραφο, η οποία προβλέπει ως αυτοτελή την υποχρέωση του εργοδότη να ανακοινώνει στον ΟΑΕΔ τον ακριβή χρόνο αποχωρήσεως από την επιχείρησή του απασχολούμενου σε αυτόν προσωπικού παραλλήλως προς την υποχρέωση αυτού να τηρεί μισθοδοτικές καταστάσεις (ΣτΕ 4359/2013).
6. Επειδή, εξ άλλου, οι υπεύθυνες δηλώσεις του ν. 1599/1986 δεν αποτελούν, κατά τις διατάξεις των άρθρων 121 παρ. 1 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ (Α.Υ.Ε. 55575/1965) και 147, 150, 179 και 180 του Κώδικα διοικητικής Δικονομίας, νόμιμα αποδεικτικά μέσα ούτε κατά τη διαδικασία ενώπιον των ασφαλιστικών οργάνων του ΙΚΑ, ούτε κατά τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων (ΣτΕ 1241/2009, πρβ. Σ.τ.Ε. 1175/92, 1049/93). Εν όψει τούτου, οι εν λόγω υπεύθυνες δηλώσεις, καθώς και - δια την ταυτότητα του λόγου - απλές βεβαιώσεις των εργαζομένων περί διακοπής της εργασιακής των σχέσεως με συγκεκριμένο εργοδότη δεν συνιστούν επίσημα, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του εδαφίου στ` της παρ. 9 του άρθρου 26 του αν.ν. 1846/1951, όπως ετροποποιήθη με το άρθρο 2 του ν. 2556/1997, έγγραφα στοιχεία του εργοδότη ή του μισθωτού, για την απόδειξη του χρόνου αποχωρήσεως του μισθωτού.
7. Επειδή, εν προκειμένω, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα, προκύπτουν τα εξής: Κατόπιν ελέγχου από τα αρμόδια όργανα του αναιρεσείοντος, την 23-03-2000, στα βιβλία της αναιρεσιβλήτου εταιρείας (βιομηχανία υλικών προστασίας κατασκευών), εδρευούσης στον Αγιο Γεώργιο Κορωπίου, διεπιστώθη ότι ενώ η επιχείρηση είχε παύσει να ασφαλίζη τους εργαζομένους .............., .............. και .............., δεν είχε αναγγείλει, κατά νόμον την αποχώρηση των στον ΟΑΕΔ, καθώς, επίσης, και ότι δεν είχε υπολογίσει το επίδομα αδείας έτους 1999 του αποχωρήσαντος ............... Κατόπιν αυτών, συνετάγη εις βάρος της, κατ` εφαρμογήν του άρθρου 2 ν. 2556/1997 η 22213/23-3-2000 ΠΕΕ, συνολικού ύψους 3.422.000 δρχ. για την ασφαλιστική τακτοποίηση των ανωτέρω τριών εργαζομένων και τον υπολογισμό του επιδόματος του .............., καθώς και η 4269/23-3-2000 ΠΕΠΕΕ συνολικού ύψους 1.026.000 δρχ. Ειδικώτερα, με την εν λόγω ΠΕΕ η .............. ασφαλίσθηκε για 219 ημέρες εργασίας κατά το χρονικό διάστημα 1-1-1999 έως 31-1-2000 και επεβλήθησαν εισφορές ύψους 782.300δρχ. ο .............. για 327 ημέρες εργασίας, κατά την ίδια χρονική περίοδο, και επεβλήθησαν εισφορές 1.397.300 δρχ και ο .............. για 288 ημέρες εργασίας, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και επεβλήθησαν εισφορές 1.197.000 δρχ. Η αναιρεσίβλητη ήσκησε ένσταση ενώπιον της ΤΔΕ Υποκαταστήματος ΙΚΑ Κορωπίου, κατά την εκδίκαση της οποίας ενεφανίσθησαν ενώπιον της ΤΔΕ ο διευθύνων σύμβουλος και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, οι οποίοι υπεστήριξαν ότι από τα επίσημα στοιχεία της επιχειρήσεως προέκυπτε ο ακριβής χρόνος της αποχωρήσεως των ανωτέρω εργαζομένων, ενώ παρεδέχθησαν την αφορώσα τον .............. παράλειψη της εταιρείας. Με την 318/11-12-2000 απόφαση της ΤΔΕ έγινε εν μέρει δεκτή η ένσταση της εταιρείας και εκρίθη ότι η .............. έπρεπε να ασφαλισθή έως 15-7-1999. Η αναιρεσίβλητη ήσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, προβάλλουσα ότι από τα επίσημα στοιχεία της επιχειρήσεως της προέκυπτε η ακριβής ημεροχρονολογία αποχωρήσεως των μισθωτών και εσφαλμένως τα αρμόδια όργανα προέβησαν στην συμπληρωματική ασφάλιση των. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο εδέχθη την προσφυγή. Εφεση δε του αναιρεσείοντος απερρίφθη με την ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Το δικάσαν δικαστήριο έλαβε υπ` όψιν τους προβληθέντας πρωτοδίκως από την αναιρεσίβλητη ισχυρισμούς ότι: α) η .............. είχε προσληφθή ως βοηθός λογιστού την 1-10-1998 και απεχώρησε οικειοθελώς την 6-5-1999, οπότε και προσελήφθη σε άλλη επιχείρηση, β) ο .............. είχε προσληφθή την 11-9-1998 και απεχώρησε οικειοθελώς την 19-1-1999 και γ) ο .............. είχε προσληφθή την 17-5-1998 και απεχώρησε οικειοθελώς την 28-2-1999, καθώς και τα προσκομισθέντα πρωτοδίκως αλλά και ενώπιον του στοιχεία, τα οποία επεκαλείτο η αναιρεσίβλητη, ήτοι: α) διά μεν την ..............: 1) κατάσταση μισθοδοσίας μηνός Ιανουαρίου έως Μαΐου 1999, όπου αυτή εμφανίζεται εργασθείσα τους μήνες αυτούς επί 25νθήμερο μέχρι τον Απρίλιο και επί 6ήμερο τον Μάϊο, 2) την από 8-2-1999 κατάσταση προσωπικού, που υπεβλήθη στην Επιθεώρηση Εργασίας, όπου φέρεται καταχωρημένη η εν λόγω εργαζομένη, η οποία, όμως δεν εμφανίζεται στην μετ` εξάμηνον υποβληθείσα κατάσταση, 3) καταστάσεις εισφορών στα Ταμεία, μηνών Ιανουαρίου έως Απριλίου, όπου φαίνονται καταβληθείσες εισφορές για τις ημέρες εργασίας της, και Μαΐου όπου αναφέρεται καταβολή για έξι (6) ημέρες εργασίας, 4) μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής, από τις οποίες προκύπτει ότι για τον Μάϊο η εργαζομένη πληρώθηκε για έξι ημέρες εργασίας, 5) το 4416/15-5- 1999 ένταλμα πληρωμής αποζημιώσεως, αδείας, δώρου Χριστουγέννων, υπολοίπου Μαΐου 1999 και επιδόματος αδείας, 6) την από 20-4- 2000 υπεύθυνη δήλωση της εργαζομένης περί οικειοθελούς αποχωρήσεως της την 6-5-1999 και 7) την από 19-7-1999 αναγγελία προσλήψεως της στην εταιρεία .............., β) δια τον ..............: 1) κατάσταση μισθοδοσίας μηνός Ιανουαρίου 1999, όπου φέρεται εργασθείς επί 12ήμερο, καταστάσεις μισθοδοσίας μηνών Φεβρουαρίου έως και Ιουνίου 1999, όπου δεν εμφανίζεται, 2) την από 8-2-1999 κατάσταση προσωπικού, που υπεβλήθη στην Επιθεώρηση Εργασίας, όπου αυτός δεν εμφανίζεται, 3) κατάσταση εισφορών ταμείου μηνός Ιανουαρίου 1999, όπου φαίνεται καταβολή εισφορών για 12 ημέρες εργασίας, 4) το 4501/15-2- 1999 ένταλμα πληρωμής δώρου Πάσχα, επιδόματος αδείας και αποζημιώσεως αδείας, καθώς και εξόφληση ημερομισθίων Ιανουαρίου 1999, 5) από 15-2-1999 βεβαίωση του μισθωτού ότι έχει διακόψει την σύμβαση του, και 6) την από 21-4-2000 υπεύθυνη δήλωση του, νομίμως θεωρημένη, περί οικειοθελούς αποχωρήσεως του από 19-1-1999, γ) δια δε τον ..............: 1) καταστάσεις μισθοδοσίας Ιανουαρίου Φεβρουαρίου 1999, όπου φέρεται εργαζόμενος, 2)την ως άνω από 8-2- 1999 κατάσταση προσωπικού, όπου φέρεται εργαζόμενος ενώ δεν περιλαμβάνεται στην μετ` εξάμηνον υποβληθείσα, 3) καταστάσεις εισφορών Ιανουαρίου Φεβρουαρίου 1999, όπου φέρονται καταβληθείσες οι εισφορές του, 4) το 4525/31-3-1999 ένταλμα πληρωμής επιδόματος αδείας, αποζημιώσεως αδείας, δώρου Πάσχα και εξοφλήσεως Μαρτίου, 5) την από 8-3-1999 βεβαίωση του ιδίου περί διακοπής της συμβάσεως του, 6) αποδείξεις πληρωμής Ιανουαρίου Φεβρουαρίου 1999 και 8 ημερών ασθενείας Μαρτίου 1999, και 7) κάρτα προσλήψεως στην επιχείρηση .............. (οβελιστήριο - αναψυκτήριο). Εδέχθη δε το δικάσαν δικαστήριο, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, ότι τα στοιχεία αυτά αποτελούν κατά νόμον (άρθρο 2 παρ. 1 ν. 2556/1997), στην προκειμένη υπόθεση, επίσημα έγγραφα στοιχεία της εργοδότριας (μισθοδοτικές καταστάσεις, καταστάσεις προσωπικού υποβληθείσες στην επιθεώρηση εργασίας, καταστάσεις εισφορών, μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής, αναγγελίες προσλήψεως και κάρτα προσλήψεως από άλλες εργασίες), αλλά και των εν λόγω τριών μισθωτών (βεβαιώσεις και δηλώσεις για οικειοθελή αποχώρηση τους στις ημερομηνίες που έπαψαν να ασφαλίζωνται), από τα οποία προκύπτει ο ακριβής χρόνος της οικειοθελούς αποχωρήσεως των εν λόγω μισθωτών (6-5-1999, 19-1-1999 και 28-2-1999, αντιστοίχως), ζήτημα, περί του οποίου επείσθη, εν όψει τούτων, το δικάσαν δικαστήριο. Με τις σκέψεις αυτές δε, έκρινε ότι εσφαλμένως επεβλήθησαν εις βάρος της αναιρεσιβλήτου συμπληρωματικές εισφορές και επιβάρυνση για τους εν λόγω μισθωτούς, όπως ορθώς, κατά το δικάσαν Εφετείο, είχε κριθή πρωτοδίκως και, κατόπιν αυτού, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος.
8. Επειδή, η ανωτέρω κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου δεν αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από το αναιρεσείον. Και τούτο, διότι, κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω στις σκέψεις 5 και 6, οι τηρούμενες από τον εργοδότη μισθοδοτικές καταστάσεις, δεν αποτελούν, μόνες αυτές, επίσημα στοιχεία για την απόδειξη του χρόνου αποχωρήσεως μισθωτού στις περιπτώσεις, που δεν έχει χωρήσει εκ μέρους του εργοδότου σχετική αναγγελία στον ΟΑΕΔ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 26 παρ. 9 περ. στ α.ν. 1846/1951. Περαιτέρω, ούτε οι υπεύθυνες δηλώσεις και βεβαιώσεις των μισθωτών αποτελούν, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, «επίσημα στοιχεία» τούτων για την απόδειξη του χρόνου αποχωρήσεως των. Εξ άλλου, δεν προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη αν τα εκδοθέντα από την αναιρεσίβλητη εντάλματα πληρωμής, τα οποία αυτή επεκαλέσθη, αποτελούν απλώς ιδιωτικά έγγραφα της ταμειακής διαχειρίσεως της εταιρείας, ή τυχόν θεωρημένα από τη φορολογική αρχή στοιχεία. Περαιτέρω, από τις υποβληθείσες από την αναιρεσίβλητη στην Επιθεώρηση Εργασίας καταστάσεις προσωπικού, όπως αυτές περιγράφονται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, και όπου οι μεν .............. και .............. αναφέρονται μόνο στις υποβληθείσες την 8-2-1999 καταστάσεις, όχι δε και στις υποβληθείσες μετ` εξάμηνον, ενώ δεν αναφέρεται σε αυτές ο .............., δεν προκύπτει, πάντως, ο ακριβής χρόνος διακοπής της εργασιακής σχέσεως των ανωτέρω εργαζομένων με την αναιρεσίβλητη εταιρεία. Εν σχέσει δε προς τις προσκομισθείσες στα δικαστήρια της ουσίας καταστάσεις εισφορών Ταμείου, όπως αορίστως περιγράφονται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, δεν προκύπτει αν αυτές είχαν υποβληθή στο αναιρεσείον ή αν ήσαν απλά λογιστικά στοιχεία της αναιρεσιβλήτου εταιρείας και, πάντως, από αυτές προκύπτει μόνο ο χρόνος, για τον οποίο η εταιρεία κατέβαλε εισφορές για τους εργαζομένους αυτούς, όχι όμως και ότι αυτοί διέκοψαν την εργασιακή τους σχέση με την εταιρεία σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Τέλος, ειδικώτερα σε ότι αφορά την .............., γίνεται μεν από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση αναφορά σε προσκομισθείσα από την αναιρεσίβλητη από 19-7-1999 αναγγελία προσλήψεως της από την εταιρεία .............., δεν προκύπτει, όμως, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση αν η εν λόγω αναγγελία έχει γίνει προς το αναιρεσείον, εν πάση δε περιπτώσει - και στην περίπτωση που πρόκειται περί επισήμου αναγγελίας της εν λόγω προσλήψεως προς το ΙΚΑ, οπότε αυτή θα συνιστούσε, κατ` αρχήν, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, επίσημο στοιχείο για την απόδειξη του χρόνου αποχωρήσεως της εν λόγω εργαζομένης από την επιχείρηση της αναιρεσιβλήτου, - από την αναγγελία αυτή προκύπτει μόνον ότι η εν λόγω εργαζομένη απασχολείται σε άλλη επιχείρηση από 19-7-1999, όχι όμως και ότι αυτή διέκοψε την εργασιακή της σχέση με την αναιρεσίβλητη από 6-5-1999, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Τέλος, και ως προς τον .............. δεν προσδιορίζεται από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση αν η προσκομισθείσα από την αναιρεσίβλητη στα δικαστήρια της ουσίας «κάρτα πρόσληψης στην επιχείρηση του ..............» αποτελεί στοιχείο κατατεθέν στο ΙΚΑ ή άλλη Αρχή από τον νέο εργοδότη τούτου ή στοιχείο εκδοθέν από τον ασφαλιστικό οργανισμό ή άλλη Αρχή, ούτε ο χρόνος προσλήψεως του εργαζομένου στην εν λόγω επιχείρηση ............... Για τους λόγους αυτούς πρέπει να γίνη δεκτή η κρινομένη αίτηση, να αναιρεθή η προσβαλλομένη 3869/05 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, και να παραπεμφθή η υπόθεση, η οποία δεν είναι εκκαθαρισμένη κατά το πραγματικό, στο δικάσαν δικαστήριο προς νέα νομίμως αιτιολογημένη κρίση.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 3869/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
Παραπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών προς νέα νόμιμη κρίση.
Επιβάλλει εις βάρος της αναιρεσιβλήτου την δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος ύψους εννεακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2014
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Α. Γκότσης Β. Κατσιώνη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 31ης Μαρτίου 2014.
Ο Πρόεδρος του Α` Τμήματος Η Γραμματέας του Α` Τμήματος
Ν. Σακελλαρίου Β. Ραφαηλάκη