ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
"ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ & ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ"

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑΤΟΣ "ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ"
Πίσω Aρχική σελίδα

 ΘΕΜΑ:  
’ρειος Πάγος Απόφαση 111/2014 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Η προαγωγή του μισθωτού αποτελεί εκπλήρωση υποχρέωσης του εργοδότη, η οποία πηγάζει από την ατομική σύμβαση εργασίας και το συμπληρώνονται αυτήν Οργανισμό εσωτερικής υπηρεσίας και Κανονισμό. Πλην, όμως, ...

Η προαγωγή του μισθωτού αποτελεί εκπλήρωση υποχρέωσης του εργοδότη, η οποία πηγάζει από την ατομική σύμβαση εργασίας και το συμπληρώνονται αυτήν Οργανισμό εσωτερικής υπηρεσίας και Κανονισμό. Πλην, όμως, ...

... η περί προαγωγής κρίση των οργάνων του εργοδότη υπόκειται στον έλεγχο των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, αλλά μόνον υπό τους όρους των άρθρων 201 και 207 παρ. 1 ΑΚ, δηλαδή μόνον όταν η κρίση του προαγωγικού οργάνου ως προς την συνδρομή στο πρόσωπο του μισθωτού των προαγωγικών προϋποθέσεων είναι κατάφωρα άδικη και παρακωλύθηκε εναντίον της καλής πίστης.

Απόφαση 111/2014 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Κοντοβαζαινίτη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσίβλητου: Σ. Α. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Κουτσούκου και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31/1/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1491/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2747/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20/2/2012 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Τρούσας ανέγνωσε την από 13/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του τετάρτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως και την απόρριψη των λοιπών λόγων.

Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 27 παρ. στ', 33 και 38 του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος (κυρ. ν. 3234/1927) προκύπτει, ότι οι προαγωγές και η υπηρεσιακή εξέλιξη των υπαλλήλων της ρυθμίζονται από τον εσωτερικό οργανισμό της, ο οποίος καταρτίζεται από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας και έχει, ως εκ τούτου, συμβατική ισχύ (Ολ. ΑΠ 27/1995, ΑΠ 444/2010). Οι προαγωγές των υπαλλήλων αυτών τελούν υπό αίρεση, η πλήρωση της οποίας συντελείται με την απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας για την προαγωγή του υπαλλήλου σε ανώτερο βαθμό (ΑΚ 201). Αν κριθεί από το ανωτέρω συμβούλιο, ότι ο εργαζόμενος δεν συγκέντρωνε, κατά τη συγκεκριμένη προαγωγική κρίση, τις συμφωνημένες προϋποθέσεις για την προαγωγή του στον ανώτερο βαθμό και η κρίση του αυτή είναι καταφώρως άδικη, η πλήρωση της ανωτέρω αιρέσεως παρακωλύεται εναντίον της καλής πίστεως από μέρους του εργοδότη, οπότε η αίρεση θεωρείται ότι έχει πληρωθεί (ΑΚ 207 παρ. 1). Καταφώρως άδικη είναι η κρίση του υπόχρεου εργοδότη, όταν υπερβαίνει τα ακραία λογικά όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί ο τελευταίος κατά την εκτίμηση της υπηρεσιακής επιδόσεως και αποδόσεως του υπαλλήλου. Αν στη συγκεκριμένη περίπτωση διαπιστωθεί, ότι η μη πλήρωση της αίρεσης είναι αντίθετη προς την καλή πίστη με την ανωτέρω έννοια του όρου, η προαγωγή του υπαλλήλου αναγνωρίζεται από το Δικαστήριο και, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 1082/1980, μετά την τελεσιδικία της αποφάσεως θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε από τότε που έπρεπε να συντελεστεί. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 12 του Οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας και κανονισμού βαθμολογικής και μισθολογικής τάξεως των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος, που έχει συμβατική ισχύ, όπως ισχύει μετά την συμπλήρωση του με τις από 25-9-1981 και 29-2-1982 αποφάσεις του Γενικού Συμβουλίου της και τροποποιήθηκε με την 20/21-12-1990 απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας, η προαγωγή των υπαλλήλων της από τον βαθμό του Τμηματάρχη σε εκείνον του Εντεταλμένου Τμηματάρχη-Προϊσταμένου αποφασίζεται από το Γενικό Συμβούλιο αυτής, κατ' απόλυτη εκλογή και ελεύθερη κρίση, μετά από πρόταση του Διοικητή της, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσονται από το ίδιο το άρθρο, ήτοι: α) η ύπαρξη κενής οργανικής θέσης, β) συμπλήρωση ευδόκιμης υπηρεσίας στον προηγούμενο βαθμό τριών ετών, γ) η ύπαρξη προσόντων ανώτερης θέσης, επίδειξη εξαιρετικής επίδοσης ήθους, ικανότητας και φιλεργίας, και δ) ικανότητα συστηματικού προσδιορισμού και αποτελεσματικού συνδυασμού των διαθέσιμων μέσων και του υπάρχοντος προσωπικού με τρόπο που να αυξάνει την απόδοση του έργου της υπηρεσίας και της παραγωγικότητας των εργαζομένων και ειδικότερα την επίδειξη μέριμνας για την πλήρη απασχόληση του προσωπικού. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες ρυθμίζουν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις προς προαγωγή στον ανώτερο βαθμό και διαγράφουν τα όρια ελέγχου από απόψεως ουσίας της σχετικής ενέργειας του αρμόδιου οργάνου της Τράπεζας προκύπτει ότι, εφόσον συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις, η προαγωγή του μισθωτού αποτελεί εκπλήρωση υποχρέωσης του εργοδότη, η οποία πηγάζει από την ατομική σύμβαση εργασίας και το συμπληρώνονται αυτήν Οργανισμό εσωτερικής υπηρεσίας και Κανονισμό. Πλην, όμως, η περί προαγωγής κρίση των οργάνων του εργοδότη υπόκειται στον έλεγχο των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, αλλά μόνον υπό τους όρους των άρθρων 201 και 207 παρ. 1 ΑΚ, δηλαδή μόνον όταν η κρίση του προαγωγικού οργάνου ως προς την συνδρομή στο πρόσωπο του μισθωτού των προαγωγικών προϋποθέσεων είναι κατάφωρα άδικη και παρακωλύθηκε εναντίον της καλής πίστης.

Συνεπώς, σε περίπτωση παράβασης της ανωτέρω συμβατικής υποχρέωσης της Τράπεζας γεννάται αξίωση του μισθωτού προς αναγνώριση εκτός άλλων, και του προς προαγωγή δικαιώματός του. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (Ολ. ΑΠ 36/1988, ΑΠ 1218/2007). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 1/1999). Έλλειψη νόμιμης βάσεως, εξάλλου, δεν υπάρχει, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ' άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Ο εφεσίβλητος (ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος) προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στις 18.4.1977 από την εκκαλούσα τράπεζα (εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα) και εντάχθηκε στο λογιστικό κλάδο των υπαλλήλων της, μετά από επιτυχή συμμετοχή του σε διαγωνισμό που διενήργησε η εκκαλούσα. Στη συνέχεια, προήχθη από 1.1.1991 στο βαθμό του Τμηματάρχη, τον οποίο κατέχει μέχρι σήμερα. Είναι κάτοχος πτυχίου του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Γνωρίζει τη γαλλική γλώσσα σε επίπεδο πολύ καλά και την αγγλική γλώσσα σε επίπεδο καλά. Επιπλέον, στα πλαίσια της επαγγελματικής του επιμορφώσεως και ενημερώσεως έχει παρακολουθήσει 6 σεμινάρια. Κατ' αρχήν απασχολήθηκε στο κεντρικό κατάστημα της εκκαλούσας, στη διεύθυνση διοικητικού στο τμήμα υπηρεσιακής εξέλιξης προσωπικού και από 26.2.1981, απασχολήθηκε στο υποκατάστημα Κερκύρας στον κλάδο Λογιστικού. Από τις 12.11.1992, άσκησε καθήκοντα αναπληρωτή προϊσταμένου υπηρεσίας στην υπηρεσία λογιστηρίου και από 31.3.1994 άσκησε καθήκοντα προϊσταμένου υπηρεσίας. Από τις 5.3.1995 άσκησε καθήκοντα προϊσταμένου της υπηρεσίας λογιστηρίου και γραμματείας. Δυνάμει της υπ' αριθμ. 497/30.12.1994 εγκυκλίου της εκκαλούσας από 1.1.1995 και μέχρι την τοποθέτηση διευθυντή, που έγινε εντός του έτους 1995, και στο ανωτέρω υποκατάστημα υποχρέωναν την εκκαλούσα υπογράφοντας από κοινού ο εφεσίβλητος και ο Α. Π.. Κατά τη διάρκεια δε, των αδειών του διευθυντή του εν λόγω υποκαταστήματος, ο εφεσίβλητος τον αναπλήρωνε κατά τις παρακάτω ημερομηνίες: το έτος 1995 για 5 ημέρες από κοινού με τον Α. Π., έχοντας και δικαίωμα υπογραφής από κοινού, το έτος 1996 για 11 ημέρες από κοινού με τον Α. Π., έχοντας και δικαίωμα υπογραφής από κοινού, τα έτη 1997 και 1988 για 15 ημέρες από κοινού με τον Α. Π., έχοντας και δικαίωμα υπογραφής από κοινού, το έτος 1999 για 3 ημέρες από κοινού με τον Α. Π., έχοντας και δικαίωμα υπογραφής από κοινού, το έτος 2000 για 7 ημέρες από κοινού με τον Σ. Σ., έχοντας και δικαίωμα υπογραφής από κοινού, επίσης το έτος 2000, για 7 ημέρες από κοινού με τον Α. Π., έχοντας και δικαίωμα υπογραφής από κοινού, το έτος 2001 για 3 ημέρες από κοινού με τον Α. Π., έχοντας και δικαίωμα υπογραφής από κοινού, το έτος 2002 γα το χρονικό διάστημα από 15.4.2002 έως 6.5.2002, από κοινού με τον Α. Π., έχοντας και δικαίωμα υπογραφής από κοινού, επίσης το έτος 2002, για 8 ημέρες από κοινού με τον Α. Π., έχοντας και δικαίωμα υπογραφής από κοινού, το έτος 2003 για 2 ημέρες από κοινού με τον Α. Π., έχοντας και δικαίωμα υπογραφής από κοινού, το έτος 2004 για 16 ημέρες, κατά διακεκομμένα διαστήματα, από κοινού με τον Α. Π., έχοντας και δικαίωμα υπογραφής από κοινού, το έτος 2005, για 8 ημέρες από κοινού με τον Α. Π., έχοντας και δικαίωμα υπογραφής από κοινού, επίσης το έτος 2005, για 24 ημέρες, κατά διακεκομμένα διαστήματα, από κοινού με τον Α. Π., έχοντας και δικαίωμα υπογραφής από κοινού, το έτος 2006 για 12 ημέρες, σε διακεκομμένα διαστήματα, από κοινού με τον Α. Π., έχοντας και δικαίωμα υπογραφής από κοινού, επίσης το έτος 2006, και για το χρονικό διάστημα από 19.7.2006 έως 21.7.2006 και από 4.9.2006 έως 8.9.2006, από κοινού με τον Σ. Σ. και με τον Α. Γ., αντίστοιχα έχοντας και δικαίωμα υπογραφής από κοινού. Επί πλέον ο εκκαλών βαθμολογήθηκε ως εξής: σε σύνολο 17 κριτηρίων για το έτος 2001, με 10 εξαίρετος και 7 πολύ καλός, για το έτος 2002, με 14 εξαίρετος και 3 πολύ καλός, για το έτος 2003 με 15 εξαίρετος και 2 πολύ καλός, για τα έτη 2004 και 2005 με 17 εξαίρετος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το Γενικό Συμβούλιο της εκκαλούσας, μετά γνωμοδότηση της αρμόδιας προς τούτο συσταθείσας επιτροπής, κατά τις προαγωγικές κρίσεις του έτους 2006, με την από 30.10.2006 απόφασή του, που ανακοινώθηκε με την 24/31.10.2006 εγκύκλιο της διοικήσεως, παρέλειψε να προαγάγει τον εφεσίβλητο στο βαθμό του Εντεταλμένου Τμηματάρχη- Προϊσταμένου, ενώ προήγαγε από 30.10.2006 στον ως άνω βαθμό, μεταξύ άλλων τους αναφερόμενους από τον εφεσίβλητο και προτεινόμενους απ' αυτόν προς σύγκριση ομοιόβαθμους συναδέλφους του, Δ. Α., Α. Α., Κ. Β., Κ. Κ., Κ. Ν., Δ. Σ., Σ. Τ., Χ. Α., Χ. Α. και Χ. Π. Οι εν λόγω προαχθέντες είχαν τα παρακάτω προσόντα: 1) Η Δ. Α. προσλήφθηκε στις 21.8.1980 και προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη την 1.10.1998. Είναι κάτοχος πτυχίου ΑΣΟΕΕ, τμήμα διοίκησης επιχειρήσεων, γνωρίζει την αγγλική γλώσσα καλά και έχει παρακολουθήσει 8 επιμορφωτικά σεμινάρια. Απασχολήθηκε στη διεύθυνση εργασιών δημοσίου, στο τμήμα έντοκων γραμματίων και ομολόγων του δημοσίου, στο τμήμα σχέσεων με το δημόσιο, όπου και άσκησε καθήκοντα αναπληρώτριας προϊσταμένης υπηρεσίας από 10.6.1992 και καθήκοντα προϊσταμένης υπηρεσίας στο τμήμα θεματοφύλαξης και διαχείρισης τίτλων του δημοσίου από 30.6.2000. Βαθμολογήθηκε για τα έτη 2001 έως 2005 σε σύνολο 17 κριτηρίων με 17 εξαίρετη. Κρίθηκε από την ως άνω επιτροπή 56η με σύνολο 365 μονάδων, ενώ η ανώτατη βαθμολογία ήταν 400 μονάδες. Η εν λόγω προαχθείσα υπερέχει του εφεσίβλητου μόνο ως προς τον αριθμό των σεμιναρίων και ως προς τη βαθμολογία για τα έτη 2001 έως 2003, ενώ τα έτη 2004 και 2005 είναι ισοδύναμοι, ο δε εφεσίβλητος υπερέχει αυτής ως προς τη γενική και ειδική αρχαιότητα, ως προς τους τίτλους σπουδών, ως προς την άσκηση υπευθύνων καθηκόντων, αφού προηγήθηκε χρονικά στην άσκηση αυτών (Προϊσταμένου υπηρεσίας) και συνεπώς είναι καταφανής η υπεροχή του εφεσίβλητου έναντι της εν λόγω προαχθείσας, 2) η Α. Α., προσλήφθηκε απ την εκκαλούσα στις 14.8.1980 και προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη την 1.10.1998. Είναι κάτοχος πτυχίου ΑΣΟΕΕ, γνωρίζει την αγγλική γλώσσα μέτρια και έχει παρακολουθήσει 5 επιμορφωτικά σεμινάρια. Απασχολήθηκε στο ίδρυμα εκτύπωσης τραπεζογραμματίων και αξιών, στον τομέα διοικητικών και διαχειριστικών υπηρεσιών, στην υπηρεσία κοστολόγησης, στην υπηρεσία προμηθειών και πιστώσεων στο τμήμα προεξ. και πιστώσεων υποκαταστημάτων. ’σκησε καθήκοντα προϊσταμένης υπηρεσίας από 6.12.2002. Βαθμολογήθηκε για τα έτη 2001 έως 2005 σε σύνολο 17 κριτηρίων με 17 εξαίρετη. Κρίθηκε από την ως άνω επιτροπή 52η με σύνολο 367 μονάδων, ενώ η ανώτατη βαθμολογία ήταν 400 μονάδες. Η εν λόγω προαχθείσα υπερέχει του εφεσίβλητου μόνο ως προς τη βαθμολογία γα τα έτη 2001 έως 2003, ενώ τα έτη 2004 και 2005 είναι ισοδύναμοι, ο δε εφεσίβλητος υπερέχει αυτής ως προς τη γενική και ειδική αρχαιότητα, ως προς τους τίτλους σπουδών, ως προς την άσκηση υπεύθυνων καθηκόντων, αφού προηγήθηκε χρονικά στην άσκηση αυτών (προϊσταμένου υπηρεσίας) και συνεπώς είναι καταφανής η υπεροχή του εφεσίβλητου έναντι της εν λόγω προαχθείσας, 3) η Κ. Β., προσλήφθηκε από την εκκαλούσα στις 12.8.1980 και προήχθη στο βαθμό του τμηματάρχη την 1.10.1998. Είναι κάτοχος πτυχίου ΑΣΟΕΕ, τμήμα διοίκησης επιχειρήσεων, γνωρίζει την αγγλική γλώσσα πολύ καλά και τη γαλλική γλώσσα μέτρια και έχει παρακολουθήσει 7 επιμορφωτικά σεμινάρια. Απασχολήθηκε στη διεύθυνση εργασιών, στο τμήμα εντόκων γραμματίων και ομολόγων του δημοσίου, στη διεύθυνση συναλλαγών στο τμήμα ελέγχου Οικονομικών αναγκών σε συνάλλαγμα. ’σκησε καθήκοντα αναπληρώτριας προϊσταμένης του τμήματος διαχείρισης τίτλων από 28.1.2004. Βαθμολογήθηκε για τα έτη 2001 έως 2005 σε σύνολο 17 κριτηρίων με 17 εξαίρετη. Κρίθηκε από την ως άνω επιτροπή 70η με σύνολο 351 μονάδων, ενώ η ανώτατη βαθμολογία ήταν 400 μονάδες. Η εν λόγω προαχθείσα υπερέχει του εφεσίβλητου μόνο ως προς τη βαθμολογία για τα έτη 2001 έως 2003, ενώ τα έτη 2004 και 2005 είναι ισοδύναμοι, ο δε εφεσίβλητος υπερέχει αυτής ως προς τη γενική και ειδική αρχαιότητα, ως προς τους τίτλους σπουδών, ως προς την άσκηση υπευθύνων καθηκόντων, αφού προηγήθηκε χρονικά στην άσκηση αυτών (προϊσταμένου υπηρεσίας) και συνεπώς είναι καταφανής η υπεροχή του εφεσίβλητου έναντι της εν λόγω προαχθείσας, 4) η Κ. Κ., προσλήφθηκε από την εκκαλούσα στις 18.8.1980 και προήχθη στο βαθμό του τμηματάρχη την 1.10.1998. Είναι κάτοχος πτυχίου ΑΣΟΕΕ, του οικονομικού τμήματος, γνωρίζει την αγγλική γλώσσα καλά, είναι κάτοχος Lower, και έχει παρακολουθήσει 43 επιμορφωτικά σεμινάρια, συμμετείχε δε και σε επιτροπές. Απασχολήθηκε στη διεύθυνση γενικής επιθεώρησης τραπεζών στον τομέα εποπτείας λοιπών εμπορικών τραπεζών, στον τομέα ελέγχου και εφαρμογής νομισματικών και πιστωτικών κανόνων, στο τμήμα παρακολούθησης πιστωτικών ελέγχων υποκαταστημάτων, στο συμβούλιο έρευνας τιμών. ’σκησε καθήκοντα επιθεωρητή Α από 11.9.2000. Υπήρξε γραμματέας της Πρωτοβάθμιας επιτροπής ελέγχου παραβάσεων πιστωτικών κανόνων από 2.12.1991. Βαθμολογήθηκε για τα έτη 2001 έως 2005 σε σύνολο 17 κριτηρίων με 17 εξαίρετη. Κρίθηκε από την ως άνω επιτροπή 27η με σύνολο 379 μονάδων, ενώ η ανώτατη βαθμολογία ήταν 400 μονάδες. Η εν λόγω προαχθείσα υπερέχει του εφεσίβλητου ως προς τον αριθμό των σεμιναρίων, ως προς τη συμμετοχή σε επιτροπή, ως προς την κατοχή διπλώματος ξένης γλώσσας και ως προς τη βαθμολογία για τα έτη 2001 έως 2003, ενώ τα έτη 2004 και 2005 είναι ισοδύναμοι, ο δε εφεσίβλητος υπερέχει αυτής ως προς τη γενική και ειδική αρχαιότητα, ως προς τους τίτλους σπουδών, ως προς την άσκηση υπεύθυνων καθηκόντων, αφού προηγήθηκε χρονικά στην άσκηση αυτών και συνεπώς είναι καταφανής η υπεροχή του εφεσίβλητου έναντι της εν λόγω προαχθείσας, 5) η Κ. Ν., προσλήφθηκε από την εκκαλούσα στις 12.8.1800 και προήχθη στο βαθμό του τμηματάρχη την 1.10.1008. Είναι κάτοχος πτυχίου ΑΣΟΕΕ, τμήμα διοίκησης επιχειρήσεων, γνωρίζει τη γαλλική γλώσσα πολύ καλά και την αγγλική γλώσσα καλά, είναι κάτοχος Diploma D' Etudes Superiors, και έχει παρακολουθήσει 13 επιμορφωτικά σεμινάρια. Απασχολήθηκε στη διεύθυνση οικονομικών μελετών στον τομέα εσωτερικής οικονομίας, στο τμήμα παράγωγης και δαπάνης, όπου ανέλαβε καθήκοντα αναπληρωτρίας προϊσταμένης τμήματος από 1.8.2001 και προϊσταμένη τμήματος από 8.2.2006. Βαθμολογήθηκε για τα έτη 2001, 2002, 2004 και 2005 σε σύνολο 17 κριτήριων με 17 εξαίρετη, το δε έτος 2003 με 16 εξαίρετη και 1 πολύ καλή. Κρίθηκε από την ως άνω επιτροπή 33η με σύνολο 377 μονάδων, ενώ η ανώτατη βαθμολογία ήταν 400 μονάδες. Η εν λόγω προαχθείσα υπερέχει του εφεσίβλητου ως προς τον αριθμό των σεμιναρίων, ως προς την κατοχή διπλώματος ξένης γλώσσας και ως προς τη βαθμολογία για τα έτη 2001 έως 2003, ενώ τα έτη 2004 και 2005 είναι ισοδύναμοι, ο δε εφεσίβλητος υπερέχει αυτής ως προς τη γενική και ειδική αρχαιότητα, ως προς τους τίτλους σπουδών, ως προς την άσκηση υπεύθυνων καθηκόντων, αφού προηγήθηκε χρονικά στην άσκηση αυτών (προϊστάμενου υπηρεσίας) και συνεπώς είναι καταφανής η υπεροχή του εφεσίβλητου έναντι της εν λογά προαχθείσας, 6) η Δ. Σ., προσλήφθηκε από την εναγομένη στις 12.8.1980 και προήχθη στο βαθμό του τμηματάρχη την 1.10.1998. Είναι κάτοχος πτυχίου Νομικής Σχολής Οικονομικού Τμήματος και μέσης Τεχνικής- Τμήμα προγραμματιστών Η/Υ, γνωρίζει την αγγλική γλώσσα μέτρια και έχει παρακολουθήσει 6 επιμορφωτικά σεμινάρια. Απασχολήθηκε στη διεύθυνση διοικητικού στο τμήμα προσωπικού, στην υπηρεσία εξέλιξης προσωπικού, στη διεύθυνση εμπορικών συναλλαγών με την αλλοδαπή, στο τμήμα ειδικών λογαριασμών εξωτερικού, στη διεύθυνση ενέγγυων πιστώσεων και αξιών στο τμήμα ενέγγυων πιστώσεων δημοσίου και στην υπηρεσία βαθμολογικών και μισθολογικών μεταβολών. ’σκησε καθήκοντα αναπληρώτριας προϊσταμένης υπηρεσίας από 12.10.1992 και προϊσταμένης υπηρεσίας από 14.11.2000. Βαθμολογήθηκε για τα έτη 2001 έως 2005 σε σύνολο 17 κριτηρίων με 17 εξαίρετη. Κρίθηκε από την ως άνω επιτροπή 59η με σύνολο 385 μονάδων, ενώ η ανώτατη βαθμολογία ήταν 400 μονάδες. Η εν λόγω προαχθείσα υπερέχει του εφεσίβλητου μόνο ως προς τη βαθμολογία για τα έτη 2001 έως 2003, ενώ τα έτη 2004 και 2005 είναι ισοδύναμοι, είναι επίσης ισοδύναμοι ως προς τα σεμινάρια, ο δε εφεσίβλητος υπερέχει αυτής ως προς τη γενική και ειδική αρχαιότητα, ως προς τους τίτλους σπουδών, ως προς την άσκηση υπευθύνων καθηκόντων, αφού προηγήθηκε χρονικά στην άσκηση αυτών (προϊστάμενου υπηρεσίας) και συνεπώς είναι καταφανής η υπεροχή του εφεσίβλητου έναντι της εν λόγω προαχθείσας, 7) Ο Σ. Τ., προσλήφθηκε από την εκκαλούσα στις 12.8.1980 και προήχθη στο βαθμό του τμηματάρχη την 1.10.1998. Είναι κάτοχος πτυχίου ΑΣΟΕΕ, τμήμα διοίκησης επιχειρήσεων, γνωρίζει την αγγλική γλώσσα πολύ καλά, έχει παρακολουθήσει 20 επιμορφωτικά σεμινάρια και συμμετείχε σε ομάδες εργασίας. Απασχολήθηκε στη διεύθυνση στρατηγικού σχεδιασμού και οργάνωσης στο τμήμα οργάνωσης, στη διεύθυνση πληροφορικής στον Τομέα οργάνωσης και προγραμματισμού του τμήματος οργάνωσης, στη διεύθυνση πιστώσεων του τμήματος πιστώσεων και αναπροεξ. χαρτοφυλακίου τραπεζών, στη διεύθυνση στρατηγικού σχεδιασμού στο τμήμα υποστήριξης διαδικασιών και τεκμηρίωσης. ’σκησε καθήκοντα αναπληρωτή προϊστάμενου του τμήματος οργάνωσης από 11.7.2000 και καθήκοντα προϊστάμενου του τμήματος υποστήριξης διαδικασιών και τεκμηρίωσης, από 15.11.2004. Βαθμολογήθηκε για τα έτη 2001 έως 2005 σε σύνολο 17 κριτηρίων με 17 εξαίρετος. Κρίθηκε από την ως άνω επιτροπή 7ος με σύνολο 388 μονάδων, ενώ η ανώτατη βαθμολογία ήταν 400 μονάδες. Ο εν λόγω προαχθείς υπερέχει το εφεσίβλητου, ως προς τον αριθμό των σεμιναρίων, τη συμμέτοχη σε ομάδες εργασίας και ως προς τη βαθμολογία για τα έτη 2001 έως 2003, ενώ τα έτη 2004 και 2005 είναι ισοδύναμοι, ο δε εφεσίβλητος υπερέχει αυτού ως προς τη γενική και ειδική αρχαιότητα, ως προς τους τίτλους σπουδών, ως προς την άσκηση υπευθύνων καθηκόντων, αφού προηγήθηκε χρονικά στην άσκηση αυτών (προϊστάμενου υπηρεσίας) και συνεπώς είναι καταφανής η υπεροχή του εφεσίβλητου έναντι του εν λόγω προαχθέντος, 8) ο Χ. Α., προσλήφθηκε από την εκκαλούσα στις 25.7.1977 και προήχθη στο βαθμό του τμηματάρχη τη 1.4.2000. Είναι κάτοχος απολυτηρίου Λυκείου και κάτοχος διπλώματος μέσης σχολής προγραμματισμού, γνωρίζει την αγγλική γλώσσα καλά και έχει παρακολουθήσει 3 επιμορφωτικό σεμινάρια, συμμετείχε δε και σε ομάδα εργασίας. Απασχολήθηκε στη διεύθυνση πληροφορικής και οργάνωσης στον τομέα ανάπτυξης πληροφοριακών συστημάτων στο τμήμα διοικητικών εφαρμογών, στον τομέα ανάπτυξης και υποστήριξης μηχανογραφικών συστημάτων, στο τμήμα μηχανογραφικών επεξεργασιών, στο τμήμα διαλογής και καταμέτρησης. ’σκησε καθήκοντα αναπληρωτή προϊστάμενου Τμήματος από 10.7.2000. Βαθμολογήθηκε για τα έτη 2001 έως 2005 σε σύνολο 17 κριτηρίων με 17 εξαίρετος. Κρίθηκε από την ως άνω επιτροπή 73ος με σύνολο 347 μονάδων, ενώ η ανώτατη βαθμολογία ήταν 400 μονάδες. Ο εν λόγω προαχθείς υπερέχει του εφεσίβλητου μόνο ως προς τη βαθμολογία για τα έτη 2001 έως 2003, ενώ τα έτη 2004 και 2005 είναι ισοδύναμοι, ο δε εφεσίβλητος υπερέχει αυτού, ως προς τη γενική και ειδική αρχαιότητα, ως προς τους τίτλους σπουδών, ως προς τα σεμινάρια και ως προς την άσκηση υπευθύνων καθηκόντων, αφού προηγήθηκε χρονικά στην άσκηση αυτών (προϊσταμένου υπηρεσίας) και συνεπώς είναι καταφανής η υπεροχή του εφεσίβλητου έναντι του εν λόγω προαχθέντος, 9) ο Χ. Α., προσλήφθηκε από την εκκαλούσα στις 25.7.1977 και προήχθη στο βαθμό του τμηματάρχη την 1.10.1998. Είναι κάτοχος πτυχίου ΑΣΟΕΕ, τμήμα διοίκησης επιχειρήσεων, γνωρίζει την αγγλική γλώσσα πολύ καλά, είναι κάτοχος διπλώματος Ρroficiency in English - Michigan University, έχει παρακολουθήσει 10 επιμορφωτικά σεμινάρια και συμμετείχε σε ομάδες εργασίας, και ως εισηγητής σε 2 σεμινάρια. Απασχολήθηκε στη διεύθυνση νομισματικής πολιτικής και τραπεζικών εργασιών στο τμήμα διαχείρισης συστήματος μεγάλων πληρωμών, στη διεύθυνση γενικής επιθεώρησης τραπεζών στον τομέα συναλλαγματικών ελέγχων επιχειρήσεων, στη διεύθυνση έλεγχου εφαρμογής συναλλαγματικών κανόνων, στη διεύθυνση γενικού λογιστηρίου στο τμήμα οικονομικών υπηρεσιών, στη διεύθυνση εμπορικών συναλλαγών στην αλλοδαπή στο τμήμα ελέγχου εξαγωγών, στη διεύθυνση ταμείων στο τμήμα διαλογής και καταμέτρησης, στη διεύθυνση συστημάτων πληρωμών στο τμήμα διαχείρισης συστημάτων πληρωμών. ’σκησε καθήκοντα προϊστάμενου τμήματος από 6.2.2004. Βαθμολογήθηκε για τα έτη 2003 έως 2005 σε σύνολο 17 κριτήριων με 17 εξαίρετος, ενώ για τα έτη 2001 και 2002 με 16 εξαίρετος και 1 πολύ καλός. Κρίθηκε από την ως άνω επιτροπή 31ος με σύνολο 377 μονάδων, ενώ η ανωτάτη βαθμολογία ήταν 400 μονάδες. Ο εν λόγω προαχθείς υπερέχει του εφεσίβλητου ως προς τον αριθμό των σεμιναρίων, ως προς τις εισηγήσεις, ως προς τη συμμετοχή σε ομάδες εργασίας, ως προς τη κατοχή διπλώματος ξένης γλώσσας και ως προς τη βαθμολογία για τα έτη 2001 έως 2003, ενώ τα έτη 2004 και 2005 είναι ισοδύναμοι, ο δε εφεσίβλητος υπερέχει αυτού ως προς τη γενική και ειδική αρχαιότητα, ως προς τους τίτλους σπουδών ‚ ως προς την άσκηση υπευθύνων καθηκόντων, αφού προηγήθηκε χρονικά στην άσκηση αυτών (προϊστάμενου υπηρεσίας) και συνεπώς είναι καταφανής η υπεροχή του εφεσίβλητου έναντι του εν λόγω προαχθέντος και 10) ο Χ. Π., προσλήφθηκε από την εκκαλούσα στις 27.11.1984 και προήχθη στο βαθμό του τμηματάρχη την 1.1.1999. Είναι κάτοχος πτυχίου Business Management και μεταπτυχιακού Sociology - Research University of Detroit 1979, γνωρίζει την αγγλική γλωσσά πολύ καλά, είναι κάτοχος Proficiency Michigan και έχει παρακολουθήσει 7 επιμορφωτικά σεμινάρια. Απασχολήθηκε στο υποκατάστημα Θεσσαλονίκης στην υπηρεσία έλεγχου διαχειρίσεων, στο τμήμα ταμιακών συναλλαγών, στην υπηρεσία αποθεματικού και χρηματαποστολών, στο τμήμα διαλογής και καταμέτρησης. ’σκησε καθήκοντα προϊσταμένου υπηρεσίας χρηματαποστολών και εφοδιασμού από 14.8.2001. Βαθμολογήθηκε γα τα έτη 2004 έως 2005 σε σύνολο 17 κριτηρίων με 17 εξαίρετος, ενώ για τα έτη 2002 και 2003, με 16 εξαίρετος και 1 πολύ καλός. Κρίθηκε από την ως άνω επιτροπή 63ος με σύνολο 359 μα νωδών, ενώ η ανωτάτη βαθμολογία ήταν 400 μονάδες. Ο εν λόγω προαχθείς υπερέχει του εφεσίβλητου, ως προς την κατοχή διπλώματος ξένης γλώσσας και ως προς τη βαθμολογία για τα έτη 2002 και 2003, ενώ τα έτη 2004 και 2005 είναι ισοδύναμοι, όπως ισοδύναμοι είναι και ως προς τους τίτλους σπουδών, ο δε εφεσίβλητος υπερέχει αυτού ως προς τη γενική και ειδική αρχαιότητα και ως προς την άσκηση υπεύθυνων καθηκόντων, αφού προηγήθηκε χρονικά στην άσκηση αυτών (προϊσταμένου υπηρεσίας) και συνεπώς είναι καταφανής η υπεροχή του εφεσίβλητου έναντι του εν λόγω προαχθέντος. Από τη συγκριτική αντιπαράθεση των προαναφερόμενων (τυπικών και ουσιαστικών) προσόντων του εφεσίβλητου και εκείνων των ως άνω προαχθέντων συναδέλφων του, προκύπτει ότι ο εφεσίβλητος υστερεί όλων ως προς τη βαθμολογία των ετών 2001 έως 2003, υστερεί, ορισμένων εξ αυτών (1ης , 3ης, 4ης, 7ου, 9ου και 10ου) ως προς τον αριθμό σεμιναρίων, ορισμένων εξ αυτών (6ης, 7ου, 8ου και 9ης), ως προς τη συμμετοχή σε ομάδες εργασίας, που δεν είναι αποφασιστικά κριτήρια, και ορισμένων εξ αυτών (4ης, 5ης, 9ου και 10ου) ως προς την κατοχή διπλώματος ξένης γλώσσας, που δεν είναι αποφασιστικό κριτήριο, είναι ισοδύναμος με όλους ως προς τη βαθμολογία των ετών 2004 και 2005, υπερτερεί όλων (πλην του τελευταίου, που είναι ισοδύναμοι) ως προς τους τίτλους σπουδών, καθώς και ως προς όλα τα ουσιώδη κριτήρια, που είναι η γενική και ειδική αρχαιότητα, αφού κατέχει το βαθμό του τμηματάρχη με διαφορά με τους συγκρινόμενους από 7 έως 9 έτη, και η άσκηση υπευθύνων καθηκόντων, αφού προηγήθηκε χρονικά στην άσκηση τέτοιων καθηκόντων, όλων των ανωτέρω συγκρινόμενων, με διαφορά από 6 έως 12 έτη. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι υπήρχε καταφανής υπεροχή του αναιρεσίβλητου ως προς τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, έναντι των προαναφερθέντων συναδέλφων του και ότι η παράλειψή του, κατά τις προαγωγικές κρίσεις του έτους 2006, και η αντ' αυτού προαγωγή εκείνων στο βαθμό του εντεταλ΅ένου τ΅η΅ατάρχη - προϊστα΅ένου είναι κατάφωρα άδικη. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 201 και 207 παρ. 1 ΑΚ, διέλαβε δε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα της εφαρμογής των διατάξεων αυτών. Ειδικότερα, οι παραδοχές της αποφάσεως ότι με βάση τη σύγκριση των ουσιαστικών και τυπικών προσόντων του αναιρεσίβλητου και των αναφερομένων συναδέλφων του, ο πρώτος υπερείχε καταφανώς εκείνων και ως εκ τούτου η παράλειψή του να προαχθεί στον ανώτερο βαθμό κατά τις προαγωγικές κρίσεις του έτους 2006 ήταν κατάφωρα άδικη, στηρίζει με επάρκεια το αποδεικτικό πόρισμα ότι η πλήρωση της αιρέσεως υπό την οποία τελούσε η προαγωγή του, σύμφωνα με τα ανωτέρω, παρακωλύθηκε εναντίον της καλής πίστεως από την αναιρεσείουσα, με συνέπεια να επέλθει πλασματική πλήρωση αυτής (αιρέσεως). Επομένως, οι περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19, πρώτος και δεύτερος, αντιστοίχως, λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι.

Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 346 του ΑΚ συνάγεται ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών περιστατικών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση και έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη, χωρίς όμως να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και αξιολόγηση καθενός από αυτά, ούτε να καθορίζεται η βαρύτητα που αποδόθηκε σε καθένα από αυτά, ή η σχέση και επιρροή του στα αποδεικτέα θέματα. Βέβαια, δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία από το περιεχόμενο της απόφασης ότι δια της συνήθως γενικής αναγραφής του είδους των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει τον από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' του Κ.Πολ.Δ λόγο αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του "τον επίσημο πίνακα αξιολόγησης των υποψηφίων" που συντάχθηκε από την Επιτροπή Προαγωγών αυτής, από τον οποίο προέκυπτε η κατάταξη των υποψηφίων κατά σειρά βαθμολογήσεως και αξιολογήσεως αυτών. Από τη βεβαίωση όμως που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το Eφετείο έλαβε υπόψη και το ως άνω έγγραφο, το οποίο μάλιστα μνημόνευσε και χαρακτήρισε ως "προϊόν υποκειμενικής κρίσεως της Επιτροπής αυτής", συνεκτίμησε αυτό με τις λοιπές αποδείξεις και κατέληξε στην παραδοχή ότι ο αναιρεσίβλητος υπερείχε καταφανώς των συναδέλφων του και εντεύθεν η παράλειψη προαγωγής του στον ανώτερο βαθμό ήταν κατάφωρα άδικη. Κατά συνέπεια ο εκ του άρθρου 559 αριθμ. 11γ' ΚΠολΔ περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με συμβατική ισχύ, η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τις διατάξεις των άρθρων 201 και 207 ΑΚ. Στις περιπτώσεις δηλαδή αυτές η προαγωγή τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της συνδρομής των προς προαγωγή όρων και δη της συνδρομής στο πρόσωπο του εργαζομένου των συμβατικώς προβλεπόμενων στον κανονισμό ή οργανισμό προϋποθέσεων και προσόντων προς προαγωγή. Αν επομένως ο εργοδότης ή τα όργανά του που ορίζονται στον κανονισμό ή οργανισμό, παρέλειψαν, αντίθετα προς την καλή πίστη, να προαγάγουν ορισμένο εργαζόμενο, μολονότι αυτός συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις και τα αναγκαία τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, η αίρεση λογίζεται ότι έχει πληρωθεί. Περαιτέρω, αν η παράλειψη της προαγωγής - πλήρωσης της αίρεσης έχει συντελεσθεί υπό συνθήκες που συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του υπαλλήλου, τότε κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 Α.Κ. ο εργοδότης έχει υποχρέωση να του καταβάλει χρηματικό ποσό, καθοριζόμενο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, μέσα στα όρια του σχετικού αιτήματος, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που του προκάλεσε αυτή η προσβολή της προσωπικότητάς του. Στην προκείμενη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση γιατί δέχθηκε, ότι η παράλειψη προαγωγής του αναιρεσίβλητου γεννά υποχρέωση της αναιρεσείουσας Τράπεζας για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του εξ αιτίας τής μη προαγωγής του. Σχετικά με το θέμα αυτό το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση, αποδεδείχθηκε ότι η παράλειψη της προαγωγής του εφεσίβλητου (αναιρεσίβλητου) και εντεύθεν, η μη πλήρωση της ως άνω αιρέσεως συντελέσθηκε υπό συνθήκες, που συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας αυτού. Ειδικότερα από τη παράλειψη της προαγωγής του εφεσίβλητου, μειώθηκε η επαγγελματική του αξία και υπόληψη καθώς και η ηθική του προσωπικότητα στον κύκλο της εργασίας του και στον κοινωνικό του περίγυρο και γι' αυτό πρέπει, αφού ληφθεί υπόψη το είδος της προσβολής του εφεσίβλητου, η διάρκεια της, ο βαθμός υπαιτιότητας της εκκαλούσας και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, να του επιδικαστεί το ποσό τω 2.000 ευρώ για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη....". Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 57,59,299 και 932 ΑΚ, καθόσον με την παραδοχή, ότι η μη πλήρωση της ως άνω αιρέσεως συντελέσθηκε υπό συνθήκες, που συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του αναιρεσίβλητου, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άνω διατάξεων, στις οποίες στηρίζεται η αξίωσή του για επιδίκαση χρηματικού ποσού για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Επομένως, είναι αβάσιμος ο σχετικός από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τέταρτος και τελευταίος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 20-2-2012 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε." για αναίρεση της 2747/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 31 Οκτωβρίου 2013.

Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Ιανουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

       Εκτύπωση σελίδας
Πίσω Αρχή Aρχική σελίδα


ΓΡΑΦΕΙΑ: ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 1, ΜΑΡΟΥΣΙ, Τ.Κ. 151 22. ΤΗΛ. 210 3217721, 210 3310096, 210 3240557, FAX: 210 3216671