ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
"ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ & ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ"

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑΤΟΣ "ΝΟΜΟΙ - NOMOI Π.Δ."
Πίσω Aρχική σελίδα

 ΘΕΜΑ:  
ΝΟΜΟΣ 4021/2011 (ΦΕΚ Α΄ 218/03.10.2011)

Ενισχυμένα μέτρα εποπτείας και εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων – Ρύθμιση θεμάτων χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα – Κύρωση της Σύμβασης - Πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και των τροποποιήσεών της και άλλες διατάξεις.

Πρωτότυπο έγγραφο

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ

Αρ. Φύλλου 218

3 Οκτωβρίου 2011

__________________________________________________

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4021

Ενισχυμένα μέτρα εποπτείας και εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων – Ρύθμιση θεμάτων χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα – Κύρωση της Σύμβασης - Πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και των τροποποιήσεών της και άλλες διατάξεις

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΑ ΜΕΤΡΑ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ

ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ

Άρθρο 1

Το άρθρ. 62 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ Α΄ 178) αντικαθίσταται ως εξής:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄

ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ ΕΠΟΠΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ – ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ –ΜΕΤΡΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ – ΚΥΡΩΣΕΙΣ –ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ

Άρθρο 62

Προληπτικά εποπτικά μέτρα

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν συμμορφώνονται ή για τα οποία υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις μη συμμόρφωσής τους προς τις απαιτήσεις του νόμου και των σχετικών αποφάσεών της να προβαίνουν έγκαιρα στις απαραίτητες ενέργειες ή να λαμβάνουν τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα προκειμένου να αντιμετωπιστούν τυχόν ελλείψεις ή αδυναμίες.

2. Για το σκοπό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει από αυτή, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και τα ακόλουθα:

α) Την τήρηση ιδίων κεφαλαίων καθ’ υπέρβαση του ελαχίστου ύψους που ορίζεται με τις εκάστοτε γενικής εφαρμογής σχετικές αποφάσεις της περί κεφαλαιακής επάρκειας.

β) Τη βελτίωση των στρατηγικών, πολιτικών, συστημάτων και διαδικασιών που εφαρμόζονται με βάση τα άρθρα 26 και 28.

γ) Την εφαρμογή μιας ειδικής, από απόψεως κεφαλαιακής επάρκειας, πολιτικής προβλέψεων ή διαχείρισης των στοιχείων του ενεργητικού.

δ) Τον περιορισμό ή την τήρηση ορίων ως προς το είδος και την έκταση των δραστηριοτήτων τους ή το δίκτυό τους ή την εκποίηση στοιχείων του ενεργητικού τους.

ε) Τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματά τους.

στ) Την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων μέσω των καθαρών κερδών και ειδικότερα τη μη διανομή ή τον περιορισμό της διανομής κερδών και τη μεταφορά τους σε ειδικό αποθεματικό ή το σχηματισμό προβλέψεων.

ζ) Την εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος προηγούμενη έγκριση συναλλαγών που κατά την κρίση της είναι δυνατόν να αποβούν σε βάρος της φερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος. Η δυνατότητα αυτή ασκείται για περιορισμένο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

η) Τον περιορισμό των μεταβλητών αποδοχών ως ποσοστό του συνόλου των καθαρών εσόδων σε περιπτώσεις όπου το ύψος των ως άνω αποδοχών δεν συμβάλλει στη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης.

θ) Την εκπόνηση σχεδίου ανάκαμψης.

ι) Την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 62Α.

3. Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει ειδικές κεφαλαιακές απαιτήσεις, καθ’ υπέρβαση του ελαχίστου ορίου που καθορίζεται με τις, γενικής ισχύος περί κεφαλαιακής επάρκειας αποφάσεις της, κατά τις διατάξεις του άρθρου 27 του παρόντος νόμου, στα πιστωτικά ιδρύματα που δεν πληρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εφαρμογή των άρθρων 26 και 28 και των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος περί μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων ή στα πιστωτικά ιδρύματα για τα οποία κατέληξε σε αρνητικές διαπιστώσεις στο πλαίσιο της αξιολόγησης που διενήργησε με βάση τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 25, εφόσον κρίνει σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ότι η εφαρμογή άλλων μέτρων δεν θα αποφέρει ικανοποιητικά αποτελέσματα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

4. Για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων, στο πλαίσιο της εξέτασης και της εποπτικής αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με το εδάφιο α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 25, η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογεί κατά πόσον, για την κάλυψη των κινδύνων τους οποίους ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβει, απαιτείται η τήρηση ιδίων κεφαλαίων υψηλότερων του ελάχιστου ύψους, που ορίζεται με τις εκάστοτε γενικής ισχύος αποφάσεις περί κεφαλαιακής επάρκειας. Για την αξιολόγηση αυτή λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:

α) Τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία των στρατηγικών και διαδικασιών αξιολόγησης και διατήρησης κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων όπως ορίζονται στο άρθρο 28.

β) Οι εσωτερικές ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί του πιστωτικού ιδρύματος όπως ορίζονται στο άρθρ. 26.

γ) Το αποτέλεσμα της εξέτασης και της εποπτικής αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 25.

5. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα τη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων και στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Όταν η οικονομική αξία των στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος, που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, μειωθεί κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 20% των ιδίων κεφαλαίων του, λόγω αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, η οποία υπερβαίνει το μέγεθος που έχει καθοριστεί για το σκοπό αυτόν με τις γενικής ισχύος αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.

β) Όταν οι εντός ομίλου συναλλαγές που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 38 θέτουν σε κίνδυνο τη χρηματοοικονομική κατάσταση πιστωτικού ιδρύματος.

6. Προκειμένου να αποτραπούν η άσκηση επιρροής ή καταστάσεις προερχόμενες από οποιοδήποτε από τα φυσικά πρόσωπα, μετόχους, που αναφέρονται στο άρθρο 24, ή από τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τον καθορισμό του προσανατολισμού της δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος κατά την περίπτωση (i) του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 10 του άρθρου 5, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων ή να δημιουργήσουν δυσχέρειες στην άσκηση εποπτείας ή να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί στα οικεία πρόσωπα τις ειδικότερες ενέργειες ή παραλείψεις τους ή τις παράλληλες δραστηριότητές τους σε άλλους τομείς που κατά την κρίση της είναι δυνατόν να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος και αφού ακούσει τις απόψεις τους, υποδεικνύει τη λήψη των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων εντός ορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 64.

7. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται με απόφασή της να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα, να καταρτίζουν και να της υποβάλουν σχέδιο ανάκαμψης, καθώς και να καταρτίζει η ίδια σχέδιο εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων.

α) Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να απαιτεί από πιστωτικό ίδρυμα:

αα) την παροχή πρόσθετων πληροφοριών ή στοιχείων που κρίνονται απαραίτητα για την αξιολόγηση του υποβληθέντος σχεδίου ανάκαμψης και την προετοιμασία από την ίδια του σχεδίου εξυγίανσης,

ββ) τη συμπλήρωση του σχεδίου ανάκαμψης με σχέδιο διαπραγμάτευσης με το σύνολο ή μέρος των πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος για την αναδιάρθρωση του χρέους του,

γγ) την τροποποίηση του σχεδίου ανάκαμψης ούτως ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή του και

δδ) την εφαρμογή των ως άνω σχεδίων ή μέρους αυτών.

Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ζητήσει σχέδιο ανάκαμψης από τα πιστωτικά ιδρύματα και να καταρτίζει σχέδιο εξυγίανσης και σε ενοποιημένη βάση.

β) Ανεξάρτητα από την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης και την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να διορίσει στο πιστωτικό ίδρυμα επίτροπο κατά το άρθρο 63 ή να λάβει μέτρα εξυγίανσης κατά τα άρθρα 63Γ-Ε.

γ) Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδεται εντός δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου καθορίζεται το περιεχόμενο των σχεδίων ανάκαμψης, ο χρόνος και τρόπος υποβολής τους σε αυτήν και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.

8. Ειδικότερα θέματα και τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.»

Άρθρο 2

Μετά το άρθρο 62 προστίθεται άρθρο 62A ως εξής:

«Άρθρο 62Α

Αύξηση μετοχικού κεφαλαίου

1. Για το σκοπό των παρ. 1, 3 και 5 του άρθρου 62, η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της μπορεί να ζητήσει από πιστωτικό ίδρυμα να αυξήσει το κεφάλαιό του εντός προθεσμίας και κατά τους ειδικότερους όρους που ορίζονται στην ίδια απόφαση. Η απόφαση προσδιορίζει το ελάχιστο ποσό της απαιτούμενης αύξησης κεφαλαίου, προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να διαθέτει ίδια κεφάλαια ανταποκρινόμενα στις κεφαλαιακές απαιτήσεις του άρθρου 27. Με την ίδια απόφαση είναι δυνατόν να προβλέπεται ότι οι μετοχές που εκδίδονται για την αύξηση του κεφαλαίου είναι προνομιούχες, να προσδιορίζεται το προνόμιο και να καθορίζονται οι όροι και διαδικασίες που υποχρεούνται να ακολουθήσουν το πιστωτικό ίδρυμα και οι μέτοχοί του για την πραγματοποίηση της αύξησης εντός της τασσόμενης προθεσμίας. Επίσης μπορεί να απαιτείται, εάν αυτό είναι αναγκαίο για την επιτυχία της αύξησης, ταυτόχρονη με την αύξηση ονομαστική μείωση του κεφαλαίου.

2. Εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της αποφάσεως της παραγράφου 1, το πιστωτικό ίδρυμα ανακοινώνει στην Τράπεζα της Ελλάδος τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει προς συμμόρφωση με την απόφαση αυτή, όπως και το σχετικό χρονοδιάγραμμα. Εάν το διοικητικό συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος δεν συγκαλέσει τη γενική συνέλευση, όπως απαιτεί η απόφαση της παραγράφου 1, ή δεν αποφασίσει αύξηση κεφαλαίου αν και είχε εξουσιοδοτηθεί προς τούτο, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει σε κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου, που δεν ενήργησε τα δέοντα για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης ή την αύξηση του κεφαλαίου, πρόστιμο από εκατό χιλιάδες έως τριακόσιες χιλιάδες (100.000 – 300.000) ευρώ.

3. Εάν η αύξηση του κεφαλαίου στην περίπτωση της παραγράφου 1 αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση, εφαρμόζονται οι απαιτήσεις απαρτίας και πλειοψηφίας των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 29 και της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 2190/1920. Ως προς τον τυχόν αποκλεισμό ή περιορισμό του δικαιώματος προτίμησης ή την τυχόν μείωση του κεφαλαίου εφαρμόζονται οι απαιτήσεις απαρτίας και πλειοψηφίας των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 29 και της παρ. 2 του άρθρου 31 του ν. 2190/1920. Τυχόν αυστηρότερες καταστατικές διατάξεις δεν ισχύουν. Η προθεσμία για τη σύγκλιση της γενικής συνέλευσης και των επαναληπτικών γενικών συνελεύσεων, καθώς και για την υποβολή εγγράφων στις εποπτικές αρχές, συντέμνεται στο ήμισυ των προθεσμιών που προβλέπονται στο ν. 2190/1920.

4. Η απόφαση της γενικής συνέλευσης του πιστωτικού ιδρύματος που λαμβάνεται κατόπιν της αποφάσεως της παραγράφου 1 δεν ανακαλείται.

Το διοικητικό συμβούλιο συγκαλεί τη γενική συνέλευση του πιστωτικού ιδρύματος, η οποία συνέρχεται εντός μηνός από την ως άνω απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, προκειμένου αυτή να εξουσιοδοτήσει, με εφαρμογή των απαιτήσεων απαρτίας και πλειοψηφίας των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 29 και της παρ. 2 του άρθρου 31 του ν. 2190/1920, το διοικητικό συμβούλιο προς αύξηση κεφαλαίου σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 2190/1920, καθώς και προς αποκλεισμό του δικαιώματος προτίμησης της παρ. 7 του άρθρου 13 του ν. 2190/1920, για την περίπτωση που θα ζητηθεί αύξηση κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 63Γ. Η εξουσιοδότηση αυτή ανανεώνεται πριν από την εκάστοτε λήξη της. Η προβλεπόμενη στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρου 13 του ν. 2190/1920 έκθεση συντάσσεται και υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας της παρ. 2 του άρθρου 26 του ν. 2190/1920 πριν από τη διάθεση των νέων μετοχών με χρήση της εξουσιοδότησης. Εάν διοικητικό συμβούλιο πιστωτικού ιδρύματος δεν συγκαλέσει τη γενική συνέλευση των μετόχων, όπως απαιτεί η παρούσα παράγραφος, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει σε κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου, που δεν ενήργησε τα δέοντα για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης, πρόστιμο από εκατό χιλιάδες έως τριακόσιες χιλιάδες (100.000 – 300.000) ευρώ.»

Άρθρο 3

Το άρθρο 63 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

« Άρθρο 63

Διορισμός επιτρόπου

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να διορίσει στο πιστωτικό ίδρυμα επίτροπο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Όταν συντρέχει μία εκ των περιπτώσεων υπό στοιχεία (iv) και (v) της παραγράφου 1α του άρθρου 8.

β) Όταν το πιστωτικό ίδρυμα προβαίνει σε σοβαρές ή κατ’ εξακολούθηση παραβάσεις διατάξεων νόμων ή αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος ή όταν η επιχειρηματική του πορεία δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες για τη χρηστή και συνετή διαχείρηση των εταιρικών υποθέσεων από τη διοίκησή του, με συνέπεια να τίθενται σε κίνδυνο η φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος, τα συμφέροντα των καταθετών του ή εν γένει η διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και η προστασία της εμπιστοσύνης του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

γ) Όταν διαφαίνεται ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια ή ότι δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ιδίως να διασφαλίσει τα επιστρεπτέα κεφάλαια που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες και οι λοιποί πιστωτές του.

δ) Όταν το πιστωτικό ίδρυμα υποβάλλει σχετικό αίτημα.

2. Η Τράπεζα της Ελλάδος διορίζει στο πιστωτικό ίδρυμα επίτροπο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει λάβει τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 62 ή δεν έχει εφαρμόσει το σχέδιο ανάκαμψης ή το σχέδιο εξυγίανσης, παρότι αυτό του ζητήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 62.

β) Όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τις παραγράφους 1 ή 5 του άρθρου 62Α.

γ) Όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της παραγράφου 1 του άρθρου 63Δ ή με την απόφαση της παραγράφου 1 του άρθρου 63Ε.

3. Ο επίτροπος αξιολογεί την εν γένει οικονομική, διοικητική και οργανωτική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του, με σκοπό είτε την ανάκαμψη του πιστωτικού ιδρύματος είτε την προετοιμασία εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης των άρθρων 63Γ-Ε ή θέσης του πιστωτικού ιδρύματος υπό ειδική εκκαθάριση κατά το άρθρο 68.

4. Ο επίτροπος επιλέγεται μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε τραπεζικά θέματα, είναι πλήρους απασχόλησης και υπόκειται στους κανόνες περί απορρήτου της παρ. 1 του άρθρου 60.

5. Η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για το διορισμό επιτρόπου κοινοποιείται αμελλητί στο πιστωτικό ίδρυμα και ισχύει από τη λήψη της ως άνω κοινοποίησης.

Κοινοποιείται επίσης στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ), τις εποπτικές αρχές άλλων κρατών - μελών και στην Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή. Η απόφαση για το διορισμό επιτρόπου δεν ενεργοποιεί τη διαδικασία αποζημιώσεων καταθετών και επενδυτών–πελατών του ν. 3746/2009 (Α΄ 27) και του ν. 2533/1997 (Α΄ 228).

6. Από την κοινοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα του διορισμού του επιτρόπου, κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος είναι ανίσχυρη εάν δεν συνέπραξε και ο επίτροπος. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος, κατόπιν σχετικής εισήγησης του επιτρόπου ή και από άλλα στοιχεία και πληροφορίες που διαθέτει, κρίνει ότι οι εργασίες του πιστωτικού ιδρύματος δεν δύνανται να εξακολουθήσουν υπό την παρούσα διοίκηση, αποφασίζει την ανάθεση της διοίκησής του στον Επίτροπο. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου δύναται να ληφθεί παράλληλα με το διορισμό του επιτρόπου.

7. Με την απόφαση διορισμού επιτρόπου δύναται να καθορίζονται θέματα για τα οποία απαιτείται απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ή σχετική εκ μέρους της έγκριση. Επιπλέον, με την ως άνω απόφαση δύναται να απαιτείται από τον επίτροπο η λήψη συγκεκριμένων μέτρων ή η αποφυγή συγκεκριμένων ενεργειών προς ικανοποίηση του σκοπού της παραγράφου 3. Ο διορισμός επιτρόπου δεν συνεπάγεται την ακύρωση, καταγγελία ή τροποποίηση συμφωνιών, το ληξιπρόθεσμο οποιουδήποτε χρέους του πιστωτικού ιδρύματος ή την αναστολή των ατομικών διώξεων κατά αυτού.

8. Ο επίτροπος υποχρεούται να υποβάλει στην Τράπεζα της Ελλάδος τις ακόλουθες εκθέσεις:

α) Το συντομότερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της απόφασης διορισμού του, έκθεση απογραφής των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού του πιστωτικού ιδρύματος. Η ως άνω έκθεση κατατάσσει τα στοιχεία του ενεργητικού του πιστωτικού ιδρύματος σε κατηγορίες κινδύνου και ταξινομεί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

β) Το συντομότερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί άλλος χρόνος με την Τράπεζα της Ελλάδος, εντός εξήντα (60) ημερών από την έκδοση της απόφασης διορισμού του, έκθεση για:

αα) την εν γένει οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές του πιστωτικού ιδρύματος, που περιλαμβάνει έναν αναθεωρημένο ισολογισμό και μια προκαταρκτική εκτίμηση της καταλληλότητας των μέτρων εξυγίανσης του άρθρου 63Β και των ενδεχόμενων επιπτώσεων της θέσης των μετόχων και πιστωτών σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης,

ββ) το προτεινόμενο σχέδιο δράσης που μπορεί να περιλαμβάνει προτάσεις:

i) για την επιστροφή του πιστωτικού ιδρύματος σε ομαλή λειτουργία μέσω διορθωτικών μέτρων, καθώς και για την πολιτική διανομής μερισμάτων,

ii) για τη λήψη τυχόν άλλων μέτρων προκειμένου να διασφαλισθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα και να προστατευθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων εξυγίανσης κατά το άρθρο 63Β και

iii) για την προετοιμασία θέσης του πιστωτικού ιδρύματος υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης σε περίπτωση που δεν κρίνεται εφικτή η ανάκαμψη ή εξυγίανσή του.

Ο επίτροπος υποχρεούται να παρέχει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ή να υποβάλει οποιαδήποτε πρόσθετη έκθεση του ζητηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ο επίτροπος επιβλέπει την εφαρμογή ή εφαρμόζει ο ίδιος το σχέδιο δράσης.

9. Στις περιπτώσεις εφαρμογής του παρόντος άρθρου, είναι δυνατή η σφράγιση γραφείων και εγκαταστάσεων του πιστωτικού ιδρύματος από όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος με τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής κατά τους όρους του νόμου. Η διοίκηση και οι εργαζόμενοι του πιστωτικού ιδρύματος υποχρεούνται να παρέχουν στον επίτροπο οποιοδήποτε στοιχείο ή πληροφορία τους ζητηθεί σχετικά με το πιστωτικό ίδρυμα και να διευκολύνουν την άσκηση των κατά το νόμο και την απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθηκόντων του επιτρόπου.

10. Ο επίτροπος, είτε αναλαμβάνει είτε συμπράττει απλώς στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος, δύναται:

α) να προσλαμβάνει εξωτερικούς νομικούς ή οικονομικούς συμβούλους, καθώς και λοιπό βοηθητικό προσωπικό και

β) να ασκεί στο όνομα του πιστωτικού ιδρύματος κάθε ένδικο βοήθημα ή μέσο για την προάσπιση των συμφερόντων του, συμπεριλαμβανομένων αγωγών αποζημίωσης κατά προσώπων της διοίκησης ή του προσωπικού, εφόσον με πράξεις ή παραλείψεις τους ζημίωσαν το πιστωτικό ίδρυμα. Τα σχετικά έξοδα βαρύνουν το πιστωτικό ίδρυμα.

11. Εάν στο πιστωτικό ίδρυμα έχει διορισθεί επίτροπος, η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του άρθρου 62Α λαμβάνεται με τη σύμπραξη του επιτρόπου, σε περίπτωση εφαρμογής του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του ως άνω άρθρου, ή από τον ίδιο τον επίτροπο, σε περίπτωση εφαρμογής του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 5 του ως άνω άρθρου.

12. Ο επίτροπος υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος και ευθύνεται μόνο για δόλο και βαρειά αμέλεια. Η αμοιβή και το εν γένει κόστος που συνεπάγεται η άσκηση των καθηκόντων του επιτρόπου καλύπτεται από το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο έχει διορισθεί επίτροπος, σύμφωνα με σχετική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε περίπτωση αδυναμίας του πιστωτικού ιδρύματος να καταβάλει το σύνολο ή μέρος της δαπάνης, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να προβεί στην καταβολή.

13. Ο επίτροπος διορίζεται για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες. Ο ως άνω διορισμός μπορεί να παρατείνεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες. Η συνολική περίοδος των παρατάσεων δεν μπορεί να υπερβεί τους δεκαοκτώ (18) μήνες. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται να αντικαθίσταται ο επίτροπος ή να τερματίζεται το έργο του. Ο τερματισμός του έργου του επιτρόπου πριν από τη λήξη της κατά τα εδάφια α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου ορισθείσας θητείας επιτρέπεται εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώσει ότι:

α) Οι λόγοι διορισμού κατά την παράγραφο 1 δεν υφίστανται πλέον ή

β) το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να ανακάμψει ή να εξυγιανθεί.

Στην τελευταία περίπτωση, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει την ανάκληση της άδειας του πιστωτικού ιδρύματος κατά το άρθρο 8 και το θέτει υπό ειδική εκκαθάριση κατά το άρθρο 68. Σε περίπτωση τερματισμού του έργου του επιτρόπου που δεν σχετίζεται με τη θέση του πιστωτικού ιδρύματος υπό ειδική εκκαθάριση, ο επίτροπος εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι το διορισμό ή την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου.

14. Όταν δυνάμει δικαστικής αποφάσεως προκύπτει άμεσα ή έμμεσα θέμα νομιμότητας ή εγκυρότητας της εκλογής, συγκρότησης, σύνθεσης ή λειτουργίας του διοικητικού συμβουλίου πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος διορίζει επίτροπο, ο οποίος ασκεί τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου για διάστημα τριών (3) έως έξι (6) μηνών που μπορεί να παρατείνεται.

15. Ειδικότερα θέματα και τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.»

Άρθρο 4

Μετά το άρθρο 63 προστίθενται νέα άρθρα 63Α, 63Β, 63Γ, 63Δ, 63Ε, 63ΣΤ, 63Ζ, ως εξής:

« Άρθρο 63Α

Παράταση χρόνου εκπλήρωσης υποχρεώσεων

1. Μετά το διορισμό επιτρόπου σε πιστωτικό ίδρυμα, όταν αυτό παρουσιάζει σημαντικά μειωμένη ρευστότητα με πιθανολογούμενη ανεπάρκεια ιδίων κεφαλαίων, για λόγους προστασίας των καταθετών και άλλων πιστωτών του, δύναται να δοθεί με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος παράταση του χρόνου εκπλήρωσης ορισμένων ή του συνόλου των υποχρεώσεών του για χρονικό διάστημα μέχρι είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, που μπορεί να παραταθεί άπαξ, με νεότερη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, για δέκα (10) εργάσιμες ημέρες.

2. Η παράταση του χρόνου εκπλήρωσης υποχρεώσεων της παραγράφου 1 του παρόντος δεν ισχύει για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πιστωτικού ιδρύματος που πηγάζουν από συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα που συνάπτονται σε κεφαλαιαγορές ή/και αγορές χρήματος, καθώς και στη διατραπεζική αγορά, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων έναντι συμμετεχόντων σε οποιοδήποτε σύστημα, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 2789/2000 (Α΄ 21).

3. Κατά τη διάρκεια των ως άνω παρατάσεων αναστέλλονται οι προθεσμίες και η άσκηση των διαδικαστικών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του πιστωτικού ιδρύματος. Το ίδιο ισχύει για τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και υπαγωγής του πιστωτικού ιδρύματος σε ειδική εκκθάριση.

4. Η παράταση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που είναι ή καθίστανται ληξιπρόθεσμες τερματίζεται αυτοδικαίως με τη λήξη της αναφερόμενης στην απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος προθεσμίας, μπορεί δε να αρθεί, με νεότερη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, και πριν από την πάροδο του χρόνου που ορίζεται στην προγενέστερη απόφαση.

5. Η παράταση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που είναι ή καθίστανται ληξιπρόθεσμες δεν ενεργοποιεί τη διαδικασία αποζημιώσεων καταθετών και επενδυτών–πελατών του ν. 3746/2009 και του ν. 2533/1997.

Άρθρο 63Β

Προϋποθέσεις ενεργοποίησης των μέτρων εξυγίανσης

1. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να επιβληθούν, χάριν της προστασίας της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, σε πιστωτικό ίδρυμα, τα μέτρα εξυγίανσης των άρθρων 63Γ-63E.

Με τα μέτρα εξυγίανσης διασφαλίζεται κατά το δυνατόν η ομαλή άσκηση των βασικών τραπεζικών εργασιών του υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος, η μεγιστοποίηση της αξίας των περιουσιακών του στοιχείων και η προστασία των συμφερόντων των πιστωτών, καταθετών και επενδυτών κατά την έννοια του ν. 3746/2009.

2. Λόγοι λήψης των μέτρων εξυγίανσης κατά την παρ. 1 είναι ενδεικτικά, πέραν εκείνων που αποτελούν λόγο ορισμού επιτρόπου σύμφωνα με τις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 63, και οι ακόλουθοι:

α) Η ανάγκη σταθεροποίησης πιστωτικού ιδρύματος ή αποτροπής κινδύνου οικονομικής αστάθειας σε πιστωτικό ίδρυμα χάριν της συστημικής ευστάθειας.

β) Η ανάγκη προστασίας της εμπιστοσύνης του κοινού, ιδίως των καταθετών, στη σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

γ) Η πρόληψη δημιουργίας συστημικού κινδύνου ή καταστάσεων αποσταθεροποιητικών του χρηματοπιστωτικού συστήματος, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών που επικρατούν στην τραπεζική και διατραπεζική αγορά.

3. Η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει τα κατάλληλα κατά την κρίση της μέτρα για την εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος, εκτιμώντας τα ακόλουθα:

α) Τη διαφαινόμενη αδυναμία του πιστωτικού ιδρύματος να ανακάμψει.

β) Την αδυναμία λήψης εναλλακτικών μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος εντός κατάλληλου χρόνου για την αποτροπή κατάρρευσης του πιστωτικού ιδρύματος.

γ) Τις εκτιμώμενες συνέπειες της αδυναμίας πληρωμών πιστωτικού ιδρύματος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, λαμβανομένων υπόψη ιδίως:

αα) του ύψους των καταθέσεων στο πιστωτικό ίδρυμα και των απαιτήσεων επενδυτών κατ’ αυτού,

ββ) του είδους και εύρους των υποχρεώσεων του πιστωτικού ιδρύματος έναντι άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, και

γγ) των συμμετοχών του πιστωτικού ιδρύματος στο μετοχικό κεφάλαιο εταιριών που ανήκουν στις αναφερόμενες στο στοιχείο ββ΄ της παρούσας περίπτωσης κατηγορίες, όπως και των συμμετοχών τέτοιων εταιριών στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος.

δ) Την ανάγκη να επωμιστούν πρωτίστως οι μέτοχοι του υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος τις τυχόν απώλειες.

4. Με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, η λήψη των μέτρων εξυγίανσης δεν λογίζεται ως διαδικασία αφερεγγυότητας του υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος που θα δικαιούνταν να επικαλεσθούν πιστωτές του.

Τυχόν συμβατικές ρήτρες που ενεργοποιούνται σε περίπτωση πτώχευσης ή αφερεγγυότητας ή επέλευσης άλλου γεγονότος που χαρακτηρίζεται ως «πιστωτικό γεγονός» ή ισοδύναμο της αφερεγγυότητας δεν ενεργοποιούνται από το γεγονός της λήψης μέτρων εξυγίανσης.

5. Ειδικότερα θέματα και τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 63Β-63Ζ ρυθμίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Άρθρο 63Γ

Αύξηση κεφαλαίου ως μέτρο εξυγίανσης

1. Ο επίτροπος που έχει διοριστεί σε πιστωτικό ίδρυμα, μετά από σχετική ρητή εντολή της Τράπεζας της Ελλάδος αποφασίζει την αύξηση κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην ως άνω απόφαση. Τα εδάφια 2 και 3 της παραγράφου 1 του άρθρου 62Α εφαρμόζονται στην ως άνω αύξηση κεφαλαίου.

2. Δικαιώματα προτίμησης των παλαιών μετόχων δεν ισχύουν κατά την εφαρμογή του παρόντος.

Άρθρο 63Δ

Εντολή μεταβίβασης

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται με απόφασή της να υποχρεώσει πιστωτικό ίδρυμα στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του προς άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή προς άλλο πρόσωπο. Τα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία προσδιορίζονται στην απόφαση του προηγούμενου εδαφίου και μπορούν να είναι δικαιώματα, απαιτήσεις, υποχρεώσεις ή και συμβατικές σχέσεις.

2. Το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να μεταβιβάσει τα προσδιοριζόμενα στην απόφαση μεταβίβασης περιουσιακά στοιχεία παραχρήμα και σε κάθε περίπτωση προ της έναρξης της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν μεταβιβάσει τα προσδιοριζόμενα στην απόφαση μεταβίβασης περιουσιακά στοιχεία εντός των χρονικών ορίων του προηγούμενου εδαφίου, ορίζεται επίτροπος σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 63, ο οποίος μεταβιβάζει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία σύμφωνα με την απόφαση μεταβίβασης χωρίς τη σύμπραξη του διοικητικού συμβουλίου και πριν από την έναρξη της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

3. Το προς η μεταβίβαση πρόσωπο συναινεί με πρότερη έγγραφη δήλωσή του προς την Τράπεζα της Ελλάδος στην προς αυτό μεταβίβαση και στο αντάλλαγμα που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4. Η δήλωση αυτή αποτελεί εκτελεστό τίτλο για την αξίωση του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος κατά του προς η μεταβίβαση προσώπου στο καθοριζόμενο αντάλλαγμα. Η Τράπεζα της Ελλάδος καλεί πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα, που κατά την κρίση της και σύμφωνα με τις διαθέσιμες σε αυτήν κατά το χρόνο αυτόν πληροφορίες είναι κατάλληλα για την κτήση των υπό μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, σε άτυπη και εμπιστευτική διαδικασία υποβολής προσφορών για την απόκτησή τους. Τα κληθέντα σε υποβολή προσφορών πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα, καθώς και οι διοικούντες, υπάλληλοι και συνεργάτες τους, τηρούν απόρρητο ως προς την ως άνω διαδικασία και κάθε πληροφορία που απέκτησαν με την ευκαιρία αυτής. Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει κατά οποιουδήποτε προσώπου παραβιάζει το απόρρητο του προηγούμενου εδαφίου πρόστιμο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.

4. Πριν από την έκδοση της απόφασης μεταβίβασης και πριν από τη διαδικασία υποβολής προσφορών σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3, η Τράπεζα της Ελλάδος αναθέτει σε έναν ή δύο νόμιμους ελεγκτές την αποτίμηση του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων. Μετά την υποβολή των προσφορών, η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση ή τις εκθέσεις αποτίμησης, τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς και την ανάγκη εύρυθμης λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, προβαίνει στην αξιολόγησή τους και καθορίζει κατά την εύλογη κρίση της το αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση, εφόσον προκύπτει. Σε περίπτωση που οι υποβληθείσες προσφορές κρίνονται μη συμφέρουσες, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει είτε τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων προς μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται για το σκοπό αυτό σύμφωνα με το άρθρο 63 Ε είτε τη θέση σε ειδική εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 68.

Στην απόφαση μεταβίβασης καθορίζεται επίσης ο χρόνος, στον οποίο η αξίωση του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος σε αυτό το αντάλλαγμα, εφόσον αυτό υφίσταται, καθίσταται απαιτητή, και οι όροι καταβολής. Οι υποχρεώσεις απορρήτου της παραγράφου 3, καθώς και η περί προστίμου σχετική διάταξη εφαρμόζονται και στους νόμιμους ελεγκτές.

Στα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται υποχρεωτικά:

α. Οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος από καταθέσεις έως του ορίου του άρθρου 9 του ν. 3746/2009 και

β. οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος από καταθέσεις του Δημοσίου και φορέων της Κεντρικής Κυβέρνησης. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, δύναται να μεταβιβάζονται περαιτέρω στοιχεία του ενεργητικού και το παθητικού του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος, όταν αυτό απαιτείται για τους σκοπούς της εξυγίανσης. Στα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται τα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης (subordinated debts).

5. Εάν συντρέχει περίπτωση για ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, η μεταβίβαση σημειώνεται ατελώς στα οικεία δημόσια βιβλία και αρχεία με αίτηση του προς η μεταβίβαση προσώπου. Το άρθρο 479 του Αστικού Κώδικα δεν εφαρμόζεται. Για το κύρος της μεταβίβασης και το αντιτάξιμό της έναντι τρίτων, οι οποίοι είναι υποκείμενα δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή συμβατικών σχέσεων που μεταφέρονται στο προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα, δεν απαιτείται αναγγελία προς αυτούς ή συναίνεσή τους. Εκκρεμείς δίκες που σχετίζονται με τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία συνεχίζονται από το προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα, χωρίς διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή τους.

6. Εάν η μεταβίβαση ορισμένων από τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία αφορά η απόφαση της παραγράφου 1, υπόκειται σε διατυπώσεις προβλεπόμενες από αλλοδαπό δίκαιο, το προς η μεταβίβαση πρόσωπο λαμβάνει αμελλητί μέριμνα για την τήρηση αυτών των διατυπώσεων. Έως την πλήρωση αυτών των διατυπώσεων το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα διαχειρίζεται αυτά τα περιουσιακά στοιχεία για λογαριασμό του προς η μεταβίβαση προσώπου και σύμφωνα με τις οδηγίες του τελευταίου.

7. Αντισυμβαλλόμενοι του πιστωτικού ιδρύματος δικαιούνται να προτείνουν απαίτησή τους κατά του μεταβιβάσαντος πιστωτικού ιδρύματος προς συμψηφισμό κατά απαίτησης που περιήλθε στο προς η μεταβίβαση πρόσωπο κατ’ εφαρμογήν του παρόντος άρθρου, εφόσον οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού συνέτρεξαν πριν από το χρόνο μεταβίβασης.

8. Οι αξιώσεις από εμπράγματη ασφάλεια επί περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται κατ’ εφαρμογήν του παρόντος άρθρου ασκούνται κατά του προς η μεταβίβαση προσώπου.

9. Εάν με την απόφαση της παραγράφου 1 μεταβιβάζονται σύμφωνα συμψηφισμού και μετατροπής χρέους με την έννοια του ν. 3458/2006 ή συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με την έννοια του ν. 3301/2004 (ΦΕΚ Α΄ 263), τότε οι συμφωνίες αυτές μεταβιβάζονται υποχρεωτικά στο σύνολό τους.

10. Mε την απόφαση της παραγράφου 1 είναι δυνατόν να υποχρεώνεται το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα σε μεταφορά συμβάσεων εργασίας μισθωτών του στο προς η μεταβίβαση πρόσωπο, εάν αυτό εξυπηρετεί το σκοπό της μεταβίβασης.

11. Οι μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται σε πτωχευτική ανάκληση.

12. Η έκδοση απόφασης της παραγράφου 1 δεν ενεργοποιεί τη διαδικασία αποζημιώσεων καταθετών και επενδυτών-πελατών του ν. 3746/2009.

13. Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε περίπτωση που η αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων του παθητικού στο προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα υπερβαίνει την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού, καθορίζει το ποσό της διαφοράς, η οποία καλύπτεται ως εξής:

α. το Σκέλος Καταθέσεων του ΤΕΚΕ καταβάλλει ποσό ίσο με την αξία των εγγυημένων καταθέσεων αφαιρουμένης της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων του ενεργητικού και

β. το Σκέλος Εξυγίανσης του ΤΕΚΕ καταβάλλει το επιπλέον ποσό.

14. Το υποκείμενο σε μέτρα εξυγίανσης πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να θέτει στη διάθεση του προς η μεταβίβαση ιδρύματος όλες τις υπηρεσίες του και να το διευκολύνει προκειμένου να εκτελέσει αποτελεσματικά τις εργασίες που μεταβιβάζονται σε αυτό δυνάμει της απόφασης μεταβίβασης.

Άρθρο 63Ε

Μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα

1. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, να συσταθεί μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα, προς το οποίο μεταβιβάζεται το σύνολο ή μέρος των περιουσιακών στοιχείων του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 63Δ παράγραφοι 5 έως 12. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζεται ο τρόπος καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου, ο αριθμός και η αξία των νέων μετοχών, διορίζεται το πρώτο διοικητικό συμβούλιο, καθορίζεται το περιεχόμενο του καταστατικού και ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη βιώσιμη λειτουργία του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος.

2. Η απόφαση της παραγράφου 1 καταχωρίζεται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο. Με την καταχώριση αυτή, το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα αποκτά νομική προσωπικότητα. Κοινοποιείται αυθημερόν στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων, Επενδύσεων και Εξυγίανσης και στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

3. Το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα τελεί υπό τον έλεγχο του Ελληνικού Δημοσίου, ανεξαρτήτως της υποχρεωτικής και για λόγους βιώσιμης λειτουργίας του συμμετοχής άλλων φορέων στο μετοχικό του κεφάλαιο ή την με άλλο τρόπο χρηματοδότησή του από αυτούς. Σκοπός του είναι η διασφάλιση της συνέχειας των κρίσιμων τραπεζικών εργασιών και υπηρεσιών πληρωμών του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος προκειμένου να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να εξασφαλιστεί η προστασία των καταθετών και επενδυτών υπό την έννοια του ν. 3746/2009, η διαφύλαξη της αξίας της εισφερόμενης σε αυτό περιουσίας και η ομαλή λειτουργία του προς μεγιστοποίηση της αξίας του μέχρι την εντός ευλόγου χρόνου πώληση των μετοχών του, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 63ΣΤ.

4. Με τη σύσταση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος, η άδεια λειτουργίας του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος ανακαλείται και αυτό τίθεται σε ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με το άρθρο 68.

Στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα χορηγείται νέα άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 10 του άρθρου 5. Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 10 του άρθρου 5 εκπληρώνονται από το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα σε ρητή προθεσμία που ορίζεται για το σκοπό αυτόν με την απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται στο σύνολό του από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

5. Τη διοίκηση του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος ασκεί το διοικητικό του συμβούλιο. Το πρώτο διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από πέντε μέλη. Εντός είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1, το διοικητικό συμβούλιο συγκαλεί γενική συνέλευση για την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010 ισχύει και για μέλη του διοικητικού συμβουλίου του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος.

6. Τα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία, ορίζονται με την απόφαση της παραγράφου 1 αφού προηγηθεί η διαδικασία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 63Δ και, κατόπιν αυτής, υποβληθεί γνώμη του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας προς την Τράπεζα της Ελλάδος για τα προς μεταβίβαση στοιχεία και την εν γένει βιωσιμότητα του υπό σύσταση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος. Στα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται υποχρεωτικά:

α. Οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος από καταθέσεις έως του ορίου του άρθρου 9 του ν. 3746/2009.

β. Οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος από καταθέσεις του Δημοσίου και των φορέων της Κεντρικής Κυβέρνησης.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος, δύναται να αυξάνεται το όριο των αναδεχομένων υποχρεώσεων που αφορούν καταθέσεις, όταν αυτό απαιτείται για την εκπλήρωση των σκοπών του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος. Στα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται τα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης (subordinated debts).

7. Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε περίπτωση που η αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων του παθητικού στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα υπερβαίνει την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού, καθορίζει το ποσό της διαφοράς, η οποία καλύπτεται ως εξής:

α. το Σκέλος κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ καταβάλλει ποσό ίσο με την αξία των εγγυημένων καταθέσεων, αφαιρουμένης της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων του ενεργητικού και

β. το Σκέλος Εξυγίανσης του ΤΕΚΕ καταβάλλει το επιπλέον ποσό.

Στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα παρέχεται κεφαλαιακή ενίσχυση από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, προκειμένου να διαθέτει την κεφαλαιακή επάρκεια που προβλέπεται στο άρθρο 27. Στη συνέχεια, το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα εκπονεί επιχειρησιακό σχέδιο, στο οποίο περιγράφει τη στρατηγική του για τη βιώσιμη λειτουργία, τη διασφάλιση και ενίσχυση της φερεγγυότητας και την εν γένει εκπλήρωση των σκοπών του, το οποίο εγκρίνεται από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Το σχέδιο αυτό υπέχει θέση επιχειρησιακού σχεδίου της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του ν. 3601/2007.

8. Η έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 δεν ενεργοποιεί καθ’ εαυτήν τη διαδικασία αποζημιώσεων καταθετών και επενδυτών-πελατών του ν. 3746/2009 και δεν λογίζεται ως διαδικασία αφερεγγυότητας του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος που θα δικαιούνταν να επικαλεσθούν πιστωτές, οι απαιτήσεις των οποίων μεταφέρονται στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα. Τυχόν συμβατικές ρήτρες που ενεργοποιούνται σε περίπτωση πτώχευσης ή αφερεγγυότητας ή επέλευσης άλλου γεγονότος που χαρακτηρίζεται ως «πιστωτικό γεγονός» ή ισοδύναμο της αφερεγγυότητας δεν ενεργοποιούνται ως προς το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα και η συνδρομή των σχετικών όρων κρίνεται στο πρόσωπο του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος και όχι του υπό ειδική εκκαθάριση.

9. Το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να λειτουργήσει για διάστημα πέραν των δύο (2) ετών. Για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος, το διάστημα αυτό μπορεί να παρατείνεται για ένα (1) ακόμη έτος. Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία του άρθρου 8 του ν. 3864/2010 (ΦΕΚ Α’ 119) παρατείνεται αναλόγως.

Άρθρο 63ΣΤ

Πώληση μετοχών του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος

1. Η πώληση του συνόλου των μετοχών του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος γίνεται με πλειστηριασμό, που προκηρύσσει το διοικητικό συμβούλιο, ύστερα από εκτίμηση που διενεργεί ανεξάρτητος οίκος, οριζόμενος από το διοικητικό συμβούλιο.

2. Τα κριτήρια επιλογής του πλειοδότη είναι το προσφερόμενο τίμημα, η αξιολόγηση του προγράμματος επιχειρηματικής δραστηριότητας, η καταλληλότητα και οικονομική φερεγγυότητα των υποψήφιων αγοραστών και η διατήρηση θέσεων εργασίας.

3. Το διοικητικό συμβούλιο δύναται να επαναλαμβάνει τον πλειστηριασμό, εάν αυτός αποβεί άκαρπος. Σε κάθε περίπτωση η διαδικασία πώλησης των μετοχών του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος ολοκληρώνεται εντός διετίας από την έκδοση της απόφασης μεταβίβασης και σε κάθε περίπτωση εντός της ενδεχόμενης παράτασης λειτουργίας του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με την απόφαση του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 9 του άρθρου 63Ε. Σε περίπτωση αποτυχίας του πλειστηριασμού ή την πάροδο άπρακτης της ως άνω προθεσμίας ή με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία μπορεί να ληφθεί κατά πάντα χρόνο εφόσον έχει καταστεί αδύνατη η πραγματοποίηση του σκοπού του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος, το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα λύεται αυτοδικαίως και εκκαθαρίζεται σύμφωνα με το άρθρο 68. To προϊόν της εκκαθάρισης που αντιστοιχεί σε εισφερθέντα περιουσιακά στοιχεία του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος περιέρχεται σε αυτό, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί κάθε ποσό κρατικής ενίσχυσης που έλαβε το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα κατά τη διάρκεια λειτουργίας του. Κατά την πώληση του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος ή την υποχρεωτική λύση αυτού τα Σκέλη του ΤΕΚΕ που συμμετέχουν στη χρηματοδότηση του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 63 Ε ικανοποιούνται προνομιακά και κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, πριν από κάθε άλλη αξίωση.

4. Η εξειδίκευση των κριτηρίων της παραγράφου 2, η διαδικασία και οι λοιποί όροι του διαγωνισμού και της κατακύρωσης καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος.

Άρθρο 63Ζ

Αποζημίωση

Αν κάποιος μέτοχος ή πιστωτής πιστωτικού ιδρύματος θεωρήσει ότι, ως συνέπεια της εφαρμογής ενός μέτρου εξυγίανσης από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 63Β έως 63E, η οικονομική του θέση έχει επιδεινωθεί σε σχέση με αυτή στην οποία θα βρισκόταν εάν το πιστωτικό ίδρυμα ετίθετο άμεσα σε ειδική εκκαθάριση πριν από την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου, ο εν λόγω μέτοχος ή πιστωτής δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση από το Δημόσιο ύψους τέτοιου που να τον αποκαθιστά στη θέση που θα είχε αν γινόταν απευθείας ειδική εκκαθάριση. Για την εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης του ιδρύματος πριν από την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, προκειμένου να αξιολογηθεί εάν υπήρξε πράγματι χειροτέρευση θέσης, λαμβάνονται υπόψη η έκθεση ή οι εκθέσεις αποτίμησης της παραγράφου 4 του άρθρου 63Δ και αφαιρείται κάθε ποσό κρατικής ενίσχυσης ή ενίσχυσης από κεντρική τράπεζα που τυχόν έχει λάβει το πιστωτικό ίδρυμα.»

Άρθρο 5

Το άρθρο 68 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

« Άρθρο 68

Ειδική εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3458/2006 (ΦΕΚ Α΄ 94 ) και του άρθρου 63Ε:

α) Πιστωτικό ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης.

β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.

γ) Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος αναλαμβάνει ο οριζόμενος από την Τράπεζα της Ελλάδος ειδικός εκκαθαριστής.

δ) Ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δύναται να τον αντικαθιστά κατά πάντα χρόνο.

ε) Από την κοινοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα της απόφασης περί ειδικής εκκαθάρισης, το πιστωτικό ίδρυμα απαγορεύεται να δέχεται καταθέσεις. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να περιορίζει και άλλες εργασίες του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος.

στ) Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται, μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών εκκαθάρισης και χάριν προστασίας της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, να υποχρεωθεί ο ειδικός εκκαθαριστής στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή σε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα κατά το άρθρο 63Ε. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 63Δ εφαρμόζονται ανάλογα.

ζ) Ο ειδικός εκκαθαριστής ευθύνεται μόνο για δόλο και βαρειά αμέλεια. Δεν προσωποκρατείται ούτε υπέχει οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη για χρέη του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος που γεννήθηκαν πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους.

η) Η αμοιβή του εκκαθαριστή και τα έξοδα διαδικασίας καταβάλλονται από το υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα. Σε περίπτωση αδυναμίας του πιστωτικού ιδρύματος να καταβάλει το σύνολο ή μέρος της δαπάνης, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να αναλάβει τη σχετική υποχρέωση.

θ) Οι διατάξεις για τις εποπτικές αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος έναντι του πιστωτικού ιδρύματος και τις αντιστοιχούσες σε αυτές υποχρεώσεις του τελευταίου δεν παραβλάπτονται εκ της υπαγωγής του σε ειδική εκκαθάριση, του εποπτικού ρόλου της Τράπεζας της Ελλάδος και των αρμοδιοτήτων, εποπτικών και κυρωτικών, προσαρμοζομένων καταλλήλως στους σκοπούς και τις ανάγκες της ειδικής εκκαθάρισης.

ι) Τα στελέχη και οι απασχολούμενοι στο πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούνται να συμπράττουν με τον ειδικό εκκαθαριστή, τα όργανα της ειδικής εκκαθάρισης και το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων, Επενδύσεων και Εξυγίανσης και να ακολουθούν τις οδηγίες και υποδείξεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τη διασφάλιση της ομαλής εκκαθάρισης του πιστωτικού ιδρύματος και την ικανοποίηση του δημόσιου συμφέροντος. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιβάλλει στους παραβάτες, πέραν των κυρώσεων που μπορεί να επιβάλλει στο πιστωτικό ίδρυμα κατά την ισχύουσα νομοθεσία, και πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ποσού μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ, το οποίο διπλασιάζεται σε περίπτωση υποτροπής.

2. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμογής του παρόντος άρθρου.

Στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και στο μέτρο που δεν αντίκειται στο παρόν άρθρο όπως αυτό εξειδικεύεται με την ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.

3. Tα ανήκοντα στους πελάτες του πιστωτικού ιδρύματος χρηματοπιστωτικά μέσα, σε υλική ή άυλη μορφή, που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, το πιστωτικό ίδρυμα, επί των οποίων η απαίτηση των πελατών επαληθεύεται με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και με κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, καθώς και το περιεχόμενο των τραπεζικών θυρίδων, αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία και αποδίδονται στους δικαιούχους τους, εκτός εάν:

(α) έχει συσταθεί επ’ αυτών ενέχυρο, οπότε παραδίδονται στον ενεχυρούχο δανειστή ή

(β) υφίσταται απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος κατά των δικαιούχων, οπότε συμψηφίζονται οι αντίθετες ομοειδείς απαιτήσεις.»

Άρθρο 6

Το άρθρο 69 του νόμου 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

« Άρθρο 69

Επιμέτρηση - Είσπραξη προστίμων - Δημοσιοποίηση αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος περί επιβολής κυρώσεων - Αστική ευθύνη του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος

1. Κατά την επιμέτρηση των προστίμων και λοιπών κυρώσεων που επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, το είδος και η βαρύτητα της παράβασης, η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία του πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, η τυχόν καθ’ υποτροπή τέλεση παραβάσεων του παρόντος νόμου, η ανάγκη πρόληψης παρόμοιων παραβάσεων, καθώς και οι τυχόν αρνητικές επιπτώσεις επί των συναλλασσομένων με το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα.

2. Τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος καταβάλλονται εντός προθεσμίας οριζόμενης με γενικής ισχύος απόφασή της, αποτελούν έσοδα του Δημοσίου και εισπράττονται κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων.

3. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που εκδίδονται με βάση τα άρθρα 63, 63Α, 63Γ, 63Δ, 63Ε και 68 του παρόντος νόμου, δημοσιεύονται αυθημερόν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.

4. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις μπορεί να δημοσιοποιούνται, για την ενίσχυση της διαφάνειας στην αγορά, εφόσον αυτή κρίνει ότι η σχετική δημοσιοποίηση δεν συνδέεται με τις εποπτικές απαιτήσεις που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο και δεν είναι πιθανό να δημιουργήσει κίνδυνο σοβαρής διατάραξης των χρηματοπιστωτικών αγορών ή δυσανάλογης ζημίας στα ενδιαφερόμενα μέρη.

5. Ο Διοικητής, οι Υποδιοικητές, τα μέλη συλλογικών οργάνων και το εν γένει προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος δεν ευθύνονται αστικά έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους εντός των κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιοτήτων τους, καθώς επίσης εντός των λοιπών αρμοδιοτήτων τις οποίες ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος κατ’ ανάθεση δημόσιας εξουσίας, εκτός εάν τα υπαίτια πρόσωπα βαρύνονται με βαρειά αμέλεια ή δόλο.»

Άρθρο 7

Τροποποιήσεις του ν. 3746/2009

1. α. Στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3746/2009 προστίθεται περίπτωση γ΄ ως εξής:

« (γ) η χρηματοδότηση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους σκοπούς των άρθρων 63Δ και 63Ε του ν. 3601/ 2007, σύμφωνα με το άρθρο 13Α. »

β. Η παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 3746/2009 αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Το ενεργητικό του ΤΕΚΕ που τίθεται προς εξυπηρέτηση του σκοπού της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 («Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων»), το ενεργητικό του ΤΕΚΕ που τίθεται προς εξυπηρέτηση του σκοπού της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 («Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων») και το ενεργητικό του ΤΕΚΕ που τίθεται προς εξυπηρέτηση του σκοπού της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 («Σκέλος Εξυγίανσης») είναι σαφώς διακριτά μεταξύ τους και αποτελούν αυτοτελή σύνολα περιουσίας, κάθε ένα εκ των οποίων χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την εκπλήρωση των σκοπών τους οποίους εξυπηρετεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.»

2. Μετά την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3746/2009 προστίθεται παράγραφος 2α, ως εξής:

«2α. Στο Σκέλος Εξυγίανσης του ΤΕΚΕ συμμετέχουν υποχρεωτικά όλα τα κατά την έννοια της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3601/2007 πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ως άνω νόμου.»

3. α. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3746/2009 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Για τα παραπάνω δάνεια μπορεί να παρέχεται η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.»

β. Η υποπερίπτωση iv) της περίπτωσης στ΄ της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 3746/2009 αντικαθίσταται ως εξής:

«iv) To Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ με αιτιολογημένη απόφασή του που λαμβάνεται με την ειδική πλειοψηφία της παραγράφου 9 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου δύναται να αποφασίζει διαφορετικό τρόπο καταβολής των εισφορών και την τοποθέτηση των διαθεσίμων που προορίζονται για την ασφάλιση των καταθέσεων σε κινητές αξίες, κατά την έννοια του ν. 3606/2007, κατά παρέκκλιση των διατάξεων της περίπτωσης στ΄ υπό στοιχείο (i) και (ii) της παρούσας παραγράφου, εφόσον, κατά την εύλογη κρίση του, οι τοποθετήσεις αυτές παρέχουν ισοδύναμη ασφάλεια και μπορούν να ρευστοποιηθούν άμεσα.»

γ. Η παρ. 16 του άρθρου 4 του ν. 3746/2009 αντικαθίσταται ως εξής:

«16. Οι καταθέσεις των καταθετών οι οποίες είναι εγγυημένες έως του ποσού που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 τυγχάνουν, ως τάξη πιστωτών, προνομιακής κατάταξης σε σχέση με κάθε άλλη απαίτηση και θα κατατάσσονται ως η πρώτη τάξη πιστωτών σύμφωνα με κάθε εφαρμοστέα διάταξη του Πτωχευτικού νόμου, νόμου περί Εκκαθάρισης, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και κάθε άλλης σχετικής διατάξεως, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 13Α. Το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ αποκτά αυτοδικαίως, κατά την ίδια σειρά κατάταξης που ορίζεται παραπάνω, απαιτήσεις κατά του περιελθόντος σε αδυναμία πιστωτικού ιδρύματος για ποσά που καταβάλλονται σε καταθέτες-πελάτες του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και από το Πρόσθετο Κεφάλαιο Κάλυψης Καταθέσεων πέραν της ατομικής μερίδας του περιελθόντος σε αδυναμία πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και για κάθε άλλη δαπάνη ή ποσό, που βαρύνουν το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ και συνδέονται με τη διαδικασία καταβολής αποζημιώσεων.»

4. Στην περίπτωση α΄ της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3746/2009 διαγράφονται οι λέξεις «σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 3714/2008 (Α΄ 231)».

5. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 3746/2009, προστίθενται οι λέξεις: «εν όλω ή εν μέρει».

6. Στο τέλος του άρθρου 13 του νόμου 3746/2009 προστίθεται άρθρο13Α ως εξής:

« Άρθρο 13Α

Σκέλος Εξυγίανσης

1. Το Σκέλος Εξυγίανσης παρέχει χρηματοδότηση:

α. σε πιστωτικό ίδρυμα κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63Δ του ν. 3601/2007,

β. σε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63Ε του ν. 3601/2007.

2. Τα πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στο Σκέλος Εξυγίανσης υποχρεούνται να καταβάλουν εισφορές. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος, καθορίζεται το ύψος των εισφορών, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό 0,09% επί του μέσου όρου του ύψους του συνόλου του παθητικού του μηνός Ιουνίου κάθε έτους, με βάση την κατάταξή τους σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 στοιχείο (β) (ιι), με εξαίρεση τα στοιχεία των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στα Τμήματα Α1, Α2, Β1 και Β2 του Κεφαλαίου I της ΠΔ/ΤΕ 2630/2010 (Β΄ 1714), καθώς και τις εγγυημένες καταθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 του παρόντος νόμου, καθώς και ο τρόπος καταβολής τους. Μεταβατικά πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 63Ε του ν. 3601/2007 εξαιρούνται από την παραπάνω υποχρέωση.

Το ποσοστό της παρούσας παραγράφου δύναται να τροποποιηθεί με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος. Tο ύψος των ετήσιων εισφορών για κάθε πιστωτικό ίδρυμα προσδιορίζεται κάθε χρόνο με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ. Με την απόφαση αυτή, η οποία εκδίδεται εντός του μηνός Σεπτεμβρίου, καθορίζονται επίσης ο χρόνος και η διαδικασία καταβολής των εισφορών, ο τρόπος τήρησης και διαχείρισης των διαθεσίμων του Σκέλους Εξυγίανσης και κάθε άλλο ειδικότερο θέμα. Σε περίπτωση ένταξης στο Σκέλος Εξυγίανσης ή αποχώρησης πιστωτικού ιδρύματος από αυτό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, για τον υπολογισμό και καταβολή της ετήσιας εισφοράς εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2, α, iv, τρίτη υποπαράγραφος, καθώς και η παράγραφος 4 (ε) του ίδιου άρθρου. Σε περίπτωση που τα διαθέσιμα του Σκέλους Εξυγίανσης του ΤΕΚΕ που προκύπτουν από τις ανωτέρω εισφορές δεν επαρκούν για την κάλυψη της διαφοράς, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 13 του άρθρου 63Δ ή της παραγράφου 7 του άρθρου 63Ε του ν. 3601/2007, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ είτε επιβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα συμπληρωματικές εισφορές είτε το Σκέλος Εξυγίανσης δανείζεται τα απαιτούμενα κεφάλαια από πιστωτικά ιδρύματα ή από άλλες πηγές είτε αποφασίζεται συνδυασμός και των δύο. Για τα ποσά των δανείων αυτών εγγυώνται τα συμμετέχοντα στο Σκέλος πιστωτικά ιδρύματα. Οι όροι των εν λόγω δανείων και εγγυήσεων καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ, λαμβάνοντας υπόψη την αναλογία συμμετοχής κάθε πιστωτικού ιδρύματος στην τακτική εισφορά του προηγουμένου έτους. Για τα παραπάνω δάνεια μπορεί να παρέχεται η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.

3. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος άρθρου το κεφάλαιο που απαιτείται για το σχηματισμό του Σκέλους Εξυγίανσης δύναται να καταβληθεί υπό μορφή δανείου από το Ελληνικό Δημόσιο ή από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ή από το Σκέλος Κάλυψης καταθέσεων του ΤΕΚΕ ή από κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου για το οποίο δύναται να εγγυηθεί το Ελληνικό Δημόσιο. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζεται το χρονικό διάστημα εφαρμογής του προηγούμενου εδαφίου, οι όροι χορήγησης και αποπληρωμής του δανείου, οι όροι χορήγησης εγγυήσεων και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.

4. Εάν κατά την ισχύ της παραγράφου 3, και, σε κάθε περίπτωση, μέχρι το σχηματισμό των ιδίων κεφαλαίων του Σκέλους Εξυγίανσης ενεργοποιηθεί το Σκέλος Εξυγίανσης για τους σκοπούς των άρθρων 63Δ και 63Ε του ν. 3601/2007, σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης το Σκέλος Εξυγίανσης ικανοποιείται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα έναντι κάθε άλλης αξίωσης. Ο σχηματισμός των ιδίων κεφαλαίων του Σκέλους Εξυγίανσης διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδεται μετά από εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος.»

7. Η παράγραφος 3 του άρθρου 20 του ν. 3746/2009 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Με την επιφύλαξη του στοιχείου iii της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 4 και της παραγράφου 10 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου, το ΤΕΚΕ υποκαθίσταται στα δικαιώματα των αποζημιωθέντων καταθετών και επενδυτών- πελατών και για ποσό ίσο προς τις πληρωμές του προς αυτούς και ικανοποιείται προνομιακά κατά τη διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων από το προϊόν της εκκαθάρισης. Σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, το ΤΕΚΕ κατατάσσεται στη σειρά που προβλέπεται από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία για τις απαιτήσεις του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών του ν. 2533/1997 κατά οφειλέτη-ΕΠΕΥ, όπως ισχύει.»

8. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 23 του ν. 3746/ 2009 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Για την εξέταση και λήψη αποφάσεως για την παροχή χρηματοδότησης προς πιστωτικά ιδρύματα κατά το άρθρο 13Α, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ συγκροτείται από πέντε μέλη, δηλαδή τον ως άνω Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, το μέλος που προέρχεται από το Υπουργείο Οικονομικών και τα τρία μέλη που προέρχονται από την Τράπεζα της Ελλάδος.»

9. Όπου στις διατάξεις του ν. 3746/2009 αναφέρεται ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών νοείται ο Υπουργός Οικονομικών.

Άρθρο 8

Λοιπές διατάξεις

Τροποποιήσεις του ν. 3458/2006 και του ν. 3601/2007

1. Το τελευταίο εδάφιο του ορισμού «μέτρα εξυγίανσης» του άρθρου 3 του ν. 3458/2006 αντικαθίσταται ως εξής:

«Αυτά, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, είναι:

α) ο διορισμός επιτρόπου στο πιστωτικό ίδρυμα από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με το άρθρο 63 του ν. 3601/2007,

β) η παράταση από την Τράπεζα της Ελλάδος του χρόνου εκπλήρωσης ορισμένων ή του συνόλου των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων πιστωτικού ιδρύματος, σε εφαρμογή του άρθρου 63Α του ν. 3601/2007,

γ) η υποχρέωση αύξησης μετοχικού κεφαλαίου πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 63Γ του ν. 3601/ 2007,

δ) η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος σε εφαρμογή του άρθρου 63Δ του ν. 3601/ 2007,

ε) η σύσταση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 63Ε του ν. 3601/2007,

στ) κάθε άλλο μέτρο που προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις που έχει ως περιεχόμενο τα «μέτρα εξυγίανσης», όπως αυτά ορίζονται παραπάνω.»

2. Όπου στο ν. 3601/2007 γίνεται αναφορά στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 62 του νόμου αυτού, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου νοούνται ως αναφορές στις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 62 του ίδιου νόμου.

3. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου που προστέθηκε στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3723/2008 (ΦΕΚ Α΄ 250) με την παράγραφο 2 του άρθρου 19 του ν. 3965/2011 (Α΄ 113), οι λέξεις «υιοθέτηση και εφαρμογή» αντικαθίσταται από τη λέξη «υποβολή».

4. Το μετοχικό κεφάλαιο πιστωτικών ιδρυμάτων που οι μετοχές τους δεν είναι εισηγμένες σε χρηματιστηριακή αγορά, επιτρέπεται να μειώνεται με σκοπό το σχηματισμό ειδικού αποθεματικού, σύμφωνα με την παράγραφο 4α του άρθρου 4 του κ.ν. 2190/1920, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 του ν. 3763/2009, όταν η εσωτερική λογιστική αξία της μετοχής είναι κατώτερη, ίση ή ανώτερη έως 10% της ονομαστικής αξίας της μετοχής.

Η εσωτερική λογιστική αξία προσδιορίζεται με έκθεση δύο ανεξάρτητων ορκωτών ελεγκτών. Το ειδικό αποθεματικό μπορεί αποκλειστικά: α) να κεφαλοποιηθεί και β) να συμψηφισθεί με σκοπό την απόσβεση ζημιών του πιστωτικού ιδρύματος. Η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου ενεργοποιείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται μετά από πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος.

5. Στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 23 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ως Προϊστάμενος της Υπηρεσίας, μπορεί να ορίζεται μετακλητός υπάλληλος με βαθμό α΄ ειδικών θέσεων.»

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ

ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΑΝΑΛΗΨΗ, ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

(ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΟΔΗΓΙΑΣ 2009/110/ΕΚ)

Άρθρο 9

Σκοπός

Με τις διατάξεις των άρθρων 10 έως 30 του παρόντος Κεφαλαίου σκοπείται η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 «για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των Οδηγιών 2005/ 60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της Οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267)».

Άρθρο 10

(Άρθρο 2 της Οδηγίας)

Ορισμοί

Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου νοούνται ως:

1. «Ηλεκτρονικό χρήμα»: οποιαδήποτε νομισματική αξία αποθηκευμένη σε ηλεκτρονικό, συμπεριλαμβανομένου μαγνητικού, υπόθεμα, που εμφανίζεται ως απαίτηση έναντι του εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος, η οποία έχει εκδοθεί κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού για το σκοπό της πραγματοποίησης πράξεων πληρωμών όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παρ. 5 του ν. 3862/2010 (Α΄ 113) και γίνεται δεκτή από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα πέραν του εκδότη.

2. «Εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος»: οι κατηγορίες εκδοτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 και τα νομικά πρόσωπα που τυγχάνουν εξαίρεσης δυνάμει του άρθρου 19.

3. «Ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος»: νομικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12 έως 19, να εκδίδει ηλεκτρονικό χρήμα.

4. «Μέσος όρος ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία»: ο μέσος όρος του συνολικού όγκου των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων που συνδέονται με το ηλεκτρονικό χρήμα, το οποίο έχει εκδοθεί, από το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, όπως διαμορφώνεται στο τέλος κάθε ημερολογιακής ημέρας κατά τους προηγούμενους έξι ημερολογιακούς μήνες. Οι ημερολογιακοί μήνες υπολογίζονται την πρώτη ημερολογιακή ημέρα εκάστου ημερολογιακού μήνα. Ο μέσος όρος ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία που προκύπτει κατά τα ανωτέρω ισχύει για τον εν λόγω ημερολογιακό μήνα.

5. «Αντιπρόσωπος»: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διανέμει και εξαργυρώνει ηλεκτρονικό χρήμα εξ ονόματος ενός εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος.

6. «Ειδικά προπληρωμένα μέσα»: Τα μέσα που έχουν σχεδιασθεί για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων αναγκών, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν εντός «περιορισμένου δικτύου». Τα εν λόγω ειδικά προπληρωμένα μέσα χρησιμοποιούνται μόνο για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών σε συγκεκριμένο κατάστημα ή σε συγκεκριμένη αλυσίδα καταστημάτων ή για την αγορά περιορισμένου φάσματος αγαθών ή υπηρεσιών, ανεξάρτητα από το μέρος όπου βρίσκεται το σημείο πώλησης.

Άρθρο 11

(Άρθρο 1 της Οδηγίας)

Πεδίο εφαρμογής και εξαιρέσεις

1. Με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου θεσπίζονται οι κανόνες για την άσκηση της δραστηριότητας της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος και ορίζονται οι ακόλουθες πέντε κατηγορίες εκδοτών ηλεκτρονικού χρήματος:

α) τα πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3601/2007 (Α΄ 178), όπως ισχύει, περιλαμβανομένων των, κατά την έννοια της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

β) τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την έννοια της περίπτωσης 3 του άρθρου 10, συμπεριλαμβανομένων, σύμφωνα με το άρθρο 18, των εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποκαταστημάτων ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος με έδρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

γ) τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών τα οποία εξουσιοδοτούνται, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα·

δ) η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών ή άλλων δημόσιων αρχών·

ε) τα κράτη - μέλη ή οι περιφερειακές ή τοπικές αρχές τους όταν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως δημόσιων αρχών.

2. Με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου θεσπίζονται κανόνες για την ανάληψη, την άσκηση και την προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος.

3. α) Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου δεν εφαρμόζονται σε νομισματικές αξίες, οι οποίες είναι αποθηκευμένες:

αα) σε μέσα ή «ειδικά προπληρωμένα μέσα» που εμπίπτουν στην εξαίρεση της περίπτωσης ια΄ του άρθρου 3 του ν. 3862/2010·

ββ) σε πράξεις πληρωμής της περίπτωσης ιβ΄ του άρθρου 3 του ν. 3862/2010·

β) Όταν ένα ειδικό προπληρωμένο μέσο της υποπερίπτωσης αα΄ από ειδικού σκοπού εξελίσσεται σε γενικού σκοπού, παύει να ισχύει η παρούσα εξαίρεση και εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού.

Άρθρο 12

(Άρθρο 3 της Οδηγίας)

Ορισμός των αρμόδιων αρχών

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται ως αρμόδια αρχή, η οποία ασκεί τα καθήκοντα που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 12 έως 19 του παρόντος Κεφαλαίου και είναι υπεύθυνη για τη χορήγηση αδειών λειτουργίας και την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος.

2. Τα καθήκοντα της Τράπεζας της Ελλάδος ως αρμόδιας αρχής, που έχουν οριστεί σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο, εμπίπτουν στην ευθύνη των αρμόδιων αρχών του κράτους - μέλους καταγωγής.

3. Η εποπτική αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος αφορά την εποπτεία των δραστηριοτήτων έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος, όπως ορίζονται στο άρθρο 16 και δεν συνεπάγεται αρμοδιότητα για την εποπτεία των λοιπών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά κατά νόμο.

4. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 12 έως 19, όπου απαιτείται.

5. Οι αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου ασκούνται με Πράξη του Διοικητή της ή εξουσιοδοτημένου από αυτόν οργάνου.

6. Οι αποφάσεις που εκδίδονται από την Τράπεζα της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή του παρόντος Κεφαλαίου υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Άρθρο 13

(Άρθρο 3 της Οδηγίας)

Γενικοί κανόνες προληπτικής εποπτείας

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, οι διατάξεις των άρθρων 5 παράγραφος 1, 10 έως 15, 17 παράγραφος 7, 18, 19 και 21 έως 24 του ν. 3862/2010 εφαρμόζονται, επίσης, στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.

2. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος ενημερώνουν την Τράπεζα της Ελλάδος εκ των προτέρων για οποιαδήποτε ουσιαστική μεταβολή των μέτρων που λαμβάνονται για τη διασφάλιση χρηματικών ποσών που έχουν ληφθεί έναντι ηλεκτρονικού χρήματος.

3. Φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει λάβει απόφαση να αποκτήσει ή να διαθέσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή κατά την έννοια της παραγράφου 13 του άρθρου 2 του ν. 3601/2007, όπως ισχύει, σε ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος ή να αυξήσει περαιτέρω ή να μειώσει, άμεσα ή έμμεσα, αυτή την ειδική συμμετοχή, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου στο κεφάλαιο που κατέχει να ανέρχεται σε 20%, στο 1/3 ή σε 50%, ή να υπερβαίνει τα εν λόγω όρια ή να μειώνεται έτσι ώστε να διαμορφώνεται σε αυτά ή το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος να γίνεται ή να παύει να είναι θυγατρική του, ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος για την πρόθεσή του αυτή πριν από την κατά τα ανωτέρω απόκτηση, διάθεση, αύξηση ή μείωση.

Οι υποψήφιοι αγοραστές παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος πληροφορίες που αναφέρουν το μέγεθος της συμμετοχής που προτίθενται να αποκτήσουν και άλλες σχετικές πληροφορίες, εφαρμόζοντας αναλόγως την παράγραφο 5 του άρθρου 24 του ν. 3601/2007.

Σε περίπτωση που η επιρροή των προσώπων αυτών είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος εκφράζει την αντίθεσή της ή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπισθεί η ως άνω επιρροή. Στα μέτρα είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται εντολές, κυρώσεις κατά των διευθυνόντων ή αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή των εν λόγω προσώπων.

Παρόμοια μέτρα εφαρμόζονται κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων τα οποία δεν τηρούν την υποχρέωση της, εκ των προτέρων, ενημέρωσης που αναφέρεται στην παράγραφο αυτή.

Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η τελευταία, ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που πρόκειται να επιβληθούν, προβλέπει είτε την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου είτε την ακυρότητα ή τη δυνατότητα ακύρωσης των σχετικών ψήφων.

4. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος δύνανται να διανέμουν και να εξαργυρώνουν ηλεκτρονικό χρήμα μέσω φυσικών ή νομικών προσώπων τα οποία ασκούν τις δραστηριότητες αυτές εξ ονόματός των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος (αντιπροσώπων). Εφόσον το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος επιθυμεί να διανείμει ηλεκτρονικό χρήμα σε άλλο κράτος - μέλος με πρόσληψη φυσικού ή νομικού προσώπου ως αντιπροσώπου, ακολουθεί τις διαδικασίες του άρθρου 24 του ν. 3862/2010.

5. Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου 4, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος δεν εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα μέσω αντιπροσώπων ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών, όπως ορίζεται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16, μέσω αντιπροσώπων, μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 17 του ν. 3862/2010.

Άρθρο 14

(Άρθρο 4 της Οδηγίας)

Αρχικό κεφάλαιο

1. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος ιδρύονται και λειτουργούν μόνο με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας.

2. Για τη χορήγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος απαιτείται αρχικό κεφάλαιο ποσού τουλάχιστον τριακοσίων πενήντα χιλιάδων (350.000) ευρώ.

3. Το αρχικό κεφάλαιο αποτελείται από το καταβεβλημένο κεφάλαιο και τη διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, όπως αυτά ορίζονται με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του υπο-τμήματος Α1 του τμήματος Α΄ του Κεφαλαίου Ι της ΠΔ/ΤΕ 2630/29.10.2010 (Β΄ 1714), αντίστοιχα.

Άρθρο 15

(Άρθρο 5 της Οδηγίας)

Ίδια κεφάλαια

1. Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, όπως ορίζονται με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Ι, εξαιρουμένου του τμήματος Δ΄, του Κεφαλαίου ΙΙΙ και του Κεφαλαίου IV της ΠΔ/ΤΕ 2630/2010 δεν επιτρέπεται να υπολείπονται του μεγαλύτερου ποσού που προβλέπεται στις παραγράφους από 2 έως 4 του παρόντος άρθρου ή στην παράγραφο 2 του άρθρου 14.

2. α) Για τις δραστηριότητες που ορίζονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος υπολογίζονται με τη μέθοδο B΄ που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 8 του ν. 3862/2010, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τμήμα Α΄ του Κεφαλαίου ΙΙΙ της ΠΔ/ΤΕ 2628/30.9.2010 (Β΄ 1677).

β) Για τις δραστηριότητες έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος, τα απαιτούμενα ίδια κεφάλαια ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος υπολογίζονται σύμφωνα με τη «μέθοδο Δ», η οποία ορίζεται ως το ισόποσο τουλάχιστον του 2% του μέσου όρου ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία.

Τα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος υπερβαίνουν ή είναι ίσα του ποσού των κεφαλαιακών απαιτήσεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων της παρούσας παραγράφου σε κάθε χρονική στιγμή.

3. Όταν τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 ή οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες των περιπτώσεων β΄ έως ε΄ της ίδιας παραγράφου, έτσι ώστε να μην είναι εφικτό να ορισθεί εκ των προτέρων το ποσό του ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιτρέπει στα ιδρύματα αυτά να υπολογίσουν τα ίδια κεφάλαιά τους ως εξής:

Τα εν λόγω ιδρύματα εφαρμόζουν την υπόθεση ότι ένα αντιπροσωπευτικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων θα χρησιμοποιηθεί για τις υπηρεσίες πληρωμών, υπό την προϋπόθεση ότι, με βάση τα ιστορικά στοιχεία, αυτό το αντιπροσωπευτικό ποσό μπορεί να εκτιμηθεί ορθά και με τρόπο ικανοποιητικό για την Τράπεζα της Ελλάδος.

Εάν ένα ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος δεν έχει ακόμη ασκήσει δραστηριότητα για ικανό, ανάλογα με τη μέθοδο υπολογισμού κεφαλαιακών απαιτήσεων, χρονικό διάστημα, το οποίο μπορεί να είναι από έξι μήνες ως ένα χρόνο, τα ίδια κεφάλαια υπολογίζονται βάσει των προβλέψεων για το ηλεκτρονικό χρήμα σε κυκλοφορία που προκύπτει από το επιχειρηματικό του σχέδιο, με την επιφύλαξη τυχόν προσαρμογών σε αυτό, κατόπιν απαίτησης της Τράπεζας της Ελλάδος.

4. Η Τράπεζα της Ελλάδος, βάσει αξιολόγησης των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, των βάσεων δεδομένων κινδύνου ζημίας και του συστήματος εσωτερικού ελέγχου ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος δύναται:

α) να απαιτεί από αυτό να διατηρεί ίδια κεφάλαια έως και 20% περισσότερα από το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των μεθόδων που ορίζονται με τις παραγράφους 1 και 2 ανωτέρω και

β) να επιτρέπει σε αυτό να διατηρεί ίδια κεφάλαια έως και 20% χαμηλότερα, αντίστοιχα.

5. Στις περιπτώσεις που ένα ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος είτε ανήκει στον ίδιο όμιλο με άλλο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, πιστωτικό ίδρυμα, ίδρυμα πληρωμών, εταιρεία επενδύσεων, εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, είτε ασκεί δραστηριότητες άλλες από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, δεν επιτρέπεται η πολλαπλή χρήση στοιχείων επιλέξιμων ως ίδια κεφάλαια.

6. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρ. 31 του ν. 3601/2007, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εξαιρεί από την εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος τα οποία συμπεριλαμβάνονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με τον ίδιο νόμο.

7. Εξουσιοδοτείται η Τράπεζα της Ελλάδος για τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων ώστε να αποτραπεί η πολλαπλή χρήση των στοιχείων ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, καθώς και για τη θεσμοθέτηση κάθε απαιτούμενης προσαρμογής αναφορικά με τα ίδια κεφάλαια.

Άρθρο 16

(Άρθρο 6 της Οδηγίας)

Λοιπές δραστηριότητες

1. Εκτός από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος μπορούν να ασκούν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες δραστηριότητες:

α) Την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 του ν. 3862/ 2010, οι οποίες δεν έχουν σχέση με τη δραστηριότητα της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος, τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 16 του ν. 3862/2010, οι οποίες εφαρμόζονται στα χρηματικά ποσά που τυχόν λαμβάνονται για το σκοπό αυτόν.

β) Τη χορήγηση πιστώσεων σχετικών με τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στις περιπτώσεις δ΄, ε΄ και ζ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 5 του άρθρου 16 του ιδίου ως άνω νόμου.

γ) Την παροχή λειτουργικών και στενά συνδεόμενων επικουρικών υπηρεσιών που έχουν σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος ή με την κατά την περίπτωση α΄ ανωτέρω παροχή υπηρεσιών πληρωμών.

δ) Τη λειτουργία συστημάτων πληρωμών όπως ορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 4 ν. 3862/2010 και με την επιφύλαξη του άρθρου 25 του εν λόγω νόμου.

ε) Άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, εφόσον αυτές δεν απαγορεύονται από το εθνικό δίκαιο ή το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι πιστώσεις της περίπτωσης β΄ ανωτέρω δεν χορηγούνται από τα ποσά που λαμβάνονται σε ανταλλαγή ηλεκτρονικού χρήματος και κατέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 17.

2. Απαγορεύεται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος η κατ’ επάγγελμα αποδοχή καταθέσεων, χρημάτων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό, κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 4 του ν. 3601/2007.

3. Η παραλαβή εκ μέρους των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος τυχόν χρηματικών ποσών από τους κατόχους ηλεκτρονικού χρήματος ανταλλάσσεται άμεσα με ηλεκτρονικό χρήμα. Τα χρηματικά αυτά ποσά δεν συνιστούν κατάθεση ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια που λαμβάνονται από το κοινό κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 4 του ν. 3601/2007.

Άρθρο 17

(Άρθρο 7 της Οδηγίας)

Απαιτήσεις διασφάλισης

1. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος πρέπει να διασφαλίζουν, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 9 του ν. 3862/2010, τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν έναντι ηλεκτρονικού χρήματος που έχει εκδοθεί. Χρηματικά ποσά που λαμβάνονται υπό μορφή πληρωμής από μέσα πληρωμών διασφαλίζονται σε κάθε περίπτωση όταν πιστωθούν σε λογαριασμούς πληρωμών ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος ή καταστούν με άλλο τρόπο διαθέσιμα σε ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, σύμφωνα με τις κατά περίπτωση απαιτήσεις περί προθεσμίας εκτέλεσης, που ορίζονται στο ν. 3862/2010.

Σε κάθε περίπτωση, τα εν λόγω χρηματικά ποσά διασφαλίζονται έως το αργότερο πέντε εργάσιμες ημέρες μετά την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 27 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010.

2. Για τους σκοπούς της διασφάλισης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, ως ασφαλή, χαμηλού κινδύνου στοιχεία ενεργητικού νοούνται:

α) τα στοιχεία που εμπίπτουν σε μία από τις κατηγορίες του Πίνακα 1 της παρ. 2 του Τμήματος Γ΄ του Παραρτήματος Ι της ΠΔ/ΤΕ 2591/2007 (Β΄ 1759), όπως ισχύει, για τα οποία η κεφαλαιακή απαίτηση ειδικού κινδύνου δεν υπερβαίνει το 1,6%, αλλά που αποκλείουν άλλα αποδεκτά στοιχεία κατά την έννοια της παραγράφου 5 του Τμήματος Γ΄ του Παραρτήματος Ι της ανωτέρω Πράξης, καθώς και

β) τα μερίδια σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) που επενδύει αποκλειστικά σε στοιχεία ενεργητικού όπως ορίζονται στην περίπτωση α΄ ανωτέρω.

Σε εξαιρετικές περιστάσεις και με επαρκή αιτιολόγηση, η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει, βάσει αξιολόγησης της ασφαλείας, της ληκτότητας, της αξίας ή άλλης παραμέτρου κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού όπως προσδιορίζονται ανωτέρω, ποια από τα στοιχεία ενεργητικού δεν συνιστούν ασφαλή, χαμηλού κινδύνου στοιχεία για τους σκοπούς της παραγράφου 1.

3. Για τις δραστηριότητες που ορίζονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 3862/2001.

4. Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 3, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει με απόφασή της, τη μέθοδο που χρησιμοποιείται από τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος για τη διασφάλιση των χρηματικών ποσών, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

Άρθρο 18

(Άρθρο 8 της Οδηγίας)

Σχέσεις με τρίτες χώρες

1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, επί των υποκαταστημάτων των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα και παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 3601/2007, όπως ισχύει.

2. Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις περιπτώσεις εφαρμογής της παραγράφου 1.

3. Σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Ένωση συνάψει συμφωνίες με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες για την εφαρμογή διατάξεων σύμφωνα με τις οποίες διασφαλίζεται ότι τα υποκαταστήματα ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, το οποίο έχει την έδρα του εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόκεινται στο ίδιο καθεστώς στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφαρμόζονται οι εν λόγω συμφωνίες.

Άρθρο 19

(Άρθρο 9 της Οδηγίας)

Δυνητικές εξαιρέσεις

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εξαιρεί νομικά πρόσωπα από την εφαρμογή του συνόλου ή μέρους των διαδικασιών και των προϋποθέσεων που προβλέπονται στα άρθρα 13,14,15 και 17 τηρουμένων σε κάθε περίπτωση των διατάξεων του άρθρου 12 του παρόντος νόμου και των άρθρων 22 και 23 του ν. 3862/2010 και να τους επιτρέπει να εγγράφονται στο μητρώο ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α) όλες οι επιχειρηματικές δραστηριότητες οδηγούν σε μέσο όρο ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία που δεν υπερβαίνει το όριο των 5.000.000 ευρώ, και

β) κανένα από τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση ή τη λειτουργία της επιχείρησης δεν έχει καταδικαστεί για αδικήματα σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή άλλα οικονομικά εγκλήματα.

Όταν τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 ή οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες των περιπτώσεων β΄ έως ε΄ της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου και δεν μπορεί να ορισθεί εκ των προτέρων το ποσό του ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιτρέπει στα ιδρύματα αυτά να εκτιμήσουν το όριο που αναφέρεται στην προϋπόθεση της περίπτωσης α΄ ανωτέρω, εφαρμόζοντας την υπόθεση ότι ένα αντιπροσωπευτικό ποσό θα χρησιμοποιηθεί στις υπηρεσίες πληρωμών, εφόσον, με βάση τα ιστορικά δεδομένα, το εν λόγω αντιπροσωπευτικό ποσό είναι δυνατόν να υπολογισθεί σωστά και με τρόπο ικανοποιητικό για την Τράπεζα της Ελλάδος.

Όταν ένα ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος δεν έχει ακόμη ασκήσει δραστηριότητα για επαρκές χρονικό διάστημα, η ως άνω απαίτηση αξιολογείται βάσει του προβλεπόμενου ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία που αποδεικνύεται από το επιχειρηματικό του σχέδιο, με την επιφύλαξη τυχόν προσαρμογών σε αυτό κατόπιν απαίτησης της Τράπεζας της Ελλάδος.

Στις περιπτώσεις της εν λόγω εξαίρεσης, το ανώτατο ποσό που αποθηκεύεται στο μέσο πληρωμών ή στο λογαριασμό πληρωμών του καταναλωτή όπου είναι αποθηκευμένο το ηλεκτρονικό χρήμα πρέπει να είναι μέχρι 150 ευρώ.

Νομικά πρόσωπα που έχουν καταχωρισθεί σύμφωνα με την παράγραφο αυτή δεν επιτρέπεται να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών που δεν έχουν σχέση με ηλεκτρονικό χρήμα το οποίο εκδίδεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2. Νομικά πρόσωπα τα οποία έχουν καταχωρισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 υποχρεούνται να διατηρούν τα κεντρικά τους γραφεία στην Ελλάδα, όπου ασκούν πραγματικά τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.

3. Κάθε νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 νοείται ως ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος. Ωστόσο, η παράγραφος 9 του άρθρου 10 του ν. 3862/2010 και το άρθρο 24 του ίδιου νόμου δεν εφαρμόζονται σε αυτά.

4. Τα νομικά πρόσωπα καταχωρισμένα σύμφωνα με την παράγραφο 1 ανωτέρω μπορούν να ασκούν μόνο τις δραστηριότητες των περιπτώσεων γ΄ και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16.

5. Τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α) γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος κάθε μεταβολή της κατάστασής τους που έχει επίπτωση στους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1, και

β) υποβάλλουν έκθεση για το κατά μέσο όρο ηλεκτρονικό χρήμα σε κυκλοφορία, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, σε ημερομηνία που καθορίζει, με απόφασή της, η Τράπεζα της Ελλάδος.

6. Υπό την προϋπόθεση ότι δεν ισχύουν πλέον οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1, 2, και 4 και σε διάστημα που δεν υπερβαίνει τις τριάντα ημερολογιακές ημέρες, το οικείο νομικό πρόσωπο οφείλει να υποβάλει αίτημα για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 13. Τα ως άνω πρόσωπα τα οποία δεν υπέβαλαν αίτημα κατά τα ανωτέρω και εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας, εμπίπτουν στη διάταξη του άρθρου 20 και απαγορεύεται σε αυτά να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα.

7. Η κατ’ εφαρμογή της παρούσας διάταξης παρεχόμενη εξαίρεση δεν αφορά την τήρηση των διατάξεων του ν. 3691/2008 (Α΄166), όπως εκάστοτε ισχύει.

8. Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή: α) για τον αριθμό των φυσικών και νομικών προσώπων τα οποία εμπίπτουν στο παρόν άρθρο και β) σε ετήσια βάση, για το συνολικό ποσό ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία που έχει εκδοθεί, με ημερομηνία αναφοράς την 31η Δεκεμβρίου.

9. Η τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το παρόν άρθρο, των εν γένει απαιτήσεων και περιορισμών που καθορίζονται σε σχέση με τη δραστηριότητα των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, καθώς και των λοιπών εκδοτών ηλεκτρονικού χρήματος, οι οποίοι υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, αποτελούν αντικείμενο εποπτείας και ελέγχου από την Τράπεζα της Ελλάδος. Με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται και εξειδικεύονται τα στοιχεία και οι πληροφορίες που υποχρεούνται να της παρέχουν οι εν λόγω εκδότες, καθώς και οι λεπτομέρειες και η διαδικασία εξακρίβωσης της συνεχούς τήρησης των απαιτήσεων και των σχετικών περιορισμών.

Άρθρο 20

(Άρθρο 10 της Οδηγίας)

Απαγόρευση έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος

Με την επιφύλαξη του άρθρου 28, απαγορεύεται στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν είναι εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα.

Άρθρο 21

(Άρθρο 11 της Οδηγίας)

Έκδοση και εξαργύρωση

1. Οι εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού ίσης αξίας.

2. Οι εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος, κατόπιν αιτήσεως του κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος, εξαργυρώνουν, ανά πάσα χρονική στιγμή και στην ονομαστική του αξία, τη νομισματική αξία του ηλεκτρονικού χρήματος.

3. Στη σύμβαση μεταξύ του εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος και του κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος αναφέρονται σαφώς και εμφανώς οι όροι εξαργύρωσης, περιλαμβανομένων των συναφών τελών, ο δε κάτοχος ηλεκτρονικού χρήματος ενημερώνεται για τους όρους αυτούς πριν δεσμευθεί από οποιαδήποτε σύμβαση ή προσφορά.

4. Η εξαργύρωση μπορεί να υπόκειται σε τέλος μόνο εάν αυτό αναφέρεται στη σύμβαση, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3, και μόνο σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Όταν η εξαργύρωση ζητείται πριν από τη λύση της σύμβασης.

β) Όταν στη σύμβαση προβλέπεται ημερομηνία λύσης και ο κάτοχος ηλεκτρονικού χρήματος έλυσε τη σύμβαση πριν από την ημερομηνία αυτή ή

γ) Όταν η εξαργύρωση ζητείται ένα έτος και πλέον από την ημερομηνία λύσης της σύμβασης.

Οποιοδήποτε παρόμοιο τέλος ορίζεται κατ’ αναλογία και αντίστοιχα προς το πραγματικό κόστος που βαρύνει τον εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος.

5. Όταν η εξαργύρωση ζητείται πριν από την ημερομηνία λύσης της σύμβασης, ο κάτοχος ηλεκτρονικού χρήματος μπορεί να ζητήσει να εξαργυρωθεί είτε μέρος είτε το σύνολο του ηλεκτρονικού χρήματος.

6. Όταν η εξαργύρωση ζητείται κατά την ημερομηνία λύσης της σύμβασης ή μέχρι ένα έτος μετά τη λύση αυτής, κατόπιν αιτήσεως του κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος:

α) Εξαργυρώνεται η συνολική ονομαστική αξία του ηλεκτρονικού χρήματος, ή

β) Εάν ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος ασκεί μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες υπό περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 και δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων το τμήμα του χρηματικού ποσού το οποίο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως ηλεκτρονικό χρήμα, το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος εξαργυρώνει όλα τα χρηματικά ποσά που απαιτεί ο κάτοχος ηλεκτρονικού χρήματος.

7. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 έως 6, τα δικαιώματα εξαργύρωσης προσώπων άλλων από τους καταναλωτές, κατά την έννοια της παραγράφου 11 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010, που αποδέχονται ηλεκτρονικό χρήμα υπόκεινται σε σύμβαση μεταξύ των εκδοτών ηλεκτρονικού χρήματος και των ιδίων.

Άρθρο 22

(Άρθρο 12 της Οδηγίας)

Απαγόρευση τόκων

Απαγορεύεται η απόδοση τόκου ή οποιουδήποτε άλλου οφέλους που έχει σχέση με τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο ο κάτοχος ηλεκτρονικού χρήματος κατέχει ηλεκτρονικό χρήμα.

Άρθρο 23

(Άρθρο 13 της Οδηγίας)

Καταγγελίες

1. Οι κάτοχοι ηλεκτρονικού χρήματος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων των ενώσεων καταναλωτών, έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν καταγγελίες στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης σχετικά με ισχυρισμούς περί παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 20 έως 26 του παρόντος Κεφαλαίου από εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος.

2. Ανάλογα με την περίπτωση και με την επιφύλαξη του δικαιώματος προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου σύμφωνα με τη δικονομία, η αρμόδια αρχή ενημερώνει με την απάντησή της τον καταγγέλλοντα για τις προβλεπόμενες από το άρθρο 26 διαδικασίες εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, υποβολής καταγγελιών και προσφυγής.

Άρθρο 24

(Άρθρο 13 της Οδηγίας)

Κυρώσεις

1. Με την επιφύλαξη άλλων ειδικότερων διατάξεων, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης επιβάλλεται σε βάρος των εκδοτών ηλεκτρονικού χρήματος, οι οποίοι δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 21 και 22, πρόστιμο από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής το ανώτατο όριο προστίμου διπλασιάζεται. Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ιδίως υπόψη και συνεκτιμώνται: α) η βαρύτητα της παράβασης, β) η συχνότητα αυτής, γ) η διάρκειά της, δ) οι ειδικές συνθήκες τέλεσής της, ε) ο βαθμός υπαιτιότητας και στ) ο κύκλος εργασιών του παραβάτη.

2. Τα ποσά των προστίμων που επιβάλλονται αποτελούν δημόσιο έσοδο και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974, Α΄ 90) και μπορεί να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.

3. Η επιβολή των ως άνω διοικητικών κυρώσεων είναι ανεξάρτητη από κάθε άλλη διοικητική, αστική, ποινική ή πειθαρχική κύρωση που προβλέπεται σε βάρος των εκδοτών ηλεκτρονικού χρήματος από το νόμο αυτόν και την κείμενη νομοθεσία.

Άρθρο 25

(Άρθρο 13 της Οδηγίας)

Αρμόδια αρχή

1. Αρμόδια αρχή για τη διαχείριση των καταγγελιών, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 23 και για την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 24 ορίζεται η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.

2. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 64 του ν. 3601/2007 σε περιπτώσεις παράβασης του άρθρου 20, σε περίπτωση παράβασης ή εικαζόμενης παράβασης των διατάξεων των άρθρων 20 έως 22, υπεύθυνες δυνάμει της παραγράφου 1 είναι οι αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους καταγωγής του εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος. Ωστόσο, για τους αντιπροσώπους και τα υποκαταστήματα που λειτουργούν υπό το δικαίωμα εγκατάστασης, αρμόδιες είναι οι αρχές του κράτους - μέλους υποδοχής.

Άρθρο 26

(Άρθρο 13 της Οδηγίας)

Εξωδικαστική επίλυση διαφορών

1. Για την εξωδικαστική επίλυση διαφορών, οι οποίες ανακύπτουν μεταξύ κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος και εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος και αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που καθορίζονται με τις διατάξεις αυτού του νόμου, αρμόδιοι είναι ο Συνήγορος του Καταναλωτή, ο Μεσολαβητής Τραπεζικών – Επενδυτικών Υπηρεσιών και οι Επιτροπές Φιλικού Διακανονισμού που προβλέπονται στο άρθρο 11 του ν. 2251/1994 (ΦΕΚ Α΄ 191).

2. Σε περίπτωση διασυνοριακών διαφορών, οι ανωτέρω φορείς συνεργάζονται με τους αντίστοιχους φορείς των άλλων κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 27

(Άρθρο 16 παρ. 2 της Οδηγίας)

Οι εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος απαγορεύεται να παρεκκλίνουν, εις βάρος των κατόχων ηλεκτρονικού χρήματος, από τις διατάξεις του νόμου, εκτός εάν η δυνατότητα παρέκκλισης προβλέπεται ρητά από αυτόν.

Άρθρο 28

(Άρθρο 18 της Οδηγίας)

Μεταβατική διάταξη

Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή διατάξεων δυνάμει του άρθρου 58 του ν. 3601/2007, δύναται να συνεχίσουν να ασκούν δραστηριότητες σύμφωνα με το Κεφάλαιο Ι΄ του ίδιου νόμου, μέχρι την 30ή Απριλίου 2012, χωρίς να υποχρεούνται να εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 12 έως 19 του παρόντος Κεφαλαίου. Μετά την πάροδο της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και εφόσον τα εν λόγω ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος δεν έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ούτε εξαίρεση κατά την έννοια του άρθρου 19, απαγορεύεται να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα.

Άρθρο 29

(Άρθρο 19 της Οδηγίας)

Τροποποιήσεις στο ν. 3691/2008

1. α) Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 καταργείται.

β) Η περίπτωση ιστ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«ιστ) Άλλες επιχειρήσεις που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα και των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μιας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα στοιχεία β΄ έως ιβ΄ και ιε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. 3601/2007. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται να ορίζονται και άλλες δραστηριότητες των επιχειρήσεων της κατηγορίας αυτής.»

2. Στο τέλος του εδαφίου α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 3691/2008 προστίθενται λέξεις: «- τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.».

3. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 17 του ν. 3691/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«δ) το ηλεκτρονικό χρήμα, κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ, εφόσον η νομισματική αξία που είναι αποθηκευμένη στο ηλεκτρονικό υπόθεμα, αν αυτό δεν μπορεί να επαναφορτιστεί, δεν υπερβαίνει τα 250 ευρώ, ή εφόσον, αν το ηλεκτρονικό υπόθεμα μπορεί να επαναφορτιστεί, το συνολικό ποσό συναλλαγής για ένα ημερολογιακό έτος δεν υπερβαίνει τα 2.500 ευρώ, εκτός εάν ο κάτοχος ηλεκτρονικού χρήματος εξαργυρώσει ποσό 1.000 ευρώ ή μεγαλύτερο κατά το ίδιο ημερολογιακό έτος, σύμφωνα με το άρθρο 11 της ως ανωτέρω Οδηγίας.»

Άρθρο 30

(Άρθρο 20 της Οδηγίας)

Τροποποιούμενες και καταργούμενες διατάξεις του ν. 3601/2007

1. α) Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Πιστωτικό ίδρυμα: η επιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και στη χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων για λογαριασμό της.»

β) Η παράγραφος 11 του άρθρου 2 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

«11. Χρηματοδοτικό ίδρυμα: επιχείρηση η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα και της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μιας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα υπό στοιχεία β΄- ιβ΄ και ιε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου.»

2. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργούνται οι παρακάτω διατάξεις του ν. 3601/2007 και οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά σε αυτές νοείται στο εξής ως αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου:

α) οι παράγραφοι 19 και 20 του άρθρου 2,

β) η παράγραφος 5 του άρθρου 4,

γ) το Κεφάλαιο Ι΄ (άρθρα 51 – 59).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2009/111/ΕΚ «ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ ΚΑΙ 2007/64/ΕΚ, ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΕΣ ΜΕ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ, ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ, ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΑ ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ, ΤΙΣ ΕΠΟΠΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΡΙΣΕΩΝ»

Άρθρο 31

Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

Με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου σκοπείται η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της με αριθμό 2009/111/ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 (L 302/17.11.2009) «για την τροποποίηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2007/64/ΕΚ, όσον αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση κρίσεων». Η Οδηγία 2009/111/ΕΚ τροποποιεί τις Οδηγίες 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2007/64/ΕΚ που έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις του ν. 3601/ 2007 «Ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων από τα πιστωτικά ιδρύματα, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 178) και αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση κρίσεων.

Άρθρο 32

(άρθρο 1 παρ. 4 της Οδηγίας)

Συνεργασία αρμόδιων αρχών στην περίπτωση σημαντικού υποκαταστήματος

Στο άρθρο 22 του ν. 3601/2007 προστίθενται παράγραφοι 5, 6 και 7 ως εξής:

«5. α) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, ως αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής, να ζητήσει από την αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η παρ. 1 του άρθρου 41 ή από τις αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους καταγωγής, να θεωρηθεί σημαντικό το υποκατάστημα στην Ελλάδα πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει στο εν λόγω κράτος - μέλος.

β) Στο παραπάνω αίτημα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, αναφορικά ιδίως με τις εξής παραμέτρους:

i) το βαθμό κατά τον οποίο το μερίδιο αγοράς του υποκαταστήματος επί των καταθέσεων στην Ελλάδα υπερβαίνει ποσοστό 2%,

ii) τις πιθανές συνέπειες από την αναστολή ή τον τερματισμό των εργασιών του πιστωτικού ιδρύματος στη ρευστότητα της αγοράς και στα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού στην Ελλάδα και

iii) το μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος στο τραπεζικό ή το χρηματοοικονομικό σύστημα της Ελλάδας με βάση τον αριθμό των πελατών του.

γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον ενεργεί με την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους υποδοχής, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους καταγωγής, καθώς και με την αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 41, προκειμένου να αποφασίσουν από κοινού ως προς το χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού.

δ) Σε περίπτωση που η απόφαση που προβλέπεται στο εδάφιο γ΄ δεν ληφθεί εντός δύο μηνών από την παραλαβή από τις αρμόδιες αρχές του αιτήματος του ανωτέρω εδαφίου β΄, η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον ενεργεί με την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους υποδοχής, λαμβάνει μόνη τη σχετική απόφαση εντός χρονικού διαστήματος δύο μηνών από τη λήξη της προηγούμενης δίμηνης προθεσμίας. Για τη λήψη της απόφασης αυτής λαμβάνονται υπόψη όλες οι επιφυλάξεις της αρμόδιας αρχής για την ενοποιημένη εποπτεία ή των αρμόδιων αρχών του κράτους - μέλους καταγωγής.

ε) Οι αποφάσεις που αναφέρονται στα εδάφια γ΄ και δ΄ της παρούσας παραγράφου διατυπώνονται εγγράφως με πλήρη αιτιολόγηση και διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Οι αποφάσεις αυτές γίνονται δεκτές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα εμπλεκόμενα κράτη - μέλη.

στ) Τα εδάφια α΄ έως ε΄ εφαρμόζονται αναλόγως στις περιπτώσεις που η Τράπεζα της Ελλάδος υπέχει την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής για την ενοποιημένη εποπτεία ή της αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους καταγωγής πιστωτικού ιδρύματος με υποκατάστημα σε άλλο κράτος - μέλος. Στις περιπτώσεις αυτές, η Τράπεζα της Ελλάδος με την παραλαβή του σχετικού αιτήματος του ανωτέρω εδαφίου β΄, καταβάλλει αντιστοίχως κάθε δυνατή προσπάθεια για τη λήψη της κοινής απόφασης του ως άνω εδαφίου γ΄ εντός της δίμηνης προθεσμίας, αναγνωρίζει δε και εφαρμόζει την απόφαση των αρμόδιων αρχών υποδοχής που τυχόν λαμβάνεται με τη διαδικασία του εδαφίου δ΄ της παρούσας παραγράφου.

ζ) Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών, όπως καθορίζονται από τον παρόντα νόμο και την Οδηγία 2006/48/ΕΚ.

6. Η Τράπεζα της Ελλάδος στις περιπτώσεις που ενεργεί με την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα τις πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία (iii) και (iv) του εδαφίου β΄της παραγράφου 1 του άρθρου 42 και εκτελεί τις εργασίες που αναφέρονται στο εδάφιο γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 41 σε συνεργασία με τις αρχές του κράτους - μέλους υποδοχής.

Στις περιπτώσεις, αντίστοιχα, που η Τράπεζα της Ελλάδος υπέχει την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους υποδοχής σημαντικού υποκαταστήματος, μπορεί να ζητεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τις πληροφορίες που αναφέρονται στοιχεία (iii) και (iv) του εδαφίου β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 42 και συνεργάζεται με τις εν λόγω αρχές για την εκτέλεση εκ μέρους τους των εργασιών που αναφέρονται στο εδάφιο γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 41.

Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης πιστωτικού ιδρύματος, υπό την έννοια του άρθρου 43, ειδοποιεί όσο το δυνατόν συντομότερα τις αρχές που αναφέρονται στο εδάφιο δ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 60, καθώς και τις αρχές που είναι αρμόδιες για τη νομοθεσία περί εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

7. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 43α του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργώντας με την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής που εποπτεύει πιστωτικό ίδρυμα με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη - μέλη συστήνει σώμα εποπτών υπό την προεδρία της, προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου και στην παράγραφο 1 του άρθρου 22. Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος βασίζονται σε ρυθμίσεις που καθορίζονται εγγράφως από την Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής, μετά από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις εκάστοτε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.

Για την ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ως αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους καταγωγής λαμβάνεται υπόψη η σημασία την οποία έχει για τις λοιπές εμπλεκόμενες αρχές η εποπτική δραστηριότητα που αποτελεί αντικείμενο προγραμματισμού ή συντονισμού.

Ιδιαίτερα λαμβάνονται υπόψη οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη - μέλη, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 25, καθώς και οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.

Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Κατόπιν ενημερώνει εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή με τα μέτρα που λαμβάνονται.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα διαλαμβανόμενα στο ανωτέρω εδάφιο α΄ της παρούσας παραγράφου αφορούν τις αρμόδιες αρχές καταγωγής άλλου κράτους μέλους, η Τράπεζα της Ελλάδος συμμετέχει στο σώμα εποπτών που συστήνεται από τις αρχές αυτές, ως αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής.»

Άρθρο 33

(άρθρο 1 παράγραφοι 3 και 4 της Οδηγίας)

Αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος

Στο άρθρο 25 του ν. 3601/2007 προστίθενται νέοι παράγραφοι 8 και 9, ως εξής:

«8. Η Τράπεζα της Ελλάδος κατά την άσκηση των καθηκόντων της με βάση τον παρόντα νόμο, λαμβάνει δεόντως υπόψη της, τις πιθανές επιπτώσεις των αποφάσεών της στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος όλων των άλλων εμπλεκόμενων κρατών - μελών, ιδίως δε, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, με βάση τις πληροφορίες που διαθέτει κατά το χρόνο λήψης της σχετικής απόφασης.

9. Η Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων της κατά τον παρόντα νόμο, λαμβάνει υπόψη τη σύγκλιση που επιδιώκεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο ως προς τα εποπτικά μέσα και τις μεθόδους που υιοθετούνται αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ. Για το σκοπό αυτόν η Τράπεζα της Ελλάδος:

α) συμμετέχει στις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής και

β) ακολουθεί τις κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις, πρότυπα και άλλα μέτρα που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή, αιτιολογώντας τυχόν μη υιοθέτησή τους.»

Άρθρο 34

(άρθρο 1 παρ. 31 περίπτωση α΄ της Οδηγίας)

Συντονιστικός ρόλος της αρμόδιας αρχής για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση

Το άρθρο 41 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 41

Συντονιστικός ρόλος της αρμόδιας αρχής για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ενεργώντας με την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής για την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση επί των «μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση», υπό την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 33, ή και επί των πιστωτικών ιδρυμάτων που ελέγχονται από «μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση», υπό την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 33, με βάση τον παρόντα νόμο, υποχρεούται:

α) να συντονίζει τη συγκέντρωση και τη γνωστοποίηση στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών -μελών των σχετικών και ουσιωδών για την άσκηση της εποπτείας πληροφοριών, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 42 του παρόντος νόμου,

β) να προγραμματίζει και να συντονίζει τις εποπτικές δραστηριότητες σε περίοδο ομαλής λειτουργίας (going concern), περιλαμβανομένων αυτών που είναι σχετικές με τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 25 παράγραφος 5 εδάφια α΄ και β΄, 28, 29, 62 παράγραφοι 1, 2, 3 και 5 εδάφιο α΄, στις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2589/ 20.8.2007 Τμήμα Α΄παράγραφος 3 και της ΠΔ/ΤΕ 2595/ 20.8.2007, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα Α΄ και Παράρτημα 5 αυτής, σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές,

γ) να προγραμματίζει και να συντονίζει τις εποπτικές δραστηριότητες σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και, εφόσον παραστεί ανάγκη, με τις κεντρικές τράπεζες, κατά το στάδιο προετοιμασίας για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων, καθώς και κατά τη διάρκεια αυτών, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων που σημειώνονται αρνητικές εξελίξεις σε πιστωτικά ιδρύματα ή σε αγορές χρηματοοικονομικών προϊόντων και των παραγώγων τους, χρησιμοποιώντας, κατά το δυνατόν, προκαθορισμένους διαύλους επικοινωνίας για τη διευκόλυνση της διαχείρισης κρίσεων. Ο προαναφερόμενος προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων περιλαμβάνει τα ειδικά μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο β΄της παραγράφου 1 του άρθρου 45, τη διεξαγωγή κοινών αξιολογήσεων, την εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης και θέματα σχετικά με την ενημέρωση του κοινού.

2. Αντιστοίχως, η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζεται με την αρμόδια αρχή για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, προκειμένου για την άσκηση των αναφερόμενων στα εδάφια α΄ έως γ΄ της ανωτέρω παραγράφου 1 καθηκόντων, στις περιπτώσεις ομίλων πιστωτικών ιδρυμάτων για τους οποίους δεν έχει η ίδια τη σχετική αρμοδιότητα.»

Άρθρο 35

(άρθρο 1 παρ. 32 της Οδηγίας)

Ειδοποίηση αρμοδίων αρχών σε περίπτωση κρίσης

Το άρθρο 43 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 43

Ειδοποίηση αρμόδιων αρχών σε περίπτωση κρίσης

Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, μεταξύ άλλων αρνητικές εξελίξεις σε αγορές χρηματοοικονομικών προϊόντων και των παραγώγων τους, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη - μέλη όπου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας επιχειρήσεις του ομίλου ή όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά το άρθρο 22 παράγραφοι 5, 6 και 7, η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον ενεργεί ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία βάσει των άρθρων 34 παράγραφοι 1 και 2, 46 παράγραφοι 3 και 4 ή και 41 παράγραφος 1, ειδοποιεί, σύμφωνα με το άρθρο 60, το συντομότερο δυνατόν, τις κεντρικές τράπεζες και τους οργανισμούς που αναφέρονται στο εδάφιο δ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 60, καθώς και τις αρχές που είναι αρμόδιες για τη νομοθεσία περί εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και διαβιβάζει σε αυτές όλες τις πληροφορίες που είναι σημαντικές για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Στις περιπτώσεις που η Τράπεζα της Ελλάδος αντιληφθεί μια κατάσταση που περιγράφεται στο προηγούμενο εδάφιο, αναφορικά με όμιλο για τον οποίο δεν έχει η ίδια την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής για την ενοποιημένη εποπτεία, ειδοποιεί με την ιδιότητα της κεντρικής τράπεζας το συντομότερο πρακτικά δυνατόν την αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία.

Στο μέτρο του δυνατού, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου χρησιμοποιούνται προκαθορισμένοι δίαυλοι επικοινωνίας.»

Άρθρο 36

(άρθρο 1 παρ. 33 της Οδηγίας)

Σώματα εποπτών

Μεταξύ των άρθρων 43 και 44 του ν. 3601/2007 παρεμβάλλεται άρθρο 43Α ως εξής:

«Άρθρο 43Α

Σώματα εποπτών

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον ενεργεί ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, συστήνει σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των εργασιών που αναφέρονται στα άρθρα 41 παράγραφος 1, 43, 44 και 44α και εξασφαλίζει τηρώντας τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας της παραγράφου 4 και της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου κρίνεται απαραίτητο, κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών. Αντιστοίχως, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να συμμετέχει σε σώματα εποπτών υπό την προεδρία της αρχής άλλου κράτους -μέλους που είναι αρμόδια για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση.

2. Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο συνεργασίας της αρμόδιας αρχής για την ενοποιημένη εποπτεία με τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, για την εξυπηρέτηση των ακόλουθων σκοπών:

α) Ανταλλαγή πληροφοριών.

β) Συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων, σε περιπτώσεις που αυτή ενδείκνυται.

γ) Καθορισμό προγραμμάτων εποπτικής αξιολόγησης, τα οποία θα βασίζονται σε αξιολόγηση των κινδύνων του ομίλου σύμφωνα με το εδάφιο α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 25 και το εδάφιο α΄ της παραγράφου 5 του άρθ. 62.

δ) Ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με αποφυγή περιττής επικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης υποβολής των στοιχείων και πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 42 παρ. 2 του νόμου αυτού και στο άρθρο 132 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

ε) Συνεπή εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ από όλες τις επιχειρήσεις των τραπεζικών ομίλων, με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στην οικεία νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών.

στ) Εφαρμογή του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 41, λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως δημιουργηθεί στον τομέα αυτόν.

3. Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος εποπτών βασίζεται σε ρυθμίσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 4 του άρθρου 46 και καθορίζονται εγγράφως μετά από διαβούλευση της αρμόδιας αρχής για την ενοποιημένη εποπτεία με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

4. Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών επιχειρήσεων ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, οι αρμόδιες αρχές μιας χώρας υποδοχής όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα όπως αναφέρονται στις παραγράφους 5, 6 και 7 του άρθρου 22, οι κεντρικές τράπεζες κατά περίπτωση, καθώς και αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις κατά Τμήμα 1 του Κεφαλαίου 2 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

5. Η Τράπεζα της Ελλάδος εφόσον ενεργεί ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου:

α) Προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μια δραστηριότητα του σώματος.

β) Ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση.

γ) Ενημερώνει, επίσης, εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται και με τα μέτρα που λαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις, και

δ) Ενημερώνει δυνάμει του άρθρου 60 και με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην εν λόγω Αρχή όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.

6. Στην απόφαση που λαμβάνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, εφόσον αυτή ενεργεί ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, συνεκτιμάται η σημασία που η εποπτική δραστηριότητα που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί επέχει για τις λοιπές αρμόδιες αρχές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη - μέλη, όπως προβλέπει η παράγραφος 8 του άρθρου 25 και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η παράγραφος 6 του άρθρου 22.

7. Η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζεται στενά με τις λοιπές αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν σε σώμα εποπτών, ανεξάρτητα εάν συμμετέχει σε αυτό υπό την ιδιότητα της αρμόδιας για την ενοποιημένη αρχή εποπτείας.

Οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας βάσει του άρθρου 60 δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και των λοιπών αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο λειτουργίας των σωμάτων εποπτών. Η σύσταση και λειτουργία σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει επίσης τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών δυνάμει της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ και του παρόντος νόμου.»

Άρθρο 37

(άρθρο 1 παρ. 31 περίπτωση β΄ της Οδηγίας)

Συνεργασία αρμόδιων αρχών για τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 28

Μεταξύ των άρθρων 44 και 45 του ν. 3601/2007 παρεμβάλλεται άρθρο 44Α ως εξής:

«Άρθρο 44Α

Συνεργασία αρμόδιων αρχών για το προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 28

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργώντας με την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής για την ενοποιημένη εποπτεία ή ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία θυγατρικών επιχειρήσεων ενός «μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση» ή μιας «μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση», καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια από κοινού με τις αρμόδιες αρχές που έχουν τις προαναφερόμενες αρμοδιότητες προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά: α) την εφαρμογή των άρθρων 25 παράγραφος 5 εδάφιο α΄, 28 και 62 παράγραφος 5 εδάφιο α΄ για να καθοριστεί η επάρκεια του ύψους των ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου και β) την οικονομική κατάστασή του, τα χαρακτηριστικά κινδύνου και το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή του άρθρου 62 παράγραφος 3 σε ατομική βάση για κάθε επιχείρηση του τραπεζικού ομίλου και σε ενοποιημένη βάση.

2. Η κοινή απόφαση της παρ. 1 του παρόντος άρθρου λαμβάνεται εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής προς τις άλλες αντίστοιχες αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 25 παράγραφος 5 εδάφιο α΄, 28 και 62 παράγραφος 5 εδάφιο α΄. Για τη λήψη της ανωτέρω κοινής απόφασης λαμβάνονται επίσης δεόντως υπόψη οι αξιολογήσεις κινδύνου που πραγματοποιούν οι σχετικές αρμόδιες αρχές για τις θυγατρικές επιχειρήσεις βάσει των άρθρων 25 παράγραφος 5 εδάφιο α΄, 28 και 62 παράγραφος 5 εδάφιο α΄.

Η κοινή απόφαση διατυπώνεται εγγράφως με πλήρη αιτιολόγηση και διαβιβάζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον αυτή έχει την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής για την ενοποιημένη εποπτεία, στο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.

Σε περίπτωση διαφωνίας, η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον ενεργεί ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, συμβουλεύεται την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή, κατόπιν αιτήσεως οποιασδήποτε άλλης από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές ή με δική της πρωτοβουλία.

3. Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός τεσσάρων μηνών, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 25 παράγραφος 5 εδάφιο α΄, 28 και 62 παράγραφος 3 και παραγράφος 5 εδάφιο α΄ λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου που έχουν πραγματοποιήσει για τις θυγατρικές επιχειρήσεις οι σχετικές αρμόδιες αρχές.

Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 25 παράγραφος 5 εδάφιο α΄, 28 και 62 παράγραφος 3 και παράγραφος 5 εδάφιο α΄ λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών επιχειρήσεων ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία.

Για τη λήψη των αποφάσεων του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνονται υπόψη η αξιολόγηση κινδύνου, οι θέσεις και οι επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει οι άλλες αρμόδιες αρχές εντός του χρονικού διαστήματος των τεσσάρων μηνών. Οι αποφάσεις αυτές διατυπώνονται εγγράφως με πλήρη αιτιολόγηση. Η απόφαση διαβιβάζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον αυτή ενεργεί ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, προς όλες τις οικείες αρμόδιες αρχές και προς το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στις περιπτώσεις που έχει ζητηθεί η συμβουλή της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής, όλες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη συμβουλή αυτή και επεξηγούν κάθε τυχόν σημαντική παρέκκλιση από αυτή.

4. Η κοινή απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, καθώς και οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση, γίνονται δεκτές ως αυτές που καθορίζουν τα θέματα για την εφαρμογή των άρθρων 123 και 124 της Οδηγίας 2006/ 48/ΕΚ και υιοθετούνται από τις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών - μελών.

Η κοινή απόφαση της παραγράφου 1 και οι αποφάσεις της παραγράφου 3, προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών επιχειρήσεων μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποβάλλει γραπτό και πλήρως αιτιολογημένο αίτημα προς την αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, προκειμένου να προσαρμόσει στα πρόσφατα δεδομένα την απόφαση για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 62. Στην τελευταία περίπτωση, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρμόδιας αρχής για την ενοποιημένη εποπτεία και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.»

Άρθρο 38

(άρθρο 1 παρ. 5 της Οδηγίας)

Υπηρεσιακό − Επαγγελματικό απόρρητο

1. Στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 60 του ν. 3601/2007 προστίθενται στοιχεία v και vi ως εξής:

«v) Το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, εφόσον πρόκειται για πληροφορίες αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής του.

vi) Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, εφόσον πρόκειται για πληροφορίες αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής του.»

2. Τα εδάφια γ΄ και δ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 60 του ν. 3601/2007 αντικαθίστανται ως εξής:

«γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να γνωστοποιεί σε αρχές, όργανα ή πρόσωπα άλλων κρατών - μελών, αντίστοιχα προς αυτά που αναφέρονται στα εδάφια α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους.

δ) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφ’ ενός της Τράπεζας της Ελλάδος ως αρμόδιας αρχής και αφ’ ετέρου: i) των κεντρικών τραπεζών του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και άλλων οργανισμών με παρόμοια αποστολή, όταν ενεργούν με την ιδιότητα νομισματικής αρχής, εφόσον αυτές οι πληροφορίες είναι σχετικές με την εκπλήρωση του, βάσει του Καταστατικού τους, σκοπού, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της σχετικής με αυτήν παροχής ρευστότητας, της επίβλεψης συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος και ii) τυχόν άλλων αρχών επιφορτισμένων με την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών.»

Άρθρο 39

(άρθρο 2 παρ. 7 της Οδηγίας)

Διατάξεις για τις Ε.Π.Ε.Υ.

1. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 70 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

«(α) Ως επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών νοούνται οι επιχειρήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007 (Α΄ 195), όπως εκάστοτε ισχύει εκτός από:

αα) τα πιστωτικά ιδρύματα,

ββ) τις επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν άδεια μόνο για την παροχή υπηρεσίας επενδυτικών συμβουλών ή για τη λήψη και διαβίβαση εντολών επενδυτών, χωρίς να κατέχουν χρήματα ή τίτλους που ανήκουν στους πελάτες τους, και οι οποίες, για το λόγο αυτόν, δεν μπορούν να βρίσκονται ποτέ σε θέση οφειλέτη έναντι των πελατών τους.

Για τους σκοπούς της άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, ο όρος «επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών» περιλαμβάνει και τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κρατών - μελών και άλλων χωρών.»

2. Το εδάφιο α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 80 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

«α) για τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ισχύουν οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 63 και 67 του ν. 3606/2007.»

3. Στο άρθρο 80 του ν. 3601/2007 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:

«6. Οι παράγραφοι 5 έως 7 του άρθρου 22, με εξαίρεση το στοιχείο i του εδαφίου β΄ της παραγράφου 5, εφαρμόζονται αναλόγως στην εποπτεία επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, εκτός εάν αυτές πληρούν τα κριτήρια στην απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 72 του παρόντος.»

Άρθρο 40

(άρθρο 1 παρ. 34 της Οδηγίας)

Λοιπές τροποποιήσεις του ν. 3601/2007

1. Στο άρθρο 42 παράγραφος 1 εδάφιο β΄ στοιχείο iv του ν. 3601/2007 η αναφορά στην παράγραφο 3 του άρθρου 62 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται από αναφορά στην παράγραφο 2 του άρθρου 62 του ίδιου νόμου.

2. Στο άρθρο 45 παράγραφος 1 εδάφιο β΄ του ν. 3601/ 2007 η αναφορά στην παράγραφο 3 του άρθρου 62 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται από αναφορά στην παράγραφο 2 του άρθρου 62 του ίδιου νόμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΣΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ, ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΣΤΑ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

(ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΟΔΗΓΙΑΣ 2009/44/ΕΚ)

Άρθρο 41

Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

1. Με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου σκοπείται η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2009/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Μαΐου 2009 «για την τροποποίηση της Οδηγίας 98/26/ΕΚ σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, καθώς και της Οδηγίας 2002/47/ΕΚ για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όσον αφορά συνδεδεμένα συστήματα και πιστωτικές απαιτήσεις (ΕΕ L 146/37)».

Η Οδηγία 2009/44/ΕΚ τροποποιεί τις Οδηγίες 98/26/ΕΚ και 2002/47/ΕΚ, που έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις του ν. 2789/2000 (Α΄ 21) και τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3301/2004 (Α΄ 263), αντίστοιχα.

2. Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται στους συμμετέχοντες σε συστήματα πληρωμών, σε συστήματα διακανονισμού επί αξιογράφων και άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων ως και σε συστήματα εκκαθάρισης ή κεντρικού αντισυμβαλλομένου επί τέτοιων μέσων, στους διαχειριστές συστήματος αυτών των συστημάτων, καθώς και στην πρόσθετη ασφάλεια που παρέχεται σε συνάρτηση με τη συμμετοχή σε ένα σύστημα ή τις πράξεις των κεντρικών τραπεζών των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ιδιότητά τους ως κεντρικών τραπεζών.

Άρθρο 42

(άρθρο 1 της Οδηγίας)

Τροποποιήσεις του ν. 2789/2000

1. Τα άρθρα 1, 2, 3 και 4 του ν. 2789/2000 ( Α΄ 21) αντικαθίστανται ως εξής:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 1

Για τους σκοπούς του παρόντος νοούνται ως:

α. Σύστημα:

1. Η νομοθετικά, κανονιστικά ή συμβατικά ρυθμιζόμενη σχέση με κοινούς και τυποποιημένους κανόνες:

(i) μεταξύ τριών ή περισσότερων συμμετεχόντων, στους οποίους δεν περιλαμβάνονται ο διαχειριστής αυτού του Συστήματος, τυχόν διακανονιστής ή κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, τυχόν συμψηφιστικό γραφείο ή τυχόν εμμέσως συμμετέχων, με κοινούς κανόνες και τυποποιημένες ρυθμίσεις για την εκκαθάριση, είτε μέσω κεντρικού αντισυμβαλλόμενου είτε όχι, ή για την εκτέλεση εντολών μεταβίβασης μεταξύ των συμμετεχόντων, και

(ii) η οποία διέπεται από το δίκαιο του κράτους - μέλους που έχουν επιλέξει οι συμμετέχοντες σε αυτήν, υπό την προϋπόθεση ότι σε αυτό το κράτος - μέλος βρίσκεται η κεντρική διοίκηση ενός τουλάχιστον των συμμετεχόντων και

(iii) η οποία σχέση έχει ανακοινωθεί ως Σύστημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή από κράτος - μέλος το οποίο έχει κρίνει τους κανόνες του συστήματος ως ικανοποιητικούς.

2. Η νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση ή σύμβαση που πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις και έχει ως αντικείμενο την εκτέλεση εντολών μεταβίβασης που αναφέρονται στην παράγραφο θ΄ περίπτωση (ii) του παρόντος άρθρου και σε περιορισμένη κλίμακα την εκτέλεση εντολών με αντικείμενο άλλα μέσα της κεφαλαιαγοράς, όπως συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων, η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως Σύστημα από κράτος - μέλος και έχει ανακοινωθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3. Η νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση ή σύμβαση μεταξύ δύο συμμετεχόντων, στους οποίους δεν περιλαμβάνονται ο διαχειριστής αυτού του συστήματος, ο τυχόν διακανονιστής, ο τυχόν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, το τυχόν συμψηφιστικό γραφείο ή ο τυχόν εμμέσως συμμετέχων, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως Σύστημα από κράτος - μέλος και έχει ανακοινωθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

4. Συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ διαλειτουργικών συστημάτων δεν συνιστά σύστημα.

β. Ίδρυμα:

(i) το πιστωτικό ίδρυμα, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρ. 2 του ν. 3601/2007 (Α΄ 178 ), συμπεριλαμβανομένων και των ιδρυμάτων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου,

(ii) η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, όπως αυτή ορίζεται στην περίπτωση 1 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007 (ΦΕΚ Α΄ 195 ), με εξαίρεση τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου,

(iii) το Δημόσιο ή επιχειρήσεις με εγγύηση του Δημοσίου,

(iv) το ίδρυμα, η κεντρική διοίκηση του οποίου βρίσκεται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και που το αντικείμενό του είναι ανάλογο των Πιστωτικών Ιδρυμάτων ή των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, όπως ορίζονται ανωτέρω, εφόσον τελεί υπό αντίστοιχη με αυτά εποπτεία,

(v) επιχειρήσεις που έχουν χαρακτηρισθεί ως ιδρύματα σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11 παράγραφος 1 για τα ημεδαπά συστήματα, καθώς και επιχειρήσεις που έχουν χαρακτηριστεί ως ιδρύματα με ανάλογες διαδικασίες για Συστήματα των άλλων κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον συμμετέχουν σε Σύστημα και ευθύνονται για την εκπλήρωση υποχρεώσεων που προκύπτουν από Εντολές μεταβίβασης στο πλαίσιο του συστήματος αυτού.

γ. Κεντρικός Αντισυμβαλλόμενος:

Ο οργανισμός ο οποίος παρεμβάλλεται μεταξύ των ιδρυμάτων ενός Συστήματος και ο οποίος δρα ως ο αποκλειστικός αντισυμβαλλόμενος αυτών των ιδρυμάτων όσον αφορά τις εντολές τους μεταβίβασης.

δ. Διακανονιστής:

Ο οργανισμός ο οποίος παρέχει σε ιδρύματα ή/και σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που συμμετέχουν σε συστήματα, λογαριασμούς διακανονισμού μέσω των οποίων γίνεται ο διακανονισμός εντολών μεταβίβασης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών και ο οποίος, αν συντρέχει περίπτωση, παρέχει πίστωση στα εν λόγω ιδρύματα ή/και κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με σκοπό το διακανονισμό.

ε. Συμψηφιστικό Γραφείο:

Ο οργανισμός που είναι υπεύθυνος για τον υπολογισμό της καθαρής θέσης των ιδρυμάτων, του τυχόν κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή/και τυχόν διακανονιστή.

στ. Συμμετέχων:

Ίδρυμα, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, διακανονιστής ή συμψηφιστικό γραφείο ή διαχειριστής συστήματος.

Σύμφωνα με τους κανόνες του Συστήματος, ο ίδιος συμμετέχων δύναται να δρα ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, διακανονιστής ή γραφείο συμψηφισμού ή να εκτελεί μέρος ή το σύνολο αυτών των καθηκόντων.

ζ. Εμμέσως Συμμετέχων:

Ίδρυμα, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, διακανονιστής, συμψηφιστικό γραφείο ή διαχειριστής συστήματος που έχει με συμμετέχοντα σε σύστημα το οποίο εκτελεί εντολές μεταβίβασης συμβατική σχέση η οποία του επιτρέπει να δίδει εντολές μεταβίβασης μέσω του συστήματος, υπό τον όρο ότι ο εμμέσως συμμετέχων είναι γνωστός στον διαχειριστή του συστήματος.

η. Χρηματοπιστωτικά μέσα:

Τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 του νόμου 3606/ 2007.

θ. Εντολή μεταβίβασης:

(i) κάθε Οδηγία συμμετέχοντος να τεθεί στη διάθεση ενός αποδέκτη χρηματικό ποσό μέσω λογιστικής εγγραφής στους λογαριασμούς πιστωτικού ιδρύματος, κεντρικής τράπεζας, κεντρικού αντισυμβαλλόμενου ή διακανονιστή ή κάθε Οδηγία η οποία συνεπάγεται την ανάληψη ή την εκπλήρωση οφειλής πληρωμής, όπως ορίζεται από τους κανόνες του συστήματος ή

(ii) κάθε Οδηγία συμμετέχοντος να μεταβιβασθεί η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα επί χρηματοπιστωτικού μέσου, μέσω λογιστικής εγγραφής σε μητρώο ή με άλλον τρόπο.

ι. Διαδικασία Αφερεγγυότητας:

Κάθε συλλογικό μέτρο που προβλέπεται από το δίκαιο κράτους - μέλους ή τρίτης χώρας και συνεπάγεται την απαγόρευση ή τον περιορισμό της εξουσίας διάθεσης όπως η πτώχευση, η ειδική εκκαθάριση ή η εξυγίανση.

ια. Συμψηφισμός:

Η μετατροπή σε καθαρή απαίτηση ή καθαρή οφειλή, απαιτήσεων και οφειλών που προκύπτουν από εντολές μεταβίβασης, τις οποίες ένας συμμετέχων ή συμμετέχοντες απευθύνουν προς ή λαμβάνουν από έναν ή περισσότερους άλλους συμμετέχοντες με τελικό εξαγόμενο μία μόνο καθαρή απαίτηση ή καθαρή οφειλή.

ιβ. Λογαριασμός διακανονισμού:

Λογαριασμός σε κεντρική τράπεζα, διακανονιστή ή κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που χρησιμοποιείται για την κατοχή κεφαλαίων ή χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και για το διακανονισμό συναλλαγών μεταξύ των συμμετεχόντων σε Σύστημα.

ιγ. Ασφάλεια:

Όλα τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, περιλαμβανομένων ιδίως των χρηματοοικονομικών ασφαλειών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν. 3301/2004 (Α΄ 263), που παρέχονται δυνάμει ενεχύρου, εγγυοδοσίας, σύμβασης πωλήσεως με σύμφωνο επαναγοράς ή παρεμφερούς συμφωνίας ή με άλλο τρόπο, για την εξασφάλιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που ενδέχεται να προκύψουν σε συνάρτηση με Σύστημα ή που παρέχονται στις κεντρικές τράπεζες των κρατών -μελών ή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

ιδ. Εργάσιμη ημέρα:

Καλύπτει τόσο τους ημερήσιους όσο και τους νυκτερινούς διακανονισμούς και περιλαμβάνει όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν κατά τον επιχειρησιακό κύκλο ενός συστήματος.

ιε. Διαλειτουργικά συστήματα:

Δύο ή περισσότερα συστήματα των οποίων οι διαχειριστές έχουν συνάψει μεταξύ τους συμφωνία που περιλαμβάνει τη διασυστημική εκτέλεση εντολών μεταβίβασης.

ιστ. Διαχειριστής συστήματος:

Το ή τα νομικά πρόσωπα που είναι νομικά υπεύθυνα για τη λειτουργία του συστήματος. Ο διαχειριστής συστήματος μπορεί επίσης να ενεργεί ως διακανονιστής, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή συμψηφιστικό γραφείο.

ιζ. Αρμόδιες αρχές:

Οι αρχές που έχουν ορισθεί από τα λοιπά κράτη - μέλη και έχουν γνωστοποιηθεί από αυτά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως αρμόδιες για την ενημέρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κάθε κράτους - μέλους, με τις οποίες επήλθε εναρμόνιση στις διατάξεις του άρθρου 6 της Οδηγίας 98/26/Ε.Κ..

ιη. Ημεδαπά Συστήματα:

Τα Συστήματα της παραγρ. 1 του άρθρου 2 του παρόντος, καθώς και εκείνα, που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος, στο πλαίσιο των οποίων οι εντολές μεταβίβασης εκτελούνται εντός Ελλάδος ή είναι διασυνοριακές.

Άρθρο 2

Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται, ανεξαρτήτως του νομίσματος ή των νομισμάτων διενέργειας των πράξεων:

1. Στα Συστήματα που ορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 10 του παρόντος και στα εξής Συστήματα:

α) στο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων και Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο «TARGET2-GR.»,

β) στο Σύστημα Παρακολούθησης Συναλλαγών επί Τίτλων σε Λογιστική Μορφή (Άυλοι Τίτλοι), που προβλέπεται από το ν. 2198/1994 (Α΄ 43) και βρίσκεται υπό τη διαχείριση και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος,

γ) στο Γραφείο Συμψηφισμού Αθηνών,

δ) στο Σύστημα Εκκαθάρισης Συναλλαγών επί Κινητών Αξιών σε Λογιστική Μορφή που τελεί υπό τη διαχείριση της Εταιρείας Εκκαθάρισης Συναλλαγών Χρηματιστηρίου Αθηνών Α.Ε. (στο εξής ΕΤ.ΕΚ.), όπως εκάστοτε ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 72επ. του ν.3606/2007 (Α΄ 195 ),

ε) στο Σύστημα Εκκαθάρισης Συναλλαγών επί Παραγώγων που τελεί υπό τη διαχείριση της ΕΤ.ΕΚ. όπως εκάστοτε ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 72επ. του ν. 3606/2007,

στ) στο Σύστημα Άυλων Τίτλων που τελεί υπό τη διαχείριση της Ελληνικά Χρηματιστήρια Α.Ε. (Ε.Χ.Α.Ε.), όπως εκάστοτε ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1επ. του ν. 3756/2009 (ΦΕΚ Α΄ 53 ),

ζ) Το Σύστημα Πληρωμών ΔΙΑΣ που τελεί υπό την επίβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος και το οποίο διαχειρίζεται η ανώνυμη εταιρεία «Διατραπεζικά Συστήματα Α.Ε.» (ΔΙΑΣ Α.Ε.).

2. Στους ημεδαπούς και αλλοδαπούς Συμμετέχοντες σε Ημεδαπά Συστήματα, καθώς και στους ημεδαπούς Συμμετέχοντες σε Συστήματα άλλων κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3. Στην Ασφάλεια, κατά την έννοια της παραγράφου ιγ΄ του άρθρου 1 που παρέχεται σε συνάρτηση με Συστήματα, καθώς και με τις πράξεις νομισματικής πολιτικής και τις λοιπές πράξεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Τράπεζας της Ελλάδος και των άλλων κεντρικών τραπεζών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό την ιδιότητά τους ως κεντρικών τραπεζών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΝΤΟΛΕΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ

Άρθρο 3

1. Οι εντολές μεταβίβασης και ο συμψηφισμός ισχύουν και αντιτάσσονται έναντι κάθε τρίτου ακόμη και σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά συμμετέχοντος, εφόσον οι εντολές μεταβίβασης εισήχθησαν στο σύστημα πριν από το χρονικό σημείο έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 του παρόντος. Αυτό ισχύει ακόμη και σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά συμμετέχοντος (στο οικείο σύστημα ή σε διαλειτουργικό σύστημα) ή κατά διαχειριστή διαλειτουργικού συστήματος, ο οποίος δεν είναι συμμετέχων.

Αν οι εντολές μεταβίβασης εισέλθουν στο Σύστημα μετά τη στιγμή της έναρξης της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, είναι ισχυρές και αντιτάσσονται έναντι κάθε τρίτου, εφόσον ο διαχειριστής του Συστήματος αποδείξει ότι δεν είχε λάβει γνώση για την έναρξη της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6 του παρόντος, υπό την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση των εντολών αυτών αρχίζει εντός της εργάσιμης ημέρας, όπως αυτή ορίζεται από τους κανόνες του συστήματος, κατά τη διάρκεια της οποίας ο διαχειριστής του Συστήματος έλαβε γνώση για την έναρξη της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6 του παρόντος.

2. Το κύρος του Συμψηφισμού δεν θίγεται από διατάξεις που προβλέπουν την ακύρωση των δικαιοπραξιών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 του παρόντος.

3. Τα Ημεδαπά Συστήματα διέπονται από σαφείς κανόνες που ορίζουν το χρόνο εισαγωγής μιας Εντολής μεταβίβασης στο Σύστημα, καθώς και τη χρονική στιγμή μετά την οποία η Εντολή αυτή δεν ανακαλείται ούτε από συμμετέχοντα ούτε από τρίτο. Μια εντολή μεταβίβασης δεν ανακαλείται ούτε από συμμετέχοντα ούτε από τρίτο μετά από τη χρονική στιγμή που καθορίζουν οι κανόνες του Συστήματος. Στην περίπτωση διαλειτουργικών συστημάτων, κάθε σύστημα καθορίζει στους δικούς του κανόνες το χρονικό σημείο στο οποίο μια εντολή μεταβίβασης καθίσταται αμετάκλητη, προκειμένου να εξασφαλίζεται, κατά το δυνατόν, ο συντονισμός, ως προς το σημείο αυτό, των κανόνων όλων των σχετικών διαλειτουργικών συστημάτων. Οι κανόνες ενός συστήματος σχετικά με το χρονικό σημείο στο οποίο μια εντολή μεταβίβασης καθίσταται αμετάκλητη δεν επηρεάζονται από τους κανόνες των άλλων συστημάτων με τα οποία είναι διαλειτουργικό, εκτός εάν οι κανόνες όλων των συστημάτων που συμμετέχουν στα διαλειτουργικά συστήματα προβλέπουν ρητώς κάτι διαφορετικό.

4. Στην περίπτωση διαλειτουργικών συστημάτων, κάθε σύστημα καθορίζει στους δικούς του κανόνες το χρονικό σημείο εισαγωγής μιας εντολής μεταβίβασης κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται, στο μέτρο του δυνατού, ότι θα υπάρχει συντονισμός των κανόνων όλων των σχετικών διαλειτουργικών συστημάτων ως προς το σημείο αυτό. Οι κανόνες ενός συστήματος σχετικά με το χρονικό σημείο εισαγωγής μιας εντολής μεταβίβασης, δεν επηρεάζονται από τους κανόνες των άλλων συστημάτων με τα οποία είναι διαλειτουργικό, εκτός εάν οι κανόνες όλων των συστημάτων που συμμετέχουν στα διαλειτουργικά συστήματα προβλέπουν ρητώς κάτι διαφορετικό.

Άρθρο 4

Κεφάλαια ή χρηματοπιστωτικά μέσα του Συμμετέχοντος που είναι διαθέσιμα στο Λογαριασμό διακανονισμού του δύνανται να χρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εν λόγω συμμετέχοντος στο Σύστημα ή σε διαλειτουργικό σύστημα, οι οποίες έχουν γεννηθεί μέχρι και την εργάσιμη ημέρα έναρξης της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας κατά του συμμετέχοντος ή κατά διαχειριστή συστήματος ή, αν η Διαδικασία Αφερεγγυότητας δεν αρχίζει εντός κάποιας εργάσιμης ημέρας, την αμέσως προηγούμενη εργάσιμη ημέρα. Πιστωτική διευκόλυνση η οποία παρασχέθηκε σε αυτόν τον συμμετέχοντα σε συνάρτηση με το σύστημα έναντι διαθέσιμης υφιστάμενης ασφάλειας, δύναται να χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση των κατά το προηγούμενο εδάφιο υποχρεώσεων του συμμετέχοντος στο σύστημα ή σε διαλειτουργικό σύστημα.»

2. Στο τέλος του άρθρου 7 του ν. 2789/2000 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός συμμετέχοντος σε διαλειτουργικό σύστημα ή του διαχειριστή συστήματος ενός διαλειτουργικού συστήματος, ο οποίος δεν είναι συμμετέχων.»

3. Το άρθρο 9 του ν. 2789/2000 αντικαθίσταται ως εξής:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΕΡ ΩΝ Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΧΩΡΟΥΝΤΟΣ

Άρθρο 9

1. Η Ασφάλεια που έχει παρασχεθεί:

α) σε Συμμετέχοντα ή διαχειριστή συστήματος με σύστημα ή με οποιοδήποτε διαλειτουργικό σύστημα, ή β) στις κεντρικές τράπεζες των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν θίγεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τη διαδικασία αφερεγγυότητας έναντι:

αα) συμμετέχοντος (στο οικείο σύστημα ή σε διαλειτουργικό σύστημα),

ββ) του διαχειριστή συστήματος διαλειτουργικού συστήματος που δεν είναι συμμετέχων,

γγ) αντισυμβαλλόμενου κεντρικών τραπεζών των κρατών - μελών ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ή

δδ) οποιουδήποτε τρίτου παρέσχε την ασφάλεια, και μπορεί, με την επιφύλαξη διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ ασφαλειολήπτη και ασφαλειοδότη των διατάξεων του ν. 3301/2004, να ρευστοποιηθεί προς ικανοποίηση αυτών των δικαιωμάτων σύμφωνα με τα οριζόμενα στην επόμενη παράγραφο.

2. Εφόσον υφίσταται ληξιπρόθεσμη οφειλή Συμμετέχοντος σε Σύστημα ή σε διαλειτουργικό σύστημα, στο πλαίσιο λειτουργίας τους, ή Αντισυμβαλλομένου κεντρικής τράπεζας των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά χρηματοπιστωτικά μέσα ή οι πιστωτικές απαιτήσεις επί των οποίων έχει συσταθεί Ασφάλεια κατά την προηγούμενη παράγραφο, επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί αναγκαστικής εκποίησης, να εκποιούνται από τον ασφαλειολήπτη ή, εφόσον πρόκειται περί τίτλων ή απαιτήσεων ληξιπρόθεσμων και απαιτητών, να εισπράττονται τα σχετικά ποσά από τον ασφαλειολήπτη ιδίω ονόματι. Η εκποίηση γίνεται χρηματιστηριακώς, μέσω μέλους της οργανωμένης αγοράς που ορίζει ο ασφαλειολήπτης, ή κατ’ επιλογήν του, εξωχρηματιστηριακώς, εφόσον αντικείμενο της Ασφάλειας είναι απαιτήσεις εκ τραπεζικών δανείων ή λοιπών πιστώσεων, τίτλοι του Δημοσίου ή και άλλοι τίτλοι τους οποίους διαπραγματεύονται νομίμως κατ’ επάγγελμα πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών διενεργώντας απευθείας συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό με πελάτες τους. Το προϊόν της εκποιήσεως ή το εισπραττόμενο ποσό διατίθεται κατά προτεραιότητα για την ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως. Όταν η Ασφάλεια έχει παρασχεθεί με τη μορφή συμβάσεως πωλήσεως τίτλων με σύμφωνο επαναγοράς και ο υπόχρεος σε επαναγορά καταστεί υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του για την καταβολή του τιμήματος, ο ασφαλειολήπτης δύναται αμέσως να διαθέτει ελεύθερα τους τίτλους που είχε αγοράσει.

3. Οι διατάξεις της νομοθεσίας που εφαρμόζονται κατά τη σύσταση ενεχύρου υπέρ της Τράπεζας της Ελλάδος, την αναγκαστική εκποίηση του ενεχύρου αυτού και τη διανομή του πλειστηριάσματος ισχύουν και για τη σύσταση και την αναγκαστική εκποίηση ενεχύρου επί άυλων τίτλων Δημοσίου υπέρ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των κεντρικών τραπεζών των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και για τη διανομή του πλειστηριάσματος.

4. Όταν παρέχεται ασφάλεια επί χρηματοπιστωτικών μέσων ή επί δικαιωμάτων σε χρηματοπιστωτικά μέσα σε συμμετέχοντες, διαχειριστές συστημάτων ή Κεντρικές Τράπεζες των κρατών - μελών ή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου με νόμιμη καταχώριση του δικαιώματος του ασφαλειολήπτη σε Σύστημα ή σε μητρώο ή σε λογαριασμό ή σε αποθετήριο, το εν λόγω δικαίωμα, ιδίως ως προς τη νόμιμη σύστασή του, την εγκυρότητά του και τη διαδικασία αναγκαστικής εκποίησης, διέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο του κράτους - μέλους στο οποίο έγινε η καταχώρισή του. Η παραπάνω διάταξη ισχύει και στην περίπτωση που ο ασφαλειολήπτης ενεργεί ιδίω ονόματι αλλά για λογαριασμό τρίτου.»

4. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 2789/2000, μετά τις λέξεις «ορίζονται τα Συστήματα» προστίθενται οι λέξεις «και οι οικείοι διαχειριστές συστημάτων».

5. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του ν. 2789/2000 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Η επέκταση αυτή δεν περιορίζει την ευθύνη του συμμετέχοντος μέσω του οποίου ο Εμμέσως Συμμετέχων διαβιβάζει εντολές μεταβίβασης στο Σύστημα.»

6. Η παράγραφος 3 του άρθρου 12 του ν. 2789/2000 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Κάθε Ίδρυμα υποχρεούται, μετά από σχετική αίτηση, να ενημερώνει οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον για τα Συστήματα στο οποία είναι Συμμετέχων ή Εμμέσως Συμμετέχων και να παρέχει πληροφορίες για τους βασικούς κανόνες που διέπουν τη λειτουργία των εν λόγω Συστημάτων.»

7. Το άρθρο 14 του ν. 2789/2000 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 14

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας που προβλέπουν την επιβολή κυρώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύνανται να επιβάλλουν πρόστιμο ύψους μέχρι 190.000 ευρώ στους εποπτευόμενους ή επιβλεπόμενους από αυτές Συμμετέχοντες, εφόσον αυτοί παραβιάζουν τις διατάξεις του παρόντος. Σε περίπτωση σοβαρών υποτροπών, το πρόστιμο δύναται να ανέρχεται σε 380.000 ευρώ.

2. Σε περίπτωση παράβασης των καθηκόντων που απορρέουν από την εκτέλεση των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του παρόντος επιβάλλεται κατά των εντεταλμένων οργάνων πρόστιμο έως 65.000 ευρώ με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος.»

8. Όπου στις διατάξεις του ν. 2789/2000 αναφέρεται ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, νοείται ο Υπουργός Οικονομικών.

Άρθρο 43

Τροποποιήσεις του ν. 3301/2004

(άρθρο 2 της Οδηγίας)

1. Τα άρθρα 1, 2, 3 και 4 του ν. 3301/2004 (Α΄ 263) αντικαθίστανται ως εξής:

«ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1. Με τις διατάξεις του παρόντος νόμου θεσπίζεται το καθεστώς που εφαρμόζεται στις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, οι οποίες ικανοποιούν τις απαιτήσεις των παραγράφων 2 και 5 του άρθρου αυτού, καθώς και στη χρηματοοικονομική ασφάλεια που παρέχεται σύμφωνα με τους όρους των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου αυτού.

2. Τόσο ο ασφαλειολήπτης όσο και ο ασφαλειοδότης πρέπει να ανήκουν σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες:

α) δημόσια αρχή πλην των επιχειρήσεων με εγγύηση του Δημοσίου, εκτός εάν αυτές εμπίπτουν στα κατωτέρω στοιχεία β΄ έως ε΄, όπως μεταξύ άλλων:

αα) δημόσιοι φορείς των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν αναλάβει τη διαχείριση του δημόσιου χρέους ή παρεμβαίνουν σε αυτή,

ββ) δημόσιοι φορείς των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν εξουσιοδοτηθεί να τηρούν λογαριασμούς πελατών,

β) εθνική κεντρική τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, κάποια από τις πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης που αναφέρονται στην Πράξη Διοικητή Τραπέζης της Ελλάδος υπ’ αριθ. 2588/2007 (Β΄ 1758/4.9.2007) υπό «Τυποποιημένη Προσέγγιση», Τμήμα Ε΄ παράγραφος 6, καθώς και στο παράρτημα VI, Μέρος 1, Τμήμα 4 της Οδηγίας 2006/48/ ΕΚ, όπως ενσωματώθηκε στη νομοθεσία των κρατών -μελών, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων,

γ) χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που υπόκειται σε εποπτεία, όπως, μεταξύ άλλων:

αα) πιστωτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του ν. 3601/2007,

ββ) επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 περίπτωση 1 του ν. 3606/2007,

γγ) χρηματοδοτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 11 του ν. 3601/2007,

δδ) ασφαλιστική επιχείρηση, όπως ορίζεται στο άρθρο 2α στοιχείο α΄ του ν.δ. 400/1970 (Α΄ 10), και ασφαλιστική επιχείρηση ζωής, όπως ορίζεται στην ίδια διάταξη του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος,

εε) ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, οργανισμός συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, αμοιβαία κεφάλαια κατά την έννοια του ν. 3283/ 2004 (A΄ 210),

στστ) εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης κατά την έννοια του ν. 1665/1986 (Α΄ 194).

δ) κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, διακανονιστής ή συμψηφιστικό γραφείο, όπως ορίζονται, αντίστοιχα, στις περιπτώσεις γ΄, δ΄ και ε΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του ν. 2789/2000, καθώς και στο άρθρο 2 στοιχεία γ΄, δ΄ και ε΄ της Οδηγίας 98/26/ΕΚ, όπως ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία των λοιπών κρατών - μελών, συμπεριλαμβανομένων των ομοειδών ιδρυμάτων που υπόκεινται σε εποπτεία σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τα οποία ασκούν δραστηριότητες στις αγορές συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, προαιρέσεων και παράγωγων μέσων σε βαθμό μη καλυπτόμενο από τον παρόντα νόμο και την εν λόγω Οδηγία και πρόσωπο, πλην των φυσικών προσώπων, το οποίο ενεργεί ως καταπιστευματοδόχος ή υπό την ιδιότητα αντιπροσώπου εξ ονόματος ενός ή περισσότερων προσώπων στα οποία περιλαμβάνονται τυχόν ομολογιούχοι ή κάτοχοι άλλων μορφών εξασφαλισμένων δανείων ή ίδρυμα που ορίζεται στα στοιχεία α΄ έως δ΄,

ε) κάθε νομικό πρόσωπο υπό τον όρο ότι ο αντισυμβαλλόμενος είναι ίδρυμα που ορίζεται στα στοιχεία α΄ έως δ΄.

3. Η παρεχόμενη χρηματοοικονομική ασφάλεια πρέπει να συνίσταται σε μετρητά, χρηματοπιστωτικά μέσα ή πιστωτικές απαιτήσεις.

4. Ο νόμος αυτός καταλαμβάνει τις χρηματοοικονομικές ασφάλειες από το χρόνο της παροχής τους και εφόσον η παροχή πιστοποιείται εγγράφως. Η απόδειξη της παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας πρέπει να επιτρέπει τον προσδιορισμό της χρηματοοικονομικής ασφάλειας στην οποία αναφέρεται. Για το σκοπό αυτόν, αρκεί να αποδεικνύεται ότι η ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή έχει μεταφερθεί σε πίστωση του σχετικού λογαριασμού ή αποτελεί πίστωση του λογαριασμού αυτού και ότι η ασφάλεια σε μετρητά έχει μεταφερθεί σε πίστωση του καθορισμένου λογαριασμού ή αποτελεί πίστωση του λογαριασμού αυτού. Αν πρόκειται για πιστωτικές απαιτήσεις, η εγγραφή των απαιτήσεων σε έναν κατάλογο απαιτήσεων που υποβάλλεται εγγράφως ή με νομικά ισοδύναμο τρόπο στον ασφαλειολήπτη επαρκεί για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων και την απόδειξη της παροχής τους ως χρηματοοικονομικής ασφάλειας μεταξύ των μερών. Η εγγραφή των απαιτήσεων σε έναν κατάλογο απαιτήσεων κατά το προηγούμενο εδάφιο επαρκεί για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων και την απόδειξη της παροχής τους ως χρηματοοικονομικής ασφάλειας και έναντι τρίτων, με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 3 και των διατάξεων του ν. 2844/2000 (Α΄ 220).

5. Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται στις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας εφόσον οι συμφωνίες αυτές πιστοποιούνται εγγράφως ή με νομικά ισοδύναμο τρόπο. Δεν απαιτείται η έγγραφη πιστοποίηση εφόσον πρόκειται για επί μέρους συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όπως ιδίως επί μέρους συμβάσεις πώλησης με σύμφωνο επαναγοράς οι οποίες καταρτίζονται βάσει σύμβασης-πλαισίου που έχει καταρτιστεί εγγράφως ή με νομικά ισοδύναμο τρόπο μεταξύ πωλητή και αγοραστή.

6. Οι προθεσμίες του άρθρου 16 παράγραφοι 6 και 8 του κ.ν. 2190/1920 (Α΄ 37) αναστέλλονται για όσο χρόνο διαρκεί η ασφάλεια που ο ασφαλειοδότης έχει παράσχει επί ιδίων μετοχών του.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού νοούνται ως:

α) «συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας»: η συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου ή η συμφωνία παροχής εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ανεξαρτήτως του εάν καλύπτονται από σύμβαση - πλαίσιο ή γενικούς όρους·

β) «συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου»: η συμφωνία, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών επαναγοράς, βάσει της οποίας ο ασφαλειοδότης μεταβιβάζει την πλήρη κυριότητα ή το πλήρες δικαίωμα επί της παρεχόμενης χρηματοοικονομικής ασφάλειας με σκοπό την εξασφάλιση ή την κάλυψη της εκτέλεσης των σχετικών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων·

γ) «συμφωνία παροχής εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας»: η συμφωνία βάσει της οποίας ο ασφαλειοδότης παρέχει στον ασφαλειολήπτη ή υπέρ αυτού ενέχυρο ή άλλο αντίστοιχο περιορισμένο, κατά το οικείο εφαρμοστέο δίκαιο, εμπράγματο δικαίωμα επί της παρεχόμενης χρηματοοικονομικής ασφάλειας με σκοπό την εξασφάλιση ή την κάλυψη της εκτέλεσης των σχετικών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων, ενώ η κυριότητα ή το δικαίωμα επί της παρεχόμενης χρηματοοικονομικής ασφάλειας παραμένει στον ασφαλειοδότη κατά τη σύσταση του εμπράγματου δικαιώματος.

δ) «μετρητά»: τα χρήματα που έχουν πιστωθεί σε λογαριασμό, σε οποιοδήποτε νόμισμα ή παρεμφερείς αξιώσεις για την επιστροφή χρημάτων, όπως οι καταθέσεις χρηματαγοράς·

ε) «χρηματοπιστωτικά μέσα»: οι μετοχές και άλλοι τίτλοι που ισοδυναμούν με μετοχές και ομολογίες και άλλα είδη χρεωστικών μέσων, εφόσον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά και οποιοιδήποτε άλλοι τίτλοι που είναι συνήθως διαπραγματεύσιμοι και οι οποίοι παρέχουν το δικαίωμα απόκτησης μετοχών, ομολογιών ή άλλου είδους κινητών αξιών με εγγραφή, αγορά ή ανταλλαγή ή οι οποίοι συνεπάγονται διακανονισμό τοις μετρητοίς, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής, περιλαμβανομένων των μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, των μέσων χρηματαγοράς και των αξιώσεων σε σχέση με ή των δικαιωμάτων επί ή σε σχέση με τα ανωτέρω στοιχεία.

στ) «σχετικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις»: οι υποχρεώσεις των οποίων η εκπλήρωση εξασφαλίζεται με συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας και οι οποίες παρέχουν αντιστοίχως δικαίωμα διακανονισμού τοις μετρητοίς ή/και παράδοσης χρηματοπιστωτικών μέσων.

Οι σχετικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις είναι δυνατόν να συνίστανται σε ή να περιλαμβάνουν:

αα) υποχρεώσεις παρούσες ή μελλοντικές, υφιστάμενες ή ενδεχόμενες ή τελούσες υπό αίρεση ή προθεσμία συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που απορρέουν από μια γενική σύμβαση ή παρόμοιο διακανονισμό,

ββ) υποχρεώσεις που έχει προς τον ασφαλειολήπτη κάποιο πρόσωπο εκτός του ασφαλειοδότη,

γγ) υποχρεώσεις ορισμένης κατηγορίας ή είδους οποτεδήποτε και αν προκύπτουν.

ζ) «ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή»: η χρηματοοικονομική ασφάλεια που παρέχεται στο πλαίσιο συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας και η οποία συνιστάται επί χρηματοπιστωτικών μέσων, το δικαίωμα επί των οποίων αποδεικνύεται με εγγραφές σε μητρώο ή λογαριασμό που τηρείται από ενδιάμεσο ή εν ονόματι αυτού.

η) «σχετικός λογαριασμός»: σε σχέση με ασφάλειες επί τίτλων σε λογιστική μορφή που παρέχονται στο πλαίσιο συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, το μητρώο ή ο λογαριασμός - που μπορεί να τηρείται από τον ασφαλειολήπτη - όπου γίνονται οι εγγραφές μέσω των οποίων παρέχεται στον ασφαλειολήπτη η ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή.

θ) «ισοδύναμη ασφάλεια»:

αα) στην περίπτωση των μετρητών, η πληρωμή του ίδιου ποσού και στο ίδιο νόμισμα,

ββ) στην περίπτωση των χρηματοπιστωτικών μέσων, τα χρηματοπιστωτικά μέσα του ίδιου εκδότη ή χρεώστη που αποτελούν τμήμα της ίδιας έκδοσης ή κατηγορίας και του ίδιου ονομαστικού ποσού, νομίσματος και περιγραφής ή, σε περίπτωση συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας που προβλέπει τη μεταβίβαση άλλων περιουσιακών στοιχείων ως αποτέλεσμα της επέλευσης οποιουδήποτε γεγονότος που συνδέεται ή επηρεάζει κάποιο από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν δοθεί ως ασφάλεια, τα εν λόγω άλλα περιουσιακά στοιχεία.

ι) «διαδικασίες εκκαθάρισης»: κάθε διαδικασία η οποία περιλαμβάνει την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων και τη διανομή των εσόδων μεταξύ των δανειστών, μετόχων ή μελών, ανάλογα με την περίπτωση, η οποία συνεπάγεται παρέμβαση διοικητικών ή δικαστικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες οι συλλογικές διαδικασίες τερματίζονται με συμβιβασμό ή άλλο ανάλογο μέτρο είτε βασίζονται σε αφερεγγυότητα είτε όχι, και ανεξάρτητα από τον υποχρεωτικό ή προαιρετικό χαρακτήρα τους όπως ενδεικτικά η πτώχευση, η ειδική εκκαθάριση του άρθρου 46 του ν. 3588/2007 (Α΄ 153), η ειδική εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων του άρθρου 68 του ν. 3601/2007, η ειδική εκκαθάριση των ανωνύμων χρηματιστηριακών εταιρειών και των Ανωνύμων Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Ε.Π.Ε.Υ.) του ν. 3606/2007, η εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με το ν.δ. 400/1970.

ια) «μέτρα εξυγίανσης»: όλα τα μέτρα τα οποία περιλαμβάνουν παρέμβαση διοικητικών ή δικαστικών αρχών με σκοπό τη διατήρηση ή αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής κατάστασης και που επηρεάζουν τα προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των μέτρων που συνεπάγονται αναστολή πληρωμών, αναστολή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή περιορισμό των αξιώσεων, όπως ενδεικτικά οι συμφωνίες πιστωτών και επιχείρησης κατά το ν. 3588/2007 ή η εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με το ν.δ. 400/1970.

ιβ) «γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση»: οποιοδήποτε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης ή παρεμφερές, κατά τη συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών, γεγονός με την επέλευση του οποίου, βάσει των όρων της συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας ή κατ’ εφαρμογή νομοθετικής διάταξης, ο ασφαλειολήπτης δικαιούται να εκποιήσει ή να αποκτήσει την κυριότητα της ασφάλειας ή λόγω του οποίου τίθεται σε ισχύ η ρήτρα συμψηφισμού.

ιγ) «δικαίωμα χρήσης»: το δικαίωμα του ασφαλειολήπτη να χρησιμοποιεί και να διαθέτει τα υποκείμενα στην ασφάλεια περιουσιακά στοιχεία ως κάτοχός τους στο πλαίσιο της συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής εμπράγματης ασφάλειας.

ιδ) «ρήτρα εκκαθαριστικού συμψηφισμού»: η διάταξη της συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας ή της συμφωνίας της οποίας αποτελεί μέρος η συμφωνία παροχής ασφάλειας ή, εάν δεν υπάρχει τέτοια διάταξη, οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη, βάσει της οποίας, με την επέλευση ενός γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση είτε μέσω συμψηφισμού ή αντιστάθμισης είτε με άλλον τρόπο:

αα) οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων καθίστανται άμεσα απαιτητές και εκφράζονται ως υποχρέωση καταβολής του ποσού που αντιπροσωπεύει την κατ’ εκτίμηση τρέχουσα αξία τους ή λήγουν και αντικαθίστανται από υποχρέωση καταβολής ενός τέτοιου ποσού, ή

ββ) υπολογίζονται οι οφειλές του κάθε συμβαλλομένου προς τον άλλο σε σχέση με τις υποχρεώσεις αυτές και ο συμβαλλόμενος ο οποίος οφείλει το μεγαλύτερο ποσό καταβάλλει καθαρό ποσό, ίσο προς τη διαφορά των οφειλών.

ιε) «πιστωτικές απαιτήσεις»: χρηματικές απαιτήσεις που πηγάζουν από συμφωνία βάσει της οποίας ένα πιστωτικό ίδρυμα χορηγεί πίστωση υπό τη μορφή δανείου ή κάθε άλλες χρηματικές απαιτήσεις του ασφαλειοδότη κατά τρίτων ή κατά του ίδιου του ασφαλειολήπτη.

2. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται ότι «παρέχεται» χρηματοοικονομική ασφάλεια ή όπου υπάρχει αναφορά στην «παροχή» χρηματοοικονομικής ασφάλειας, με τη διατύπωση αυτή νοείται ότι η χρηματοοικονομική ασφάλεια παραδίδεται, μεταβιβάζεται, κατακρατείται, καταχωρείται ή άλλως καθορίζεται, ούτως ώστε να βρίσκεται στην κατοχή ή υπό τον έλεγχο του ασφαλειολήπτη ή προσώπου ενεργούντος για λογαριασμό του ασφαλειολήπτη. Τυχόν δικαίωμα υποκατάστασης ή άρσης πλεονάζουσας χρηματοοικονομικής ασφάλειας υπέρ του ασφαλειοδότη ή, στην περίπτωση πιστωτικών απαιτήσεων, είσπραξης του προϊόντος αυτών μέχρι νεωτέρας εντολής, δεν θίγει την παρασχεθείσα στον ασφαλειολήπτη χρηματοοικονομική ασφάλεια κατά το νόμο αυτόν.

3. Όπου στο νόμο αυτόν υπάρχει η λέξη «εγγράφως», αυτή περιλαμβάνει και την καταχώρηση με ηλεκτρονικό μέσο ή σε οποιοδήποτε άλλο σταθερό υπόθεμα.

Άρθρο 3

Τυπικές προϋποθέσεις

1. Εφόσον πληρούνται οι διατάξεις του παρόντος νόμου για έγγραφη πιστοποίηση της συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας και για έγγραφη πιστοποίηση της παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, δεν απαιτείται η τήρηση οποιουδήποτε περαιτέρω τύπου ή η εκτέλεση οποιασδήποτε τυπικής πράξεως για το κύρος και την απόδειξη της συμφωνίας ή της παροχής της ασφάλειας. Ιδίως δεν εφαρμόζονται το άρθρο 460, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, τα άρθρα 1211, 1213 και 1247 του Αστικού Κώδικα, το άρθρο 49 παράγραφος 1 του ν. 2396/1996 και τα άρθρα 36 παράγραφος 2 και 39 παράγραφος 2 του νομοθετικού διατάγματος της 17.7. - 13.8.1923.

2. Η προηγούμενη παράγραφος δεν θίγει:

α) την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2844/2000 (Α΄ 220) για την εκχώρηση ή ενεχύραση απαιτήσεων εφόσον αυτές υποβάλλονται σε δημοσίευση·

β) την απαίτηση για οπισθογράφηση τίτλων σε διαταγή·

γ) την απαίτηση για παράδοση του τίτλου ως προϋπόθεση για την παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας·

δ) τις προϋποθέσεις για την παροχή ασφάλειας επί τίτλων σε λογιστική μορφή τις οποίες θέτουν οι κανόνες που διέπουν το οικείο μητρώο ή σύστημα τήρησης λογαριασμών τίτλων σε λογιστική μορφή.

3. Η παροχή ασφάλειας επί πιστωτικών απαιτήσεων κατά τις διατάξεις του παρόντος ισχύει έναντι του οφειλέτη μόνο μετά από αναγγελία κατά το άρθρο 460 ΑΚ.

Εφόσον η εκχώρηση ή ενεχύραση απαιτήσεων υποβληθεί σε δημοσίευση κατά τις διατάξεις του ν. 2844/2000, η θέση του οφειλέτη καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.

4. Οι οφειλέτες πιστωτικών απαιτήσεων μπορούν έγκαιρα να παραιτηθούν εγγράφως από δικαιώματα συμψηφισμού έναντι των δανειστών της πιστωτικής απαίτησης και έναντι των προσώπων προς τα οποία ο πιστωτής εκχώρησε, ενεχυρίασε ή διέθεσε με οποιονδήποτε τρόπο την πιστωτική απαίτηση ως ασφάλεια.

5. Οι οφειλέτες πιστωτικών απαιτήσεων μπορούν έγκαιρα να παραιτούνται εγγράφως από τα δικαιώματά τους που προκύπτουν από τους κανόνες περί τραπεζικού απορρήτου, τα οποία δύναται να παρεμποδίσουν ή να περιορίσουν τη δυνατότητα του δανειστή της πιστωτικής απαίτησης να παράσχει πληροφορίες σχετικά με την πιστωτική απαίτηση ή τον οφειλέτη προς το σκοπό της χρησιμοποίησης της πιστωτικής απαίτησης ως ασφάλειας.

Άρθρο 4

Αναγκαστική εκτέλεση των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας

1. Κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, με την επέλευση γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση, ο ασφαλειολήπτης δικαιούται να επιδιώξει με τους ακόλουθους τρόπους την ικανοποίηση της απαίτησής του σχετικά με οποιαδήποτε ασφάλεια, η οποία παρέχεται δυνάμει συμφωνίας παροχής εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας και σύμφωνα με τους όρους της:

α) επί χρηματοπιστωτικών μέσων, με πώληση και μεταβίβαση των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κτήση της κυριότητάς τους από τον ασφαλειολήπτη και συμψηφισμό του τιμήματος ή της αξίας τους με τις σχετικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις,

β) επί μετρητών, με χρησιμοποίησή τους για την ολική ή μερική απόσβεση των σχετικών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων,

γ) επί απαιτήσεων, με πώληση και εκχώρηση ή κτήση των απαιτήσεων από τον ασφαλειολήπτη και συμψηφισμό του τιμήματος ή της αξίας τους με τις σχετικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις.

2. Η κτήση της χρηματοοικονομικής ασφάλειας από τον ασφαλειολήπτη κατά την προηγούμενη παράγραφο είναι δυνατή μόνο, εφόσον:

α) αυτό έχει συμφωνηθεί από τους συμβαλλόμενους στη συμφωνία παροχής εμπράγματης ασφάλειας και

β) οι συμβαλλόμενοι έχουν συμφωνήσει στη συμφωνία εμπράγματης παροχής ασφάλειας για τον τρόπο αποτίμησης των χρηματοπιστωτικών μέσων ή των απαιτήσεων.

3. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 1237, 1239 και 1254 του Αστικού Κώδικα, τα άρθρα 40, 41, 42 και 44 του νομοθετικού διατάγματος της 17.7. - 13.8.1923, και από κάθε άλλη διάταξη νόμου και με την επιφύλαξη των όρων της συμφωνίας παροχής εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας, για τη ρευστοποίηση της χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά τις προηγούμενες παραγράφους δεν απαιτείται:

α) να κοινοποιείται εκ των προτέρων η πρόθεση ρευστοποίησης,

β) οι όροι της ρευστοποίησης να έχουν εγκριθεί από δικαστήριο, δημόσιο λειτουργό ή άλλο πρόσωπο,

γ) η ρευστοποίηση να διεξαχθεί με δημόσιο πλειστηριασμό ή οποιονδήποτε άλλο νομοθετικά καθορισμένο τρόπο,

δ) να έχει παρέλθει οποιαδήποτε συμπληρωματική χρονική περίοδος.

4. Όταν η ασφάλεια έχει συσταθεί επί τίτλων σε λογιστική μορφή που τηρούνται από τρίτο πρόσωπο, αυτό προβαίνει στις απαραίτητες εγγραφές για τη μεταβίβαση των τίτλων στον αγοραστή ή για την κτήση τους από τον ασφαλειολήπτη με μόνη την έγγραφη δήλωση του ασφαλειολήπτη, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ή προϋπόθεση.

5. Η ρευστοποίηση της χρηματοοικονομικής ασφάλειας σύμφωνα με τους όρους της δεν εμποδίζεται από την τυχόν έναρξη ή τη συνέχιση διαδικασιών εκκαθάρισης ή μέτρων εξυγίανσης σε σχέση με τον ασφαλειοδότη ή τον ασφαλειολήπτη.»

2. Στο τέλος του άρθρου 5 του ν.3301/2004 προστίθεται παράγραφος με αριθμό 6, ως εξής:

«6. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται επί πιστωτικών απαιτήσεων.»

3. Στο τέλος του άρθρου 7 του ν. 3301/2004 προστίθεται άρθρο 7α που έχει ως εξής:

«Άρθρο 7α

Η ρευστοποίηση και η αποτίμηση της χρηματοοικονομικής ασφάλειας, καθώς και ο υπολογισμός των σχετικών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων στο πλαίσιο των άρθρων 4, 5, 6 και 7 του παρόντος νόμου πραγμα τοποιούνται με εμπορικά εύλογο τρόπο.»

4. Όπου στις διατάξεις του ν. 3301/2004 αναφέρεται ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, νοείται ο Υπουργός Οικονομικών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 3863/2010 ΚΑΙ ΤΟΥ Ν. 3867/2010

Άρθρο 44

Τροποποίηση και συμπλήρωση του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος

Κυρώνεται η από 18 Απριλίου 2011 απόφαση της 78ης Ετήσιας Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος, περί τροποποίησης και προσθήκης άρθρων του Καταστατικού της ίδιας Τράπεζας, το κείμενο της οποίας έχει ως εξής:

α) To στοιχείο δ΄ του άρθρου 2 αναδιατυπώνεται, ως εξής:

«Ασκεί την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων επιχειρήσεων και οργανισμών του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας, καθώς και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 55Α του παρόντος.»

β) Στο τέλος της πρώτης παραγράφου του άρθρου 5Β προστίθεται εδάφιο, ως εξής:

«Η Τράπεζα της Ελλάδος υποβάλλει κάθε έτος Έκθεση στη Βουλή των Ελλήνων για την άσκηση της εποπτικής της αρμοδιότητας κατά το προηγούμενο έτος.»

γ) Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 13 οι λέξεις «τρεις μήνας» αντικαθίστανται με τις λέξεις «κατά την έναρξη της πέμπτης ημέρας».

δ) Στο τέλος του στοιχείου α΄ του άρθρου 14 προστίθενται οι λέξεις:

«ή την υπηκοότητα κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου».

ε) Στο άρθρο 17 η λέξη «επτά» αντικαθίσταται με τη λέξη «τρεις».

στ) Μετά το άρθρο 37 προστίθεται άρθρο 37Α, ως εξής:

«Άρθρο 37Α

Για την άσκηση, από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το νόμο και το προτελευταίο εδάφιο του άρθρου 38 του παρόντος, του έργου της κοινωνικής ασφάλισης του προσωπικού της, συνιστάται «Συμβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος», το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας, έχει τριετή θητεία και αποτελείται από: (α) τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως Πρόεδρο, αναπληρούμενο από έναν Υποδιοικητή ή ένα μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας που υποδεικνύει το Συμβούλιο αυτό, (β) τρεις (3) ανώτατους ή ανώτερους υπαλλήλους της Τράπεζας της Ελλάδος που υποδεικνύονται, με τους αναπληρωτές τους, από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας της Ελλάδος, (γ) δύο (2) εκπροσώπους των ασφαλισμένων, μέλη του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος, που υποδεικνύονται, με τους αναπληρωτές τους, από το Σύλλογο Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και (δ) έναν (1) εκπρόσωπο των συνταξιούχων, που υποδεικνύεται, με τον αναπληρωτή του, από το Σύλλογο Συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος. Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφάλισης μετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου Κυβερνητικός Επίτροπος, ο οποίος διορίζεται, με τον αναπληρωτή του, σύμφωνα με τις ισχύουσες για τους Aσφαλιστικούς Οργανισμούς διατάξεις της νομοθεσίας, καλείται δε πάντοτε, επί ποινή ακυρότητας της συνεδρίασης, σε όλες τις συνεδριάσεις. Αρμοδιότητες του Κυβερνητικού Επιτρόπου είναι εκείνες που ορίζονται για τους κυβερνητικούς επιτρόπους στα Διοικητικά Συμβούλια των Ασφαλιστικών Οργανισμών από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις νόμων για θέματα του κλάδου κύριας σύνταξης. Η απουσία του Κυβερνητικού Επιτρόπου ή του αναπληρωτή του, εφόσον αυτοί έχουν προσκληθεί κανονικά και δεν προσήλθαν, δεν επηρεάζει το κύρος των συνεδριάσεων του Συμβουλίου. Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου Ασφάλισης εκτελεί υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του με Πράξη του Προέδρου. Το Συμβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος καταρτίζει Κανονισμό Λειτουργίας, ο οποίος εγκρίνεται με απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας της Ελλάδος.

Το Συμβούλιο Ασφάλισης χαράσσει εξ ονόματος του Γενικού Συμβουλίου τις γενικές κατευθύνσεις της πολιτικής της Τράπεζας ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της και αποφαίνεται επί γενικών ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας από τα αρμόδια όργανα της Τράπεζας. Αποφαίνεται, επίσης, επί ενστάσεων κατά πάσης φύσεως αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της, εν όλω ή εν μέρει απορριπτικών και εγκρίνει την άσκηση όλων των ενδίκων βοηθημάτων και ενδίκων μέσων της Τράπεζας της Ελλάδος ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της σε κάθε δικαστήριο ανεξαρτήτως βαθμού και δικαιοδοσίας.»

ζ) Το πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 55Α αναδιατυπώνεται, ως εξής:

«Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί την εποπτεία στα πιστωτικά ιδρύματα, στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και στις ακόλουθες κατηγορίες επιχειρήσεων και οργανισμών του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας», προστιθέμενου, στην ακολουθούσα απαρίθμηση, στοιχείου ζ) ως εξής «ιδρυμάτων πληρωμών».

η) Μετά το άρθρο 55Δ προστίθεται άρθρο 55Ε, ως εξής:

«Άρθρο 55Ε

Όταν εποπτευόμενο από την Τράπεζα της Ελλάδος νομικό πρόσωπο έχει τεθεί σε εκκαθάριση κατόπιν ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του, η Τράπεζα δύναται κατά περίπτωση να καταβάλει στον εκκαθαριστή την αμοιβή του και έξοδα εκκαθάρισης. Στην περίπτωση αυτή, η Τράπεζα έχει κατά του υπό εκκαθάριση νομικού προσώπου αξίωση απόδοσης όσων κατέβαλε στον εκκαθαριστή, η οποία ικανοποιείται προ πάσης άλλης αξιώσεως από το προϊόν της εκκαθάρισης.»

Άρθρο 45

Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3867/2010 (Α΄ 128) και των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 64 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ Α΄115 ) καταργούνται.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 46

Κυρώνεται και έχει ισχύ νόμου από δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η από 25 Αυγούστου 2011 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου «Ανάληψη δανειακών υποχρεώσεων των Δήμων Ζωγράφου και Αχαρνών από το Υπουργείο Οικονομικών – Παράταση δημοσίευσης των οικονομικών καταστάσεων των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο πιστωτικών ιδρυμάτων», που δημοσιεύτηκε στο με αριθμό 183 Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (τεύχος Α΄) και έχει ως εξής:

«ΠΡΑΞΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Ανάληψη δανειακών υποχρεώσεων των Δήμων Ζωγράφου και Αχαρνών από το Υπουργείο Οικονομικών –Παράταση δημοσίευσης των οικονομικών καταστάσεων των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο πιστωτικών ιδρυμάτων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

1.Τις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 1 του Συντάγματος.

2. Τις αποφάσεις που ελήφθησαν κατά την σύνοδο κορυφής των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 21 Ιουλίου 2011 σχετικά με την εθελοντική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο σχέδιο χρηματοδότησης της Ελλάδας.

3. Την έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης: α) να αποτραπεί η δημιουργία προβλημάτων στο δανεισμό της χώρας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και β) να διαμορφωθεί άμεσα και να ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατό η διαδικασία συμμετοχής των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία και κατέχουν μεγάλο αριθμό Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, στο σχέδιο αναδιάρθρωσης του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου, με σκοπό την προώθηση και διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους αυτού, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, που επιβάλλει την παράταση της προθεσμίας για τη δημοσιοποίηση της εξαμηνιαίας οικονομικής έκθεσης του άρθρου 5 του ν. 3556/2007 (Α΄ 91), που λήγει για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2011, την 30.8.2011, έως την 15.09.2011.

4. Τη σχετική πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίζουμε:

Άρθρο 1

1. Το Υπουργείο Οικονομικών αναλαμβάνει την εξυπηρέτηση των δανείων που έχουν συνάψει οι Δήμοι Αχαρνών και Ζωγράφου με τράπεζες του εξωτερικού συνολικών αρχικά εγκριθέντων ποσών 40.000.000 και 25.000.000 ευρώ αντίστοιχα.

2. Τα ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί από το Υπουργείο Οικονομικών και όσα θα καταβάλλονται για την εξυπηρέτηση των δανείων αυτών μέχρι την πλήρη εξόφλησή τους, θα παρακρατούνται από τους πόρους των ΚΑΠ που αναλογούν στους παραπάνω Δήμους.

3. Το ακριβές ύψος των δανείων, που αναλαμβάνονται από το Υπουργείο Οικονομικών, καθώς και οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης αυτής ρυθμίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών.

4. Τυχόν ευθύνες των αρμόδιων οργάνων που σχετίζονται με τα δάνεια αυτά, δεν παραγράφονται, ούτε επηρεάζονται κατά κανένα τρόπο με τη διάταξη αυτή.

Άρθρο 2

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 5 του ν. 3556/2007, η εξαμηνιαία οικονομική έκθεση για την περίοδο από 1.1.2011 έως 30.6.2011 των πιστωτικών ιδρυμάτων με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, μπορεί να δημοσιοποιηθεί μέχρι την 15.9.2011.

Άρθρο 3

Η ισχύς της Πράξης αυτής, η οποία θα κυρωθεί νομοθετικά σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 44 του Συντάγματος, αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Λευκάδα, 25 Αυγούστου 2011

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ, ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΕΠΠΑΣ, ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΕΓΛΙΤΗΣ, ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΑΝΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΚΑΝΔΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ, ΠΑΥΛΟΣ ΓΕΡΟΥΛΑΝΟΣ, ΗΛΙΑΣ ΜΟΣΙΑΛΟΣ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΑΧΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΜΑΡΙΑ-ΕΛΙΖΑ ΞΕΝΟΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΞΥΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΗΦΟΥΝΑΚΗΣ»

Άρθρο 47

Τροποποιήσεις στο ν. 3943/2011 «Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, στελέχωση των ελεγκτικών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις»

1. Οι παράγραφοι 1, 2, 4, 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3943/2011 τροποποιούνται ως εξής:

α) Στην παράγραφο 1 αντί της τελείας τίθενται οι λέξεις «και αποστολή την εποπτεία των φορολογικών διαιτητών».

β) Στην παράγραφο 2 αντί των λέξεων «έργο του ΣΦΔ» τίθενται οι λέξεις «έργο των Φορολογικών Διαιτητών».

γ) Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Το Σώμα Φορολογικών Διαιτητών διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο που συγκροτείται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τρία μέλη τα οποία επιλέγονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 6.»

δ) Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται ως εξής:

«5. Ως Φορολογικοί Διαιτητές πιστοποιούνται πρόσωπα που λόγω της επιστημονικής κατάρτισης και της επαγγελματικής εμπειρίας τους παρέχουν τα εχέγγυα αμερόληπτης και αποτελεσματικής άσκησης των καθηκόντων τους. Ως Φορολογικοί Διαιτητές μπορούν να πιστοποιούνται επίτιμοι ή πρώην δικαστικοί λειτουργοί του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επίτιμα ή πρώην μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, πρώην δημόσιοι υπάλληλοι με βαθμό α΄ που είναι πτυχιούχοι νομικής με εμπειρία σε φορολογικού χαρακτήρα θέματα, μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ με γνωστικό αντικείμενο συναφές προς το δημόσιο δίκαιο και ειδικότερα το φορολογικό, δικηγόροι παρ’ Αρείω Πάγω με τουλάχιστον δεκαετή εμπειρία σε θέματα φορολογικού δικαίου ή με μεταπτυχιακές σπουδές στο δημόσιο δίκαιο ή με ειδική εκπαίδευση διαμεσολαβητή που πιστοποιείται από φορέα που λειτουργεί εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πιστοποίηση των Φορολογικών Διαιτητών γίνεται από τον ΣΦΔ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα σχετικό με τα κριτήρια και τη διαδικασία πιστοποίησης. Οι πιστοποιημένοι Φορολογικοί Διαιτητές απαγορεύεται να παρέχουν οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία σε ιδιώτες γύρω από φορολογικά θέματα και υπάγονται στους λόγους εξαίρεσης και αποχής που ισχύουν για τους δικαστικούς λειτουργούς».

ε) Η παράγραφος 6 του άρθρου 31 καταργείται και οι υπόλοιπες παράγραφοι αναριθμούνται αναλόγως.

στ) Η παράγραφος 6, όπως αναριθμείται σύμφωνα με τα ανωτέρω, αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Το Δ.Σ. του ΣΦΔ συγκροτείται από: α) έναν επίτιμο αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή έναν επίτιμο σύμβουλο της επικρατείας ως πρόεδρο, β) έναν επίτιμο νομικό σύμβουλο του κράτους ως αντιπρόεδρο, γ) έναν επίτιμο πρόεδρο εφετών διοικητικών δικαστηρίων, δ) έναν καθηγητή νομικού τμήματος ΑΕΙ με αντικείμενο το δημόσιο δίκαιο ε) έναν επίτιμο γενικό διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών με εμπειρία στα φορολογικά ή τελωνειακά θέματα. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μετά από γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής. Τα μέλη διορίζονται για πενταετή θητεία που μπορεί να ανανεώνεται.»

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 32 του ν. 3943/2011 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η αμοιβή των Φορολογικών Διαιτητών συνιστά εισόδημα από άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος. Τα σχετικά με τον τρόπο αμοιβής των Φορολογικών Διαιτητών ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»

3. Η παράγραφος 5 του άρθρου 33 του ν. 3943/2011 αντικαθίσταται ως εξής:

«5. Η διαφορά επιλύεται εάν το αντικείμενο είναι έως 150.000 ευρώ από έναν και στις άλλες περιπτώσεις από τρεις διαιτητές που κληρώνονται. Οι Φορολογικοί Διαιτητές εδρεύουν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη διεξάγονται φορολογικές διαιτησίες που αφορούν πράξεις φορολογικών αρχών που εδρεύουν στις περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας, Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Ηπείρου και Θεσσαλίας.»

4. Το άρθρο 34 του ν. 3943/2011 αντικαθίσταται ως εξής:

«Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ρυθμίζονται τα σχετικά με τη συγκρότηση και τη λειτουργία του Σώματος Φορολογικών Διαιτητών, καθώς και τα σχετικά με την οργάνωση και διεξαγωγή των Φορολογικών Διαιτησιών και κάθε άλλο συναφές θέμα.»

5. Το άρθρο 35 αντικαθίσταται ως εξής:

«Η γραμματειακή υποστήριξη των Φορολογικών Διαιτητών παρέχεται από τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια. Με την απόφαση αυτή μπορεί να ιδρύονται αυτοτελή γραφεία υπαγόμενα απευθείας στην παραπάνω Γενική Διεύθυνση με έδρα την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και αντικείμενο τη γραμματειακή υποστήριξη των Φορολογικών Διαιτητών.»

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ - ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΕΤΧΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ -ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΕΤΧΣ

Άρθρο 48

Κυρώνονται και έχουν την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 του Συντάγματος:

α) H Σύμβαση-Πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) με τα τρία Παραρτήματά της, που υπογράφηκε στις 16 Ιουνίου 2010, μεταξύ αφ’ ενός των ακόλουθων Kρατών - Mελών της Ευρωζώνης: Βασίλειο του Βελγίου, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Ιρλανδία, Βασίλειο της Ισπανίας, Γαλλική Δημοκρατία, Ιταλική Δημοκρατία, Κυπριακή Δημοκρατία, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, Δημοκρατία της Μάλτας, Βασίλειο των Κάτω Χωρών, Δημοκρατία της Αυστρίας, Πορτογαλική Δημοκρατία, Δημοκρατία της Σλοβενίας, Σλοβακική Δημοκρατία, Δημοκρατία της Φινλανδίας, Ελληνική Δημοκρατία και αφ’ ετέρου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF).

β) H τροποποίηση της Σύμβασης-Πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) με τα τέσσερα Παραρτήματά της, που υπογράφηκε στις 30 Ιουνίου 2011, μεταξύ αφ’ ενός των ακόλουθων Κρατών - Μελών: Βασίλειο του Βελγίου, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Ιρλανδία, Βασίλειο της Ισπανίας, Γαλλική Δημοκρατία, Ιταλική Δημοκρατία, Κυπριακή Δημοκρατία, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, Δημοκρατία της Μάλτας, Βασίλειο των Κάτω Χωρών, Δημοκρατία της Αυστρίας, Πορτογαλική Δημοκρατία, Δημοκρατία της Σλοβενίας, Σλοβακική Δημοκρατία, Δημοκρατία της Φινλανδίας, Ελληνική Δημοκρατία, Δημοκρατία της Εσθονίας και αφ’ ετέρου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και

γ) H τροποποίηση της Σύμβασης-Πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) με τα τρία Παραρτήματά της, που υπογράφηκε την 1η Σεπτεμβρίου 2011, μεταξύ αφ’ ενός των ακόλουθων Κρατών - Μελών: Βασίλειο του Βελγίου, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Eσθονία, Ιρλανδία, Ελληνική Δημοκρατία, Βασίλειο της Ισπανίας, Γαλλική Δημοκρατία, Ιταλική Δημοκρατία, Κυπριακή Δημοκρατία, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, Δημοκρατία της Μάλτας, Βασίλειο των Κάτω Χωρών, Δημοκρατία της Αυστρίας, Πορτογαλική Δημοκρατία, Δημοκρατία της Σλοβενίας, Σλοβακική Δημοκρατία, Δημοκρατία της Φινλανδίας και αφ’ ετέρου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), τα κείμενα των οποίων, σε πρωτότυπο στην αγγλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, έχουν ως εξής:

EFSF FRAMEWORK AGREEMENT (.pdf)

ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ (EFSF) (.pdf)

AMENDMENT TO THE EFSF FRAMEWORK AGREEMENT (.pdf)

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ (EFSF) (.pdf)

AMENDMENT TO THE EFSF FRAMEWORK AGREEMENT (.pdf)

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ (EFSF) (.pdf)

Άρθρο 49

Η ισχύς της σύμβασης της περίπτωσης α΄ του άρθρου 48 αρχίζει από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 1 αυτής.

Η ισχύς της σύμβασης της περίπτωσης β΄ του άρθρου 48 αρχίζει από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 3 αυτής.

Η ισχύς της σύμβασης της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 48 αρχίζει από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 3 αυτής.

Άρθρο 50

Τροποποιήσεις του ν. 3864/2010

1. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3864/2010 προστίθενται οι εξής λέξεις «και μέσω της κεφαλαιακής ενίσχυσης μεταβατικών πιστωτικών ιδρυμάτων που συστήνονται σύμφωνα με το άρθρο 63Ε του ν. 3601/2007».

2. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 του ν. 3864/2010 διαγράφονται οι λέξεις «προνομιούχων και».

3.α. Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 3864/2010 αντικαθίστανται ως εξής:

«Το προσωπικό του Ταμείου προσλαμβάνεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, μετά από πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος και αξιολόγησης των προσόντων.»

β. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 3864/2010 μετά τις λέξεις «μόνιμων υπαλλήλων» προστίθενται οι λέξεις «δικηγόρων με έμμισθη εντολή».

γ. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 3864/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Το προσωπικό του πρώτου εδαφίου απασχολείται στο Ταμείο σε αντικείμενο της ειδικότητάς του, χωρίς να είναι απαραίτητη η αντιστοιχία της υπηρεσιακής του κατάταξης ή της εργασιακής του σχέσης με τη θέση που καταλαμβάνει στο Ταμείο.»

δ. Στο τέλος του νέου τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν.3864/2010, όπως αυτό αναριθμήθηκε, προστίθενται οι λέξεις «,κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων περί αποσπάσεων.»

ε. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 3864/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Το προσωπικό που αποσπάται στο Ταμείο επιλέγει μετά από αίτησή του εάν θα λαμβάνει τις αποδοχές από τον φορέα από τον οποίο αποσπάται ή τις αποδοχές που καταβάλλονται για τη θέση αυτή από το Ταμείο. Οι αποδοχές του προσωπικού του παρόντος άρθρου καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.»

4. α. Στο τέλος της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3864/2010 προστίθενται οι λέξεις «προσφέροντας, μεταξύ άλλων, νέες μετοχές σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες του μέσου όρου των τιμών που ισχύουν στην αγορά μετά την ανακοίνωση του πιστωτικού ιδρύματος για την αύξηση του μετοχικού του κεφαλαίου.»

β. Στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του ν. 3864/2010 διαγράφεται η λέξη «προνομιούχων».

γ. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του ν. 3864/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται και στην περίπτωση που το αίτημα για κεφαλαιακή ενίσχυση υποβάλλεται με πρωτοβουλία του πιστωτικού ιδρύματος.»

5. α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν. 3864/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«Η κατά τον παρόντα νόμο κεφαλαιακή ενίσχυση παρέχεται μέσω συμμετοχής του Ταμείου σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος με την έκδοση κοινών μετοχών.»

β. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν. 3864/2010 καταργείται.

γ. Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν. 3864/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Η τιμή διάθεσης των μετοχών αντικατοπτρίζει την εύλογη αξία του πιστωτικού ιδρύματος, όπως αυτή διαμορφώνεται χωρίς τη στήριξη ή ακόμη και τη δυνατότητα στήριξης από το Ελληνικό Δημόσιο, το Ταμείο ή την Τράπεζα της Ελλάδος ή τυχόν πράξης του Ευρωσυστήματος. Για τον υπολογισμό αυτόν λαμβάνονται υπόψη:

i) ως ανώτατο όριο η μέση τιμή των μετοχών του πιστωτικού ιδρύματος κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία ανακοίνωσης της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου έως την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος στο Ταμείο,

ii) η ενδεχόμενη ζημία που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 28 του ν. 3601/2007, την οποία επιβαρύνονται οι υφιστάμενοι μέτοχοι του πιστωτικού ιδρύματος και

iii) τυχόν απομειώσεις της αξίας λόγω ευρημάτων ειδικού ελέγχου (due diligence) που διενεργείται κατόπιν εντολής του Ταμείου ή της Τράπεζας της Ελλάδος.

Η κατά τα ανωτέρω εύλογη αξία προσδιορίζεται από το μέσο όρο των εκτιμήσεων δύο (2) ανεξάρτητων ελεγκτικών εταιρειών, που διενεργούνται με κοινά αποδεκτές μεθόδους και κριτήρια, βάσει των ανωτέρω κριτηρίων. Τα εν λόγω ελεγκτικά γραφεία ορίζονται από το Ταμείο και το πιστωτικό ίδρυμα, αντίστοιχα.

Σε περίπτωση απόκλισης των μέσων τιμών των δύο εκτιμήσεων σε ποσοστό μεγαλύτερο του δεκαπέντε τοις εκατό (15%) η αξία προσδιορίζεται οριστικά από τρίτη ανεξάρτητη ελεγκτική εταιρεία, η οποία ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, λαμβάνοντας υπόψη τις δύο αρχικές εκτιμήσεις. Οι αναθέσεις στις ελεγκτικές εταιρείες προβλέπουν καταληκτικές προθεσμίες για την εκπόνηση των αξιολογήσεών τους, συμβατές με το χρονικό ορίζοντα υλοποίησης του υποβληθέντος επιχειρηματικού σχεδίου.

Σε κάθε περίπτωση, εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση να αντλήσει κεφάλαια από τον ιδιωτικό τομέα, το Ταμείο μπορεί να αποφασίσει να προσφέρει κεφαλαιακή ενίσχυση σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες του μέσου όρου των τιμών που ισχύουν στην αγορά μετά την ανακοίνωση του πιστωτικού ιδρύματος για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου υπό όρους που ελαχιστοποιούν τους κινδύνους αρνητικών εξελίξεων και κατά συνέπεια την επιβάρυνση του Δημοσίου. Το Ταμείο διασφαλίζει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που λαμβάνουν τη συνδρομή του παίρνουν μέτρα για αναδιάρθρωση, συγχώνευση ή εξαγορά ή μεταβίβαση των δραστηριοτήτων τους σε άλλο χρηματοπιστωτικό οργανισμό εντός είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την κεφαλοποίηση.»

6. Το άρθρο 8 του ν. 3864/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«Διάθεση μετοχών

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου αποφασίζει, σε χρόνο που κρίνει σκόπιμο και πάντως εντός διετίας από τη συμμετοχή του στην αύξηση των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος, τον τρόπο και τη διαδικασία διάθεσης των μετοχών του. Η διάθεση των μετοχών μπορεί να γίνεται τμηματικά ή άπαξ, κατά την κρίση του Ταμείου. Η διάθεση πραγματοποιείται με σκοπό τη μεγιστοποίηση του οφέλους του Ταμείου και την προστασία των συμφερόντων του Δημοσίου, συνεκτιμώντας την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και την τήρηση των όρων ανταγωνισμού στο χρηματοπιστωτικό τομέα.»

7. Το άρθρ. 9 του ν. 3864/2010 καταργείται.

8. α. Ο τίτλος του άρθρου 10 του ν. 3864/2010 αντικαθίσταται ως εξής: «Ειδικά δικαιώματα των κοινών μετοχών».

β. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 3864/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Οι κοινές μετοχές του άρθρου 7 παρέχουν τα ειδικά δικαιώματα των παραγράφων 3 και 6 του παρόντος άρθρου.»

γ. Η παράγραφος 2 του άρθρου 10 του ν. 3864/2010 καταργείται.

δ. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ν. 3864/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«Εάν το Ταμείο δεν εκπροσωπείται με ένα τουλάχιστον μέλος στο Διοικητικό Συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος, στο μετοχικό κεφάλαιο του οποίου συμμετέχει, μετέχει σε αυτό με ένα πρόσθετο μέλος. Ο εκπρόσωπος του Ταμείου στο Διοικητικό Συμβούλιο έχει:».

ε. Η παράγραφος 5 του άρθρου 10 του ν. 3864/2010 καταργείται.

στ. Η παράγραφος 8 του άρθρου 10 του ν. 3864/2010 καταργείται.

ζ. Στην παράγραφο 9 του άρθρου 10 του ν. 3864/2010 οι λέξεις «περιλαμβανομένου του Δημοσίου ως δικαιούχου» αντικαθίστανται με τις λέξεις «από κοινού με το Δημόσιο ως δικαιούχο».

9. α. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 16 του ν. 3864/ 2010 η λέξη «προνομιούχων» αντικαθίσταται από τη λέξη «κοινών».

β. Στο άρθρο 16 του ν. 3864/2010 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:

«6. Το Ταμείο, εκτός των κατά το άρθρο 2 σκοπών του, μπορεί να προβαίνει σε παροχή εγγυήσεων προς κράτη, διεθνείς οργανισμούς ή άλλους αποδέκτες και γενικά σε κάθε ενέργεια αναγκαία για την εφαρμογή αποφάσεων των οργάνων της ευρωζώνης που αφορούν τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.»

10. Η παράγραφος 6 του άρθρου 16 του ν. 3864/2010 ισχύει και για τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ).

Άρθρο 51

Λήξη θητείας μελών ΕΛΣΤΑΤ

Η θητεία των μελών της ΕΛΣΤΑΤ, πλην της θητείας του Προέδρου και του μέλους που ορίστηκε από το Σύλλογο των Εργαζομένων της ΕΛΣΤΑΤ, λήγει από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Μέχρι την αντικατάσταση των μελών των οποίων η θητεία λήγει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3832/2010 (Α΄ 38), οι αρμοδιότητες του συλλογικού οργάνου ασκούνται από τον Πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ.

Άρθρο 52

Τροποποιήσεις του ν. 4002/2011

1. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του ν. 4002/2011 (Α' 180) αντικαθίσταται ως εξής:

«Η τιμολογιακή πολιτική των παραχωρησιούχων εντάσσεται στο πλαίσιο της τιμολογιακής πολιτικής που καθορίζεται από τον κάτοχο της άδειας, οι δε παραχωρησιούχοι μπορούν να καθορίζουν την πολιτική προώθησής τους τηρουμένων πάντα των περιορισμών που επιβάλλονται από το νόμο ως προς τις διαφημίσεις παιγνίων.»

2. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 4002/2011 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Η Ε.Ε.Ε.Π. υποχρεούται να ολοκληρώσει τη διαδικασία πιστοποίησης σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 28 - 44 εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την υποβολή του σχετικού φακέλου. Μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αυτής τα παιγνιομηχανήματα λειτουργούν με την ευθύνη του κατόχου της άδειας ή του παραχωρησιούχου που πρέπει να τηρεί αυστηρά τις προδιαγραφές του νόμου και των σχετικών κανονιστικών πράξεων, καθώς και τις τεχνικές προδιαγραφές των παιγνιομηχανημάτων που υπεβλήθησαν προς έλεγχο και πιστοποίηση.»

3. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 39 του ν. 4002/2011 καταργείται.

4. Ο τίτλος του άρθρου 40 του ν. 4002/2011 αντικαθίσταται ως εξής: «Προϋποθέσεις για την ΟΠΑΠ ΑΕ και τους παραχωρησιούχους».

5. Οι περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 50 του ν. 4002/2011 αντικαθίστανται ως εξής:

«α) παράβολο για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό χορήγησης αδειών, σύμφωνα με το άρθρο 46, β) το τίμημα για τη χορήγηση της άδειας, όπως προέκυψε κατά τη διαγωνιστική διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 46 για τα τυχερά παίγνια μέσω διαδικτύου, καθώς και το τίμημα για τα τυχερά παίγνια με παιγνιομηχανήματα σύμφωνα με το άρθρο 39 του παρόντος νόμου.»

6. Η παράγραφος 5 του άρθρου 54 του ν. 4002/2011 αντικαθίσταται ως εξής:

5. «Μέχρι την έκδοση του Οργανισμού της Ε.Ε.Ε.Π. και του Κανονισμού Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων, τα θέματα που διέπονται από αυτούς ρυθμίζονται με απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π.. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος νόμου οι ειδικότερες προϋποθέσεις, η διαδικασία, ο τρόπος και κάθε αναγκαίο θέμα για την πιστοποίηση των παιγνιομηχανημάτων και των παιγνίων για τα τυχερά παίγνια, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»

7. Η παράγραφος 6 του άρθρου 54 του ν. 4002/2011 καταργείται από τότε που ίσχυσε.

Άρθρο 53

Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.)

1. Για επιτακτικούς λόγους εθνικού συμφέροντος που συνίστανται στην άμεση μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, επιβάλλεται ειδικό τέλος υπέρ του Δημοσίου στις ηλεκτροδοτούμενες για οικιστική ή εμπορική χρήση δομημένες επιφάνειες των ακινήτων που υπάγονται κατά τη 17η Σεπτεμβρίου κάθε έτους στο τέλος ακίνητης περιουσίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 του ν. 2130/1993 (Α΄ 62) σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2. Για τον υπολογισμό του τέλους της παραγράφου 1 λαμβάνεται υπόψη το εμβαδό της δομημένης επιφάνειας, το ύψος της τιμής ζώνης και η παλαιότητα του ακινήτου, όπως αυτά αναγράφονται στο λογαριασμό της Δ.Ε.Η. ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος με βάση τα οποία λογίστηκε κατά τη 17.9.2011 το τέλος ακίνητης περιουσίας της παρ. 1 του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, καθώς και συντελεστής προσαύξησης αντιστρόφως ανάλογος προς την παλαιότητα του ακινήτου και συντελεστής προσδιορισμού του τέλους σε ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο σύμφωνα με τους ακόλουθους πίνακες:

α)

Συντελεστής ειδικού τέλους (ευρώ/ τ.μ.)

Τιμή ζώνης

0,5

Πολύτεκνοι και ανάπηροι της παρ. 6, με ακίνητα που ιδιοχρησιμοποιούν σε περιοχές με τιμή ζώνης από
0 - 3.000 ευρώ

3

μέχρι 500 ευρώ

4

501 - 1.000 ευρώ

5

1.001 - 1.500 ευρώ

6

1.501 - 2.000 ευρώ

8

2.001 - 2.500 ευρώ

10

2.501 - 3.000 ευρώ

12

3.001 - 4.000 ευρώ

14

4.001 - 5.000 ευρώ

16

άνω των 5.001 ευρώ

β)

Παλαιότητα

Συντελεστής

μέχρι και 26 έτη

1

25 μέχρι και 20 έτη

1,05

19 μέχρι και 15

1,10

14 μέχρι και 10

1,15

9 μέχρι και 5

1,20

4 έως 0

1,25

Ανεξαρτήτως παλαιότητας προκειμένου για ακίνητα ιδιοκτησίας πολύτεκνων και αναπήρων της παρ. 6, που ιδιοχρησιμοποιούν σε περιοχές με τιμή ζώνης από 0 - 3.000 ευρώ

1

3. Το ποσό του τέλους προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των τετραγωνικών μέτρων των ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών για τις οποίες υπολογίστηκε από τη Δ.Ε.Η. ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος το τέλος της παρ. 1 του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, επί το συντελεστή του ειδικού τέλους που αντιστοιχεί στην τιμή ζώνης του ακινήτου και επί το συντελεστή προσαύξησης που αντιστοιχεί στην παλαιότητα του ακινήτου σύμφωνα με τους πίνακες της προηγούμενης παραγράφου.

Ειδικά για τα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα για τα οποία δεν έχει καθοριστεί τιμή ζώνης και δεν έχει υπολογιστεί το τέλος του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, εφόσον δεν υπάρχει απαλλαγή σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος, το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό των τετραγωνικών μέτρων του ακινήτου επί συντελεστή τρία (3). Στην περίπτωση που δεν υπάρχει και το εμβαδόν του ακινήτου, το ειδικό τέλος υπολογίζεται, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, με βάση τα τετραγωνικά μέτρα που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό των δημοτικών τελών.

4. Το τέλος βαρύνει για μεν το 2011 τον κατά τη 17.9.2011 κύριο του ακινήτου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και σε περίπτωση επικαρπίας τον επικαρπωτή, για δε το 2012 τον κατά την 28.4.2012 κύριο ή επικαρπωτή αντίστοιχα.

Σε περίπτωση συνιδιοκτησίας το ποσό του τέλους υπολογίζεται κατά το λόγο της μερίδας κάθε συνιδιοκτήτη.

5. Στο ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται τα ακίνητα που ανήκουν:

α) στο Ελληνικό Δημόσιο, στα Ν.Π.Δ.Δ., στους Ο.Τ.Α. και τις δημοτικές επιχειρήσεις,

β) στα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα της περίπτωσης ιγ΄ της παρ. 1 του άρθρου 29 του ν. 3842/2010 (Α΄ 58) αποκλειστικά για τα ακίνητα που χρησιμοποιούν για να επιτελούν το λατρευτικό, εκπαιδευτικό, θρησκευτικό και κοινωφελές έργο τους,

γ) στα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης ε΄ της παρ. 7 του άρθρου 24 του ν. 2130/1993 για τα ακίνητα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση των θρησκευτικών, εκκλησιαστικών, φιλανθρωπικών, εκπαιδευτικών, καλλιτεχνικών ή κοινωφελών σκοπών τους,

δ) στα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης στ΄ της παρ. 7 του άρθρου 24 του ν. 2130/1993 για τα ακίνητα τα οποία χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως γήπεδα ή χώροι αθλητικών εγκαταστάσεων για την πραγματοποίηση των αθλητικών τους σκοπών και

ε) τα ακίνητα ξένων κρατών, όταν αυτά χρησιμοποιούνται για την εγκατάσταση πρεσβειών και προξενείων υπό τον όρο της αμοιβαιότητας. Επίσης απαλλάσσονται από το έκτακτο ειδικό τέλος:

α) Οι κοινόχρηστοι χώροι πολυκατοικιών και ξενοδοχειακών καταλυμάτων.

β) Τα ακίνητα που έχουν χαρακτηρισθεί:

- ως διατηρητέα, με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, και δεν ιδιοχρησιμοποιούνται ή δεν αποφέρουν εισόδημα, - ως χώροι ιστορικών ή αρχαιολογικών μνημείων και

γ) Τα ακίνητα που έχουν αποκλειστικά γεωργική ή κτηνοτροφική ή βιοτεχνική ή βιομηχανική χρήση.

6. Κατ' εξαίρεση των παραγραφών 2 και 3, το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου ισούται με 0,5 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, ανεξάρτητα από την τιμή ζώνης και την παλαιότητα του ακινήτου, για ένα ακίνητο που ιδιοκατοικείται και ανήκει κατά κυριότητα ή επικαρπία σε:

α) πολύτεκνο, κατά την έννοια των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου πρώτου του ν. 1910/1944, εφόσον τα τέκνα, που ορίζονται στις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 1910/1944, τον βαρύνουν φορολογικά, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/ 1994, Α΄ 151), κατά το οικονομικό έτος 2011, με οικογενειακό εισόδημα κατά το προηγούμενο έτος, του έτους επιβολής του τέλους, μέχρι 30.000 ευρώ, ή

β) σε πρόσωπο που είναι το ίδιο ή πρόσωπο που το βαρύνει φορολογικά, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ΚΦΕ, ανάπηρο, κατά την έννοια της περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 6 του ΚΦΕ.

Ομοίως κατ’ εξαίρεση των παραγράφων 2 και 3 δεν οφείλεται το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου για ένα ακίνητο που ιδιοκατοικείται και ανήκει κατά κυριότητα ή επικαρπία σε μακροχρόνια άνεργο, εγγεγραμμένο στα μητρώα του ΟΑΕΔ ή στους καταλόγους προσφερομένων προς εργασία του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας και των παραρτημάτων του ή του λογαριασμού ανεργίας προσωπικού ημερήσιων εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης ή του λογαριασμού ανεργίας τεχνικών τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης, καθώς και άνεργο που επιδοτήθηκε λόγω τακτικής επιδότησης από τους ως άνω φορείς και λογαριασμούς κατά τους έξι (6) τουλάχιστον από τους δώδεκα (12) μήνες που προηγούνται κάθε φορά της ημερολογιακής βάσης υπολογισμού του τέλους, όπως αυτή ορίζεται με την κανονιστική απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου.

Η απαλλαγή του προηγούμενου εδαφίου δεν παρέχεται εφόσον το οικογενειακό εισόδημα κατά το προηγούμενο έτος, του έτους επιβολής του τέλους, υπερβαίνει το ποσό των 12.000 ευρώ, το οποίο προσαυξάνεται κατά 4.000 ευρώ για κάθε προστατευόμενο τέκνο.

Οι προηγούμενες διατάξεις της παρούσας παραγράφου για το μειωμένο συντελεστή τέλους και την απαλλαγή από αυτό, δεν ισχύουν και το τέλος υπολογίζεται όπως ορίζεται στις παραγράφους 2 και 3:

α) αν η αξία της ακίνητης περιουσίας του δικαιούχου, με βάση τα στοιχεία ακινήτων του έτους 2008, υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ, η οποία προσαυξάνεται κατά 10.000 ευρώ για κάθε προστατευόμενο τέκνο, ή

β) αν το ιδιοκατοικούμενο ακίνητο βρίσκεται σε ζώνη με τιμή άνω των 3.000 ευρώ, καθώς και

γ) για το πλέον των 120 τ.μ. εμβαδόν του ιδιοκατοικούμενου ακινήτου, το οποίο προσαυξάνεται κατά 20 τ.μ. για κάθε προστατευόμενο τέκνο και μέχρι τα 200 τ.μ..

7. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, ο δικαιούχος του μειωμένου συντελεστή υποβάλλει αίτηση στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) του Υπουργείου Οικονομικών, είτε ηλεκτρονικά είτε μέσω των Κ.Ε.Π.. Με την απόφαση που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση της παραγράφου 13, ρυθμίζεται και κάθε αναγκαίο θέμα σχετικό με το χρόνο υποβολής και τον έλεγχο των υποβαλλόμενων αιτήσεων, την επιβεβαίωση της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του μειωμένου συντελεστή της προηγούμενης παραγράφου, τον τρόπο ενημέρωσης της Δ.Ε.Η. και των εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος από τη Γ.Γ.Π.Σ. για τους δικαιούχους του μειωμένου τέλους, οι προϋποθέσεις, ο τρόπος και το αρμόδιο όργανο επιστροφής του επιπλέον τέλους που τυχόν καταβλήθηκε από τον δικαιούχο και κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου.

8. Η βεβαίωση του ειδικού τέλους συντελείται με την εγγραφή στις 17.9.2011 του ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου στις μηχανογραφικές καταστάσεις της Δ.Ε.Η. και των λοιπών εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος και ο κατάλογος αυτός αποτελεί τον τίτλο βεβαίωσης για το Ελληνικό Δημόσιο και τον αντίστοιχο χρηματικό κατάλογο των αρμόδιων Δ.Ο.Υ..

Αρμόδιος προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. είναι ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. φορολογίας εισοδήματος του κυρίου ή επικαρπωτή του ακινήτου κατά την ημερομηνία αρχικής έκδοσης του λογαριασμού της Δ.Ε.Η. και των εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος κατ’ έτος.

Η βεβαίωση του τέλους από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., αν δεν καταβληθεί το τέλος μέσω του λογαριασμού κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, διενεργείται μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 11, όπως ειδικότερα ορίζεται με την υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 13 του παρόντος άρθρου.

9. Το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου συνεισπράττεται από τη Δ.Ε.Η. και τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος για το έτος 2011 σε δύο (2) ισόποσες δόσεις που εκδίδονται από αυτούς από τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους μέχρι τον Ιανουάριο του 2012.

10. Τα ποσά του ειδικού τέλους που εισπράττονται από τη Δ.Ε.Η. και τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος αποδίδονται στο Ελληνικό Δημόσιο μέσα σε διάστημα είκοσι ημερών από τη λήξη του μήνα στον οποίο εισπράχθηκαν οι σχετικοί λογαριασμοί, όπως ειδικότερα καθορίζεται με την υπουργική απόφαση της παραγράφου 13. Η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος μπορεί να δίνουν στο Ελληνικό Δημόσιο χρηματικές προκαταβολές έναντι των ποσών που πρέπει να αποδοθούν από τις εισπράξεις του τέλους και μέχρι 25% του προς είσπραξη ποσού.

Για την αντιμετώπιση των δαπανών είσπραξης του ανωτέρω τέλους η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος παρακρατούν από τις εισπράξεις ποσοστό 0,25%. Η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) του Υπουργείου Οικονομικών ηλεκτρονικά αρχεία που τηρούν και τους ζητούνται από τη Γ.Γ.Π.Σ. και η Γ.Γ.Π.Σ. δικαιούται να προβαίνει σε περαιτέρω επεξεργασία των αρχείων αυτών για τους σκοπούς των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

11. Αν δεν καταβληθεί το τέλος, η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος προβαίνουν στην έκδοση εντολής διακοπής του ρεύματος του καταναλωτή προς τον Διαχειριστή του Δικτύου, ο οποίος προβαίνει σε διακοπή της σύνδεσης και δεν το επαναχορηγούν μέχρι να εξοφληθεί το οφειλόμενο τέλος, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα με την υπουργική απόφαση της παραγράφου 13. Αν δεν ζητηθεί η επαναχορήγηση του ηλεκτρικού ρεύματος, η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος, αφού διαγράψουν τον υπόχρεο καταναλωτή, γνωστοποιούν τη διαγραφή στο Ελληνικό Δημόσιο, ώστε να μεριμνήσει για την είσπραξη του οφειλόμενου τέλους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα για την Είσπραξη Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.). Αν δεν εξοφληθεί προηγουμένως το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου, δεν επιτρέπεται η αλλαγή προμηθευτή ηλεκτρικού ρεύματος. Αν δεν ζητηθεί η διακοπή της σύνδεσης, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών επιβάλλεται σε βάρος της Δ.Ε.Η. ή του εναλλακτικού προμηθευτή ηλεκτρικού ρεύματος και υπέρ του Δημοσίου, πρόστιμο ίσο με το τέλος που δεν καταβλήθηκε προσαυξημένο κατά 25%.

12. Υπόχρεος για την καταβολή του τέλους είναι ο χρήστης του ακινήτου, ο οποίος καταβάλλει το τέλος μαζί με το λογαριασμό κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος. Αν ο χρήστης είναι μισθωτής, με την καταβολή επέρχεται αυτοδικαίως συμψηφισμός με οφειλόμενα ή μελλοντικά μισθώματα. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου κατισχύει κάθε άλλης αντίθετης συμφωνίας των συμβαλλόμενων μερών.

13. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται ο ειδικότερος τρόπος και η διαδικασία για: α) την είσπραξη του τέλους μέσω των λογαριασμών κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, β) τη βεβαίωση και είσπραξη του τέλους κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. από τον κύριο ή επικαρπωτή του ακινήτου σε περίπτωση μη καταβολής του μέσω των λογαριασμών κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, γ) τις προϋποθέσεις επιστροφής του ειδικού τέλους από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., εφόσον το ακίνητο υπόκειται στις εξαιρέσεις της παραγράφου 5 ή στο μειωμένο συντελεστή της παραγράφου 6, καθώς και τον τρόπο και τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του ειδικού τέλους στις περιπτώσεις που διαπιστωθεί ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις απαλλαγής ή ότι εφαρμόστηκε εσφαλμένος συντελεστής προσδιορισμού του, δ) τις ειδικότερες προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 6, ε) τα ζητήματα που ορίζονται στην παράγραφο 7 και το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 11 και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 54

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις του.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Ιωάννινα, 30 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ

Μ. ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Γ. ΚΟΥΤΡΟΥΜΑΝΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ

ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Μ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 3 Οκτωβρίου 2011

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Μ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

       Εκτύπωση σελίδας
Πίσω Αρχή Aρχική σελίδα


ΓΡΑΦΕΙΑ: ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 1, ΜΑΡΟΥΣΙ, Τ.Κ. 151 22. ΤΗΛ. 210 3217721, 210 3310096, 210 3240557, FAX: 210 3216671